Τον τελευταίο καιρό η έννοια «κοινωνία» έχει πάρει μια ξεχωριστή θέση στον δημόσιο λόγο, βάζοντας ουσιαστικά στο περιθώριο την έννοια «λαός».
Στην πραγματικότητα, η «κοινωνία» ως όρος, χρησιμοποιείται ως κάτι το εχθρικό απέναντι στο κοινοβούλιο.
Προσοχή, η «κοινωνία». Όχι ο λαός.
Διότι ο λαός εκλέγει τα μέλη του κοινοβουλίου, άρα ταυτίζεται μαζί του.
Ενώ η κοινωνία είναι κάτι το διαφορετικό. Τα μέλη της μπορεί να ψηφίζουν και μπορεί και να μην ψηφίζουν.
Αλλά στη Δημοκρατία, πολίτης είναι αυτός που ψηφίζει.
Και επομένως, απόψεις του τύπου «τις μάχες δεν τις χάσαμε στη Βουλή, αλλά στην κοινωνία» ή «οι πολιτικές χαράσσονται στην κοινωνία», παραπέμπουν σε κάτι το απροσδιόριστο.
Διότι στη Δημοκρατία αυτοί που δεν ψηφίζουν – ωστόσο συγκροτούν την «κοινωνία» - δεν έχουν αποφασίσει για τη σύνθεση του Κοινοβουλίου.
Ο λαός είναι αυτός που ψηφίζει και επιλέγει τους αντιπροσώπους του και δι’ αυτών νομοθετεί και κυβερνά.
Έχουμε λαϊκή κυριαρχία και όχι «κοινωνική».
Όταν, λοιπόν, κάποιοι υποστηρίζουν ότι απαιτείται «επανασύνδεση με την κοινωνία», προφανώς εννοούν κάτι άλλο εκτός του λαού (αφού ο λαός ψηφίζει και επομένως παραμένει σε… σύνδεση).
Όταν κάποιοι δηλώνουν πως «το ερώτημα της κοινωνίας δεν έχει απαντηθεί», προφανώς δεν λαμβάνουν υπόψη τους πως όταν ο λαός ψηφίζει, το κάνει με βάση το αν κατά τις προεκλογικές και μετεκλογικές περιόδους δίδονται απαντήσεις στα ερωτήματά του.
Και όταν κάποιοι υποστηρίζουν πως θέλουν να κυβερνήσουν «με την κοινωνία και τις οργανώσεις των πολιτών», είναι προφανές ότι εννοούν κάτι άλλο από τον λαό.
Και αυτό που εννοούν – αν και δεν ισχυρίζομαι ότι το γνωρίζουν ή καταλαβαίνουν τι λένε – παραπέμπει σε κάτι πολύ επικίνδυνο.
Παραπέμπουν στον ολοκληρωτισμό. Και ανήκουν και στις δύο όχθες του πολιτικού μας βίου.
Διότι λένε τα ίδια: «Η κοινωνία μας γύρισε την πλάτη», «κόμμα ανοιχτό στην κοινωνία και στα κινήματα», «αντιστοίχιση με την κοινωνία», «να ψηλαφήσουμε πώς αντιλαμβάνεται η κοινωνία τα πράγματα».
Ας δούμε τη διαφορά:
«Κοινωνία» είναι ένα οργανωμένο σύνολο ανθρώπων που διακρίνεται με βάση τον πολιτισμό του.
Αλλά το σύνολο των πολιτών ενός κράτους είναι ο «λαός». Το πλήθος των ανθρώπων που συναποτελούν τον λαό είναι ίσοι μεταξύ τους, έχουν την ίδια νομική και πολιτική σχέση με το Κράτος και έχουν το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι.
Ο λαός κατοικεί στη χώρα – σε αντίθεση με το Έθνος, που είναι πλήθος ανθρώπων με κοινή καταγωγή, γλώσσα, ήθη, έθιμα, ιστορικούς δεσμούς, αλλά δεν κατοικούν κατ’ ανάγκην στη χώρα.
Επομένως, ο λαός αποτελείται από κατοίκους και πολίτες ενός κράτους. Ο λαός ταυτίζεται με το εκλογικό σώμα. Αποτελείται δηλαδή από ενεργούς πολίτες.
Και δεν ισχύει το ίδιο με την «κοινωνία», τα μέλη της οποίας δεν είναι υποχρεωτικό να επιλέγουν για τον εαυτό τους τον ρόλο του ενεργού πολίτη.
Η ιστορία του Μπενίτο Μουσολίνι είναι λίγο-πολύ γνωστή. Ξεκίνησε ως σοσιαλιστής και κατέληξε πατριάρχης του φασισμού.
Η λέξη προέρχεται από την οργάνωση που ίδρυσε τον Μάρτιο του 1919, την Fascio (από τα fasci, τις δέσμες ραβδιών, σύμβολο της τιμωρού εξουσίας στην Αρχαία Ρώμη).
Μετά από αλλεπάλληλες ήττες στις εκλογές, ο Μουσολίνι με τους μελανοχίτωνές του, υποτάχθηκε στον βασιλιά, πραγματοποίησε (τον Οκτώβριο του 1922) την «πορεία προς τη Ρώμη», έλαβε εντολή σχηματισμού κυβέρνησης, ορκίστηκε πρωθυπουργός, προκάλεσε την δολοφονία του μεγάλου του αντιπάλου, του σοσιαλιστή Τζιάκομο Ματεόττι και το 1925 έκλεισε το κοινοβούλιο, διέλυσε τα κόμματα και επέβαλε τον φασισμό.
Αλλά και ο Μουσολίνι ήθελε να επικοινωνεί με την «κοινωνία» (ενώ αδιαφορούσε για τον λαό και του κατήργησε όλες τις ελευθερίες).
Και πώς αποφάσισε να επικοινωνήσει με την κοινωνία; Μα μέσω των συντεχνιών, τα fasci, τις δέσμες, οργανωμένες δηλαδή ομάδες συμφερόντων, από τις οποίες θα αντλούσε δύναμη, μιλώντας με κάθε μια από αυτές, αλλά ποτέ με το οργανωμένο σύνολο πολιτών που συναποτελούν τον λαό.
Σε μια συνέντευξή του, ο Μουσολίνι είχε πει πως τα πλήθη (προσοχή, όχι ο λαός), λατρεύουν τους ισχυρούς επειδή συγχρόνως τους φοβούνται.
Ο Μουσολίνι έβλεπε συνεχώς τους εκπροσώπους των συντεχνιών. Έλεγε, όμως, ότι απλώς τους ακούει, δεν τους επιτρέπει να έλθουν σε επαφή με τον εσωτερικό του κόσμο.
Και δεν του χρειαζόταν το κοινοβούλιο, διότι δεν του χρειαζόταν η αντιπολίτευση. Άκουγε τις συντεχνίες και έκανε αυτό που ήθελε, υποστηρίζοντας συγχρόνως ότι αυτό που κάνει αποτελεί την βούληση των συντεχνιών – δηλαδή της κοινωνίας.
Ο φασισμός άλλωστε αυτό επεδίωκε: Η κάθε δέσμη, η κάθε συντεχνία, να προβάλλει τα αιτήματά της, αλλά με τελικό σκοπό να γίνουν όλοι ένα, υπηρετώντας τον ηγέτη – με το προπαγανδιστικό επιχείρημα ότι πολλές ράβδοι μαζί δεν σπάνε.
Γι’ αυτό και στην Ιταλία, το 1926, μετά την κατάργηση του κοινοβουλίου, αυτό αντικαταστάθηκε από την Βουλή των Συντεχνιών, βάσει το κορπορατισμού.
Με λίγα λόγια, ο λαός εξαφανίστηκε και τη θέση του πήρε η κοινωνία, όπως αυτή σχηματίζεται μέσω των Συντεχνιών.
Εκεί ανέπτυξαν τη δράση τους οι μελανοχίτωνες: Μπήκαν στις συντεχνίες, τις έλεγξαν και έπαιρναν ποσοστά από τα κέρδη.
Στο διάστημα μεταξύ του 1922 και του 1925 – και ενώ ακόμη υπήρχε κάποιου είδους κοινοβουλευτική λειτουργία – ο Μουσολίνι προχώρησε στον εκφασισμό της «κοινωνίας» και του κράτους, ενίσχυσε την εκτελεστική εξουσία, αποδυνάμωσε το κοινοβούλιο, εξαφάνισε τις συνταγματικές ελευθερίες, κατήργησε την ελευθερία του Τύπου, του συνεταιρίζεσθαι, των απεργιών. Και βέβαια, άλλαξε τον εκλογικό νόμο, επιβάλλοντας σύστημα βάσει του οποίου όποιος κερδίζει το 25% των ψήφων να εξασφαλίζει τα 2/3 των εδρών.
Στις εκλογές του 1924, οι φασίστες κέρδισαν 403 έδρες και η αντιπολίτευση μόλις 106. Η αντιπολίτευση αντιδρά, κάποιοι αποχωρούν.
Στις 3 Ιανουαρίου 1924, ο Μουσολίνι δηλώνει ενώπιον του κοινοβουλίου πως ενώπιον του ιταλικού λαού αυτός μόνος αναλαμβάνει την ευθύνη των αποφάσεων που επρόκειτο να λάβει. Τις επόμενες μέρες κλείνουν όλες οι εφημερίδες της αντιπολίτευσης, 35 ομάδες πολιτικού προβληματισμού, 25 οργανώσεις και γίνονται αθρόες συλλήψεις «αντιφρονούντων» και δολοφονικές επιθέσεις κατά πολιτικών αντιπάλων.
Η Βουλή έμενε κλειστή για μεγάλα χρονικά διαστήματα και ο Μουσολίνι δεν έχανε ευκαιρία να εκφράζεται κατά ενός «δαπανηρού και φλύαρου κοινοβουλίου που τον έκανε να χάνει τον χρόνο του»!
Πρώτο βήμα κατά του κοινοβουλευτισμού, η διάλυση των κομμάτων (εκτός, βέβαια, του φασιστικού) και των δημοσιογραφικών τους εντύπων. Το 1926 δεν υπήρχε πια ίχνος πολιτικής και κοινοβουλευτικής ζωής. Υπήρχε ένα κράτος μονοκομματικό.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, στις οργανώσεις του κόμματος εντάχθηκαν όλες οι κατηγορίες πολιτών, το σύνολο της «κοινωνίας» (που ωστόσο είχε πάψει να είναι «λαός», διότι είχαν καταργηθεί εκλογές και κοινοβούλιο).
Δημιουργήθηκε η έννοια του «πολίτη-στρατιώτη», του «Νέου Ανθρώπου», που τελούσε υπό την εποπτεία του «μεγάλου παιδαγωγού». Το καθεστώς ήταν πια εντελώς ολοκληρωτικό, που στηριζόταν στην ψυχολογία της μάζας, στην οποία πλέον είχε μετασχηματιστεί η «κοινωνία».
Με την βοήθεια προπαγανδιστικών μηχανισμών, ο ηγέτης επικοινωνούσε με την «κοινωνία», υιοθετώντας μια ριζοσπαστική συνθηματολογία και αποκτώντας κινηματικό χαρακτήρα – όπως συμβαίνει με όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Και, όπως συμβαίνει με όλα τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, ξαφνικά συμφωνούν όλοι, διότι συχνά οι ευκαιριακοί δεσμοί γίνονται πολύ δυνατοί κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες.
Ο Ντούτσε δεν το έκρυψε ποτέ: Δεν ήθελε να είναι επικεφαλής μιας κυβέρνησης που στηρίζεται στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά ο αρχηγός όλων των συντεχνιών, του συνόλου της κοινωνίας.
Γι’ αυτό και αρχικά αντικατέστησε το Κοινοβούλιο με το «Μεγάλο Συμβούλιο του Φασισμού», από το οποίο περνούσαν όλα τα νομοσχέδια και στο κοινοβούλιο πήγαιναν για τυπική κύρωση.
Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ο Μουσολίνι διέλυσε τα συνδικάτα και υιοθέτησε τις συντεχνίες. Γιατί η συντεχνία αρνείται ότι και οι άλλες συντεχνίες έχουν δικαιώματα, το μόνο που επιδιώκει είναι η υπεράσπιση των δικών της συμφερόντων. Και η κοινωνία αποτελείται από συντεχνίες – όχι από λαό οργανωμένο σε κόμματα και συνδικάτα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ομιλία του στις 3 Ιανουαρίου 1925 ενώπιον του Κοινοβουλίου, ο Μουσολίνι έδειξε όλον τον αποτροπιασμό του για το Κοινοβούλιο. Με μια γλαφυρή περιγραφή:
Κάλεσε τους παριστάμενους να θυμηθούν πόσα πάθη αναζωπυρώνονται σ’ αυτήν την αίθουσα, με την πλειοψηφία και την μειοψηφία να συγκρούονται καθημερινά, αποδεικνύοντας ότι δεν μπορούν να συνυπάρξουν πολιτικά. Γι’ αυτό και, όπως είπε, αποφάσισε:
«Θέλω να επανέλθει η ηρεμία στον ιταλικό λαό. Να επιβάλω την ομαλότητα στην πολιτική ζωή».
Και την επέβαλε: Καταργώντας το κοινοβούλιο, αφαιρώντας από τον λαό το δικαίωμα να εκλέγει τους αντιπροσώπους του και συνομιλώντας με την «κοινωνία των συντεχνιών»!