Όσοι (δηλαδή όλοι) παρακολουθήσαμε την συμπεριφορά των τριών βουλευτών της Χρυσής Αυγής μετά την απόφαση να αφεθούν ελεύθεροι με περιοριστικούς λόγους, έχουμε έναν επιπλέον λόγο να δώσουμε μάχη για να θωρακίσουμε τη Δημοκρατία μας και να σταθούμε ενωμένοι απέναντι σ’ αυτά τα άτομα.
Κλωτσιές, μπουνιές, χαστούκια, ύβρεις, απειλές – «όποιος ζυγώσει κοντά μας την έχει φάει στα μάτια», «θα σταματήσουμε μόνο με σφαίρες», «θα τα κατεβάσουν κι’ άλλο τα παντελόνια όταν έλθει η ώρα».
Τα άτομα αυτά δηλαδή, συνεχίζουν να διαπράττουν αδικήματα – χωρίς ν’ αφήνουν καμιά αμφιβολία για το ποιόν τους και τις προθέσεις τους.
Το γεγονός πως δεν κατάφεραν να συγκρατηθούν ούτε την κρίσιμη ώρα, προφανώς λέει πολλά.
Και το θέμα δεν είναι πια η ιδιότητα του βουλευτή, αλλά η ιδιότητα του ανθρώπου.
Φυσικά, δεν μπορούσαν να μιλήσουν για δικαίωση – αν και προς τα κει το πάνε:
Να πουν στον κόσμο ότι αφέθηκαν ελεύθεροι, είτε επειδή δεν υπάρχουν στοιχεία, είτε ότι «τα στοιχεία δεν ήσαν δεμένα» - όπως, δυστυχώς, κάποιοι έσπευσαν να πουν.
Αλλά η απόφαση να αφεθούν ελεύθερα αυτά τα άτομα με περιοριστικούς όρους, δεν αποτελεί ένδειξη αθωότητας.
Αποτελεί απόδειξη Δημοκρατίας, απόδειξη ότι στην Ελλάδα το Κράτος Δικαίου και οι νόμοι λειτουργούν το ίδιο για όλους – και όχι διαφορετικά για τους «λαγούς» και διαφορετικά για τα «κουνέλια».
Η απόφαση δεν είναι «επιτυχία» της Χ.Α., αλλά νίκη της Δημοκρατίας.
Και επειδή θα επιχειρηθεί η πρόκληση σύγχυσης σχετικά με τους λόγους για τους οποίους η Δικαιοσύνη έλαβε αυτή την απόφαση, καλό είναι να μην μπερδεύουμε (τουλάχιστον εμείς) τον Ποινικό Κώδικα με τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Ο Ποινικός Κώδικας ασχολείται με τα αδικήματα.
Ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας αφορά στη διαδικασία επί των δικαστηρίων.
Άλλο πράγμα, λοιπόν, το αδίκημα και η εκδίκαση μιας υπόθεσης και άλλο πράγμα οι διαδικασίες που ο νόμος επιβάλλει να ακολουθούνται στο στάδιο της προδικασίας. Και συγκεκριμένα:
Το άρθρο 282 της Ποινικής Δικονομίας περί προσωρινής κράτησης και περιοριστικών όρων προβλέπει τα ακόλουθα:
1. Όσο διαρκεί η προδικασία, αν προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για κακούργημα ή πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον τριών μηνών, είναι δυνατό να διαταχθούν περιοριστικοί όροι, εφόσον αυτό κρίνεται απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη των αναφερόμενων στο άρθρο 296 σκοπών.
(Σημειώνεται ότι στο άρθρο 296 αναφέρεται ότι ο «σκοπός των περιοριστικών όρων είναι να εξασφαλιστεί ότι εκείνος στον οποίο επιβλήθηκαν θα παραστεί οποτεδήποτε στην ανάκριση ή στο δικαστήριο και θα υποβληθεί στην εκτέλεση της απόφασης».
2. Περιοριστικοί όροι είναι ιδίως η παροχή εγγύησης, η υποχρέωση του κατηγορουμένου να εμφανίζεται κατά διαστήματα στον ανακριτή ή σε άλλη αρχή, η απαγόρευση να μεταβαίνει ή να διαμένει σε ορισμένο τόπο ή στο εξωτερικό, η απαγόρευση να συναναστρέφεται ή να συναντάται με ορισμένα πρόσωπα.
3. Προσωρινή κράτηση μπορεί να επιβληθεί αντί για περιοριστικούς όρους, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού, μόνο αν ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από ειδικά μνημονευόμενα περιστατικά της προηγούμενης ζωής του ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης για την οποία κατηγορείται, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα. Μόνο η κατά το νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης.
4. Οι περιοριστικοί όροι που επιβλήθηκαν στον κατηγορούμενο για κακούργημα ή πλημμέλημα, εάν παραβιασθούν από αυτόν, είναι δυνατόν να αντικατασταθούν με προσωρινή κράτηση κατά το άρθρο 298.
5. Η παράγραφος 3 του παρόντος εφαρμόζεται και για ανήλικο κατηγορούμενο που έχει συμπληρώσει το δέκατο τρίτο έτος της ηλικίας του, εφόσον η πράξη για την οποία κατηγορείται απειλείται στο νόμο με ποινή κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών. Η αδυναμία παροχής εγγύησης δεν επιτρέπεται να οδηγήσει από μόνη της σε προσωρινή κράτηση.
Επομένως, ο κανόνας είναι η επιβολή περιοριστικών όρων, ενώ αυτοί (οι περιοριστικοί όροι) μπορούν να αντικατασταθούν από προσωρινή κράτηση, κάτω από μια σειρά προϋποθέσεις, κάποιες από τις οποίες πρέπει να υφίστανται σωρευτικά:
Έτσι, προσωρινή κράτηση επιτρέπεται μόνο αν ο κατηγορούμενος διώκεται για κακούργημα και δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα (σωρευτικά) ή (διαζευκτικά ως προς τα ακόλουθα) έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόδικος ή κρίθηκε ένοχος για απόδραση κρατουμένου ή παραβίαση περιορισμών διαμονής ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανό, όπως προκύπτει από ειδικά μνημονευόμενα περιστατικά της προηγούμενης ζωής του ή από τα συγκεκριμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης για την οποία κατηγορείται, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα.
Αναφέρεται δε συγκεκριμένα ότι «μόνο η κατά το νόμο βαρύτητα της πράξης δεν αρκεί για την επιβολή προσωρινής κράτησης».
Αυτό το τελευταίο αφορά όλους τους κατηγορούμενους – και επομένως δεν μπορούσε να αγνοηθεί από την Δικαιοσύνη ειδικά σε σχέση με τα συγκεκριμένα πρόσωπα.
Δεν μπορούσε δηλαδή να πει η Δικαιοσύνη ότι κατά το στάδιο της συγκεκριμένης προδικασίας οι συγκεκριμένοι, όντας βουλευτές, είναι αγνώστου διαμονής ή θεωρούνται ύποπτοι φυγής – και προφανώς δεν υπήρξαν στο παρελθόν φυγόδικοι, ούτε κρίθηκαν ένοχοι για απόδραση κρατουμένου και τα λοιπά.
Για να τελειώνουμε: Εφαρμόστηκε ο νόμος (δηλαδή ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας) και δεν υπάρχει ούτε «απόφαση-σταθμός», ούτε «ανατροπή», όπως είπε ο δικηγόρος τους.
Όσο για τα νέα νταηλίκια και τους πανηγυρισμούς της Χ.Α., στο τέλος ξυρίζουν τον γαμπρό…