Πέμπτη
21 Νοεμβρίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 5177RSS FEED
Ο κυρ – Μέντιος, ο «κορλεόνης» του χωριού
Γράφει ο
Βασίλης Μπαλάφας
Όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες στη χώρα δεν έχουν προηγούμενο στη μεταπολιτευτική περίοδο της Δημοκρατίας μας σε επίπεδο διοίκησης. Καθημερινά τα δελτία ειδήσεων είναι γεμάτα από αποκαλύψεις για πολυδαίδαλα και πολυσχιδή κυκλώματα που μετέτρεψαν τον κρατικό κορβανά σε αλάνα ανελέητου πλιάτσικου και συνεχών ληστρικών επιδρομών με λεία εκατομμυρίων ευρώ.

Τα φαινόμενα που αποκαλύπτονται είναι επαναληπτικής και συνεχούς μορφής, δεν αποτελούσαν δηλαδή ένα στιγμιαίο χτύπημα διασπάθισης δημοσίου χρήματος που θα μπορούσε να συμβεί οποτεδήποτε, σε οποιαδήποτε χώρα. Είναι φαινόμενα που συντήρησαν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και τους εξασφάλισαν με σταθερό ρυθμό εισοδήματα, ακριβά αυτοκίνητα, χλιδή, βίλες, κοινωνική προβολή. Τους εξασφάλισαν, σε βάθος χρόνου και με συνεχή εισροή, ένα υψηλότατο βιοτικό επίπεδο το οποίο σε αρκετές περιπτώσεις μετεξελίχθηκε σε οφίκια, σε πολιτική – κομματική παρέμβαση, ενίοτε ακόμα και σε υψηλόβαθμες διοικητικές θέσεις μέσα στον κρατικό μηχανισμό διοίκησης.

Υπήρχαν και υπάρχουν άνθρωποι που σιτίζονταν πλουσιοπάροχα από αυτές τις «φάμπρικες» καταλήστευσης του δημόσιου κορβανά, που πήγαιναν στα χωριά τους με τα υπερπολυτελή τους αυτοκίνητα και παρίσταναν τους μεγαλοπαράγοντες που είχαν τα «κονέ» και κατάφερναν να τα παίρνουν από παντού και να βγαίνουν λάδι. Αυτοί οι άνθρωποι έμπαιναν «με τον παρά τους» μέσα στα σπίτια του χωριού, ήλεγχαν οικογένειες ολόκληρες και κατηύθυναν ακόμα και την ψήφο τους, την οποία βέβαια οι ίδιοι παζάρευαν για δικό τους όφελος. Το χωριό τους θαύμαζε και τους κολάκευε στα φανερά, όλοι όμως ήξεραν και ξέρουν σιωπηλά τι συνέβαινε, ποιοι ενδεχομένως τους κάλυπταν και έβαζαν πλάτες, με ποιους συνομιλούσαν σε τακτική βάση. Δεν μίλαγε όμως κανείς ανοιχτά για όσα είχε μέσα στο μυαλό του γιατί «ποτέ δεν ξέρεις πότε θα μας χρειαστεί ο κυρ – Μέντιος, ο παράγοντας, ο κολλητός του έτσι και ο γνωστός του εκείνου».

Διάφοροι από αυτούς που αποκαλύπτονται τον τελευταίο καιρό, έκαναν ακόμα και μοιρασιές στους τόπους τους. Μοίραζαν επιδόματα, συνταξούλες, πέρναγαν στα κουφά και καμιά επιδοτησούλα από την οποία έπαιρναν βέβαια το ποσοστό τους, κανονικοί νταραβεριτζήδες και νταβατζήδες ενός «συστήματος» που για πολλά χρόνια έβγαζε και βγάζει «βουλευτές, δημάρχους, διευθυντές» και ό,τι άλλο βάζει ο νους. Μερικοί άλλοι την είχαν πάει ακόμα πιο πέρα τη μπίζνα και είχαν μετατραπεί σε κανονική «Μαφία», βλαχοκορλεόνηδες που εκβίαζαν, μιζάριζαν και οδηγούσαν ανθρώπους στην απόγνωση ή ακόμα και σε αυτοκτονίες.

Άλλοι χρησιμοποίησαν την οικονομική «ευρωστία» που τους παρείχε όλο αυτό το πολυεπίπεδο και πολύμορφο σύστημα, που μάλλον είχε εξελιχθεί σε μέθοδο, για να αναρριχηθούν σε συνδικαλιστικά ή κομματικά πόστα και από εκεί να μεταπηδήσουν σε κομβικά, νευραλγικά σημεία της κρατικής μηχανής, αποκτώντας κάλυψη, εξουσία, δύναμη και να μπορούν να διαμορφώνουν με αυτό τον τρόπο εξελίξεις, απόψεις, νοοτροπίες, να κατευθύνουν επαγγελματίες και επιχειρηματίες, να επιβάλουν τις επιδιώξεις και τις απαιτήσεις τους, να κατεδαφίζουν και να συκοφαντούν κάθε άνθρωπο που θα μπορούσε να είναι «επικίνδυνος» για τους ίδιους, για όσα πρεσβεύουν, για όσα εκπροσωπούν, για  όσους στους οποίους πουλούσαν εκδούλευση και κυρίως για τη νοοτροπία που εμφύσησαν στην ελληνική κοινωνία.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Ελλάδα βάδισε για πολλά πολλά χρόνια στη λογική της ήσσονος προσπάθειας, κατακρεούργησε την αξιοκρατία και ανέδειξε σε σημαντικές θέσεις ευθύνης λαμόγια. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα πολύς κόσμος δεν μπορεί καν να ξεχωρίσει τους δημοσίους λειτουργούς και υπαλλήλους ακόμα και με εξόφθαλμα, προφανή αξιολογικά κριτήρια. «Όλοι είναι ίδιοι», λένε οι περισσότεροι γιατί αυτό βολεύει όλους αυτούς που προανέφερα. Όταν «όλοι είναι ίδιοι», όχι μόνο δεν μπορούν να ξεχωρίσουν οι καλοί, αλλά και δεν μπορούν να εντοπιστούν οι επίορκοι, οι λωποδύτες και οι τακτικοί λήσταρχοι του κρατικού κορβανά.

Προσπαθήστε να αναλογιστείτε πόσο πολύ τους βολεύει αυτό το «όλοι ίδιοι είναι» … 

Όλοι αυτοί που σήμερα αποκαλύπτονται σταδιακά, με βαρύγδουπους τίτλους στα δελτία ειδήσεων, για τον πολύ λαό, για την «πλέμπα», επεφύλασσαν – βέβαια – ψίχουλα και μικροεξυπηρετησούλες. Τα «χοντρά πακέτα» έπεφταν σε αδέλφια, ξαδέλφια, θειάδες, μπατζανάκηδες, σε «βασανιάρες» γκόμενες και ερωμένες που ήταν ένα είδος … κοινωνικής καταξίωσης, ένδειξη του υψηλού οικονομικού status και γαλόνι συνεπούς «λαμογισμού». Που και που γινόταν και μια πιο «διευρυμένη» μοιρασιά για να γεμίσουν τα σακούλια με τα ψηφαλάκια …

Όλα αυτά, σε συνδυασμό με μερικά άλλα, μας οδήγησαν εδώ που βρισκόμαστε σήμερα. Όλα αυτά τα λεφτά που διασπαθίστηκαν με τον τρόπο αυτό – και ήταν καθαρά λεφτά του δημόσιου κορβανά – είτε φαγώθηκαν σε χλιδές, κότερα και βίλες, είτε έφυγαν στο εξωτερικό με διάφορους τρόπους. Μεγάλο μέρος από αυτά δεν γύρισε ποτέ μέσα στην οικονομία είτε ως δαπάνη, είτε ως φόρος και χάθηκε για πάντα. Έστω και τώρα, στα στερνά, αυτή η Ελλάδα πρέπει να αφανιστεί για να έχει μια μικρή ελπίδα η υπόλοιπη.

Τι συνέβη και τα βρίσκουν;

Υπάρχουν μεγάλα ερωτήματα που προκύπτουν με όλες αυτές τις αποκαλύψεις που γίνονται για τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος, για την καταλήστευση στα προνοιακά επιδόματα, για τις «μαϊμούδες» συντάξεις και τις περιοχές στις οποίες εντοπίζονται μεγάλα ποσοστά πληθυσμού να είναι ανάπηροι, τυφλοί, μουσαντένιοι άνεργοι, γιαλαντζί αγρότες, αναξιοπαθούντες που χρειάζονταν την διαρκή αρωγή του κράτους.

Πρώτ’ απ’ όλα πρέπει να εξηγηθεί στον λαό, το τι συνέβη και τώρα τους βρίσκουν ενώ πριν δεν μπορούσαν. Γιατί αυτές οι ιστορίες δεν συμβαίνουν τα τελευταία 5-6 χρόνια. Συμβαίνουν εδώ και δεκαετίες, έχουν συγκεκριμένη ιστορική αφετηρία, εξελίχθηκαν σε μέθοδο και «επαγγελματική» πρακτική.

Όλα όσα αποκαλύπτονται δείχνουν καλά οργανωμένες διαδικασίες, δείχνουν όμως και κάτι που δεν έχει τύχει να το ακούσω ή να το διαβάσω αλλού. Δείχνουν έλλειψη φόβου, πολλά είναι απροκάλυπτα, είναι εκνευριστικά εξόφθαλμα. Δεν μπορεί, ας πούμε, να έχει ακόμα και τον ελάχιστο φόβο κάποιος που «κόβει» 75 φορές επίδομα τοκετού στο ίδιο πρόσωπο.

Σημαίνει ότι δεν φοβόντουσαν, ότι ήταν ήσυχοι και ήρεμοι, ότι δεν τους ενδιέφερε να καλύψουν ίχνη ή να κάνουν τη «δουλειά» στα μουλωχτά. Ποιοι τους κάλυπταν και ποιοι τους εξασφάλιζαν τέτοιου είδους υψηλή ασυλία ; Ποιοι είναι εκείνοι που δεν τα έβρισκαν πριν και τα βρήκαν τώρα όλα μαζεμένα ; Τι εκλογικά αποτελέσματα έδιναν σταθερά οι περιοχές στις οποίες παρουσιάζονται τα φαινόμενα ;

Ποιοι μηχανισμοί λειτούργησαν τώρα που δεν λειτουργούσαν πριν και γιατί ; Και εδώ δεν μου αρκεί η απάντηση «γιατί εδώ που φτάσαμε, δεν πήγαινε άλλο». Δεν έπρεπε να φτάσουμε εδώ, δεν επιτρέπεται που φτάσαμε εδώ. Όσοι λοιπόν λειτούργησαν τώρα και δεν λειτουργούσαν πριν, πρέπει να αναδειχθούν και να «κουρευτούν» με την ψιλή όπως οι οικονομίες του κοσμάκη, οι μισθοί των εργαζομένων, οι συντάξεις και τα ομόλογα.

Αυτά πρέπει να εξηγηθούν. Διαφορετικά, ας πάνε όλοι μαζί στον αγύριστο.

Εξεπλάγη κανείς ;

Υπάρχει και μια άλλη ανάγνωση όλων των παραπάνω γεγονότων, η οποία δείχνει τον ωχαδερφισμό μας, τη νοοτροπία που καλλιεργήθηκε για δεκαετίες στη χώρα και τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος αντιμετωπίζει κάποια φαινόμενα διαχρονικά. Γιατί μπορεί τώρα να βλέπουμε ιπτάμενα γιαούρτια και οπωροκηπευτικά, αλλά θα μου επιτρέψετε να γράψω ότι «είναι αργά για δάκρυα …».

Η λύση δεν είναι ούτε οι πέτρες, ούτε οι τραμπουκισμοί, ούτε οι εκφοβισμοί που μοιραία, αν συνεχιστούν, θα οδηγήσουν σε ολοκληρωτισμούς διάφορων τύπων.
 
Θα οδηγήσουν σε αδιέξοδα, σε κατάρρευση της έστω και προβληματικής δημοκρατίας μας και μετά θα καθόμαστε όλοι μαζί μπροστά στην τηλεόραση και θα αναρωτιόμαστε τι συνέβη.

Κοιτάξτε γύρω σας, ακούστε τις συζητήσεις σε διάφορα σημεία, από ανθρώπους κάθε ηλικίας. Θα διαπιστώσετε ότι κανείς δεν εξεπλάγη από την αποκάλυψη όλης αυτής της βρωμιάς που γεμίζει δυσωδία την καθημερινότητά μας. Κανείς δεν αιφνιδιάστηκε και δεν έπεσε από τα σύννεφα. Όλοι σχεδόν ήξεραν. Όλοι σχεδόν υποπτεύονταν.

Υπήρχαν – βέβαια – και κάποιες χιλιάδες ανθρώπων, ακόμα και πολιτικοί ή ολόκληροι πολιτικοί χώροι που εδώ και πολλά χρόνια τα έλεγαν, τα τόνιζαν και τα φώναζαν, αλλά τους έλεγαν «γραφικούς», «παλαιοκομματικούς», «κολλημένους». Τους εξαφάνιζαν, τους λοιδορούσαν και τους διέβαλαν με κάθε τρόπο και μέσο.

Εδώ λοιπόν τώρα είναι η μεγάλη ευθύνη του κάθε πολίτη. Να θυμηθεί, να αξιολογήσει, να αναθεωρήσει, να σκεφτεί. Να μην τα θεωρήσει ξανά «όλα ίδια», για να μην ξαναβρεθεί μετά από χρόνια σε αφόρητη πλήξη και αδιέξοδο, λόγω έλλειψης έκπληξης …

http://vbalafas.blogspot.com/2012/03/blog-post_19.html