Σαββατοκύριακo
23-24  Νοεμβρίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 5179RSS FEED
Ο ακαδημαϊκός αναλφαβητισμός της κ. Ρεπούση: Άρθρο – απάντηση στις δηλώσεις της
Γράφει ο
Δημήτρης Γκίκας

Είναι ορισμένες πολιτικές προσωπικότητες που οι δηλώσεις τους έχουν μια πολύ συγκεκριμένη βαρύτητα. Η περίπτωση της Ρεπούση, από τις πιο χαρακτηριστικές, καθόσον δεν ο λόγος της δεν εκφράζεται μόνο σε πολιτικό επίπεδο, αλλά εδράζεται και στην ακαδημαϊκή της ιδιότητα, απαιτεί και πολύ συγκεκριμένο αντίλογο. Δύο πολύ πρόσφατες αναφορές της χρειάζεται να αναφερθούν. Η μία είναι η θέση που έλαβε για το μάθημα των θρησκευτικών. Συγκεκριμένα, η κ. Ρεπούση δήλωσε ότι «τα θρησκευτικά με την έννοια της ορθόδοξης κατήχησης δεν έχουν θέση στο σύγχρονο Λύκειο». Οπωσδήποτε, η κ. Ρεπούση έχει εκφραστεί και σε άλλες περιπτώσεις κατά της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας στην Ελλάδα, ήταν μάλιστα από κείνες που είχαν δηλώσει ότι αντιτίθενται στην ύπαρξη εικόνας του Χριστού εντός των σχολικών τάξεων. Παρά το γεγονός ότι η προσωπική βιωματική στάση του καθένα έναντι στη θρησκεία είναι δικαίωμά του, εδώ δε μιλάμε για μια απλή επίκληση προσωπικών απόψεων.

Εδώ αναφερόμαστε σε μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική και ακαδημαϊκή στάση απέναντι στο ζήτημα της θρησκευτικής ταυτότητας του λαού που εκπροσωπεί η κ. Ρεπούση. Για το θέμα της πολιτικής της στάσης, η κ. Ρεπούση αναδεικνύει τα «πιστεύω» κυρίως της αριστερής ιδεολογίας, τα αναδεικνύει όμως με το χειρότερο τρόπο: ούτε επιχειρηματολογία διαθέτουν οι απόψεις της, ούτε ακαδημαϊκή αναφορά.

Οι δηλώσεις της, εκ του προχείρου εκπεφρασμένες, αναδεικνύουν μια διάθεση για δημιουργία «κλίματος εντυπώσεων» περισσότερο, παρά μια σοβαρή διάθεση για πολιτικό διάλογο.

Από την άλλη, η ίδια η θέση περί του μαθήματος των θρησκευτικών αναδεικνύει έναν ελλειμματικό λόγο. Η απαξίωση της θρησκευτικής ταυτότητας της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού και η προσπάθεια αποσύνδεσής της από το χώρο της Εκπαίδευσης συνιστά μείζον πολιτικό θέμα. Καταλύει τους βασικούς σκοπούς της εκπαίδευσης, όπως αυτοί εκφράζονται ακόμα και στο νέο νομοσχέδιο. Η επιμονή, λοιπόν της κ. Ρεπούση στο ζήτημα, είναι το λιγότερο περίεργη. Αλλά και η ακαδημαϊκή της ιδιότητα δε συνάδει ούτε με το αντικείμενο της θρησκείας, ούτε με τον τρόπο που η θρησκευτικότητα μπορεί να εκφράζεται εντός του εκπαιδευτικού χώρου. Σ’ αυτό, μάλιστα υποπίπτει σε βασικό λάθος, όταν αναφέρεται ότι η διδασκαλία των θρησκευτικών λαμβάνει χώρα μόνο ως ορθόδοξη κατήχηση. Πολλά από τα κεφάλαια του μαθήματος των Θρησκευτικών στο Λύκειο προσεγγίζονται θρησκειολογικά, κι όχι αμιγώς ορθόδοξα.

Η πρόσφατη δήλωση της κ. Ρεπούση αναφέρεται στο μάθημα των Αρχαίων Ελληνικών, χαρακτηρίζοντάς τα ως «νεκρή γλώσσα» και προτείνει να λάβουν το χαρακτήρα προαιρετικού μαθήματος για τους μαθητές που δεν θα ακολουθήσουν τις αντίστοιχες κατευθύνσεις. Είναι λυπηρό να ακούγεται κάτι τέτοιο από ακαδημαϊκό πρόσωπο. Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί και ακαδημαϊκοί έχουμε εντοπίσει σοβαρές ελλείψεις στον τρόπο που διδάσκεται η αρχαία ελληνική γραμματεία και πόσο πολύ στείρο έχει καταντήσει το μάθημα. Η δήλωση, όμως ότι τα ίδια τα Αρχαία Ελληνικά είναι «νεκρή γλώσσα», πολύ φοβάμαι, ότι αναδεικνύει μια εντελώς εξωφρενική αντίληψη των πραγμάτων. Μια γλώσσα που διδάσκεται στα περισσότερα ξένα πανεπιστήμια, που θεωρείται (και είναι, μαζί με τη λατινική) η μητέρα – γλώσσα όλων των σύγχρονων δυτικών, μια γλώσσα στην οποία έχουν γραφεί τα μεγαλύτερα, ίσως, αριστουργήματα της παγκόσμιας διανόησης (φιλοσοφικής και πολιτικής, μη το ξεχνάμε αυτό, καθόσον η συγκεκριμένη κυρία είναι και πολιτικός), μια γλώσσα που, σύμφωνα με τον Σεφέρη, είναι η ίδια γλώσσα που μιλιέται μέχρι και σήμερα, από την εν λόγω κυρία θεωρείται… νεκρή!

Πέρα από τον ακαδημαϊκό αναλφαβητισμό που δηλώνουν οι παραπάνω θέσεις, διαθέτουν συνάμα έναν πραγματικά εξυβριστικό χαρακτήρα απέναντι στην εν γένει ελληνική κουλτούρα και κατεξοχήν προσβάλλουν και τους εκπαιδευτικούς (θεολόγους και φιλολόγους) που έχουν ως αντικείμενο διδασκαλίας τα θρησκευτικά και τα αρχαία ελληνικά.

Είναι τραγελαφικό το γεγονός ότι στοιχεία βασικά της ελληνικής κουλτούρας βάλλονται με τέτοιο τρόπο από Έλληνα πολιτικό και δη ακαδημαϊκό. Θεωρώ ότι η περίπτωση Ρεπούση θα εξετάζεται σοβαρά στο μέλλον ως η χαρακτηριστικότερη εκπρόσωπος μιας, προ πολλού παρακμάζουσας, πολιτικής, ακαδημαϊκής και ψευδεπίγραφης διανοουμενίστικης κοινότητας ανθρώπων.