Παρακολούθησα σε πρωινή εκπομπή συνέντευξη του υπουργού Δικαιοσύνης κυρίου Κοντονή, σχετικά με την με την άδεια που δόθηκε στον ισοβίτη τρομοκράτη Κουφοντίνα.
Εκείνο που με εξόργισε περισσότερο δεν ήταν τόσο η επιμονή του κυρίου υπουργού να θεωρήσει το όλο θέμα ως αποκλειστική υπόθεση της αρμόδιας επιτροπής των φυλακών, αλλά ο ισχυρισμός του ότι η Κυβέρνηση δεν επηρέασε ούτε μπορούσε να επηρεάσει κατά κανένα τρόπο την απόφαση αυτή.
Ως «αντράνταχτο» δε επιχείρημα επικαλέστηκε το γεγονός ότι στην Επιτροπή αυτή προεδρεύει ανώτατος δικαστικός λειτουργός, χωρίς τη συγκατάθεση του οποίου δεν μπορεί να εφαρμοστεί η απόφασή της.
Σε παρατήρησή δε του παρουσιαστή ότι ο δικαστικός αυτός λειτουργός άλλαξε πρόσφατα επί υπουργίας του, υπονοώντας προφανώς ότι η επιλογή του έγινε με υπόδειξη της κυβέρνησης για ευνόητους λόγους, δεδομένου ότι ο προηγούμενος ηρνείτο επανειλημμένα να συναινέσει στη χορήγηση της άδειας, ο κύριος Κοντονής εξανέστη και διέρρηξε τα ιμάτιά του, λέγοντας ότι την επιλογή του δεν την έκανε η κυβέρνηση, αλλά η ανεξάρτητη δικαιοσύνη, με απόφαση επιτροπής από δικαστικούς λειτουργούς στην οποία μάλιστα προεδρεύει μεταξύ άλλων ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου.
Εκείνο όμως που δεν είπε ο κύριος Κοντονής, αλλά δυστυχώς ούτε και ο παρουσιαστής, είναι ότι ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, και συνεπώς και πρόεδρος της επιτροπής αυτής, έχει επιλεγεί από την Κυβέρνηση.
Δεν ισχυρίζομαι, ούτε υπονοώ, ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση υπήρξε παρέμβαση της Κυβέρνησης, δεν αποδέχομαι όμως ως στοιχειωδώς νοήμων άνθρωπος,, να θεωρείται ως ακαταμάχητο τεκμήριο ανεξαρτησίας από την βούληση της εκάστοτε κυβέρνησης, η απόφαση μιας επιτροπής της οποίας ο Πρόεδρος έχει επιλεγεί, με αποκλειστική ευθύνη και χωρίς την ανάγκη ύπαρξης οποιασδήποτε αιτιολόγησης, από την ίδια την Κυβέρνηση.
Προφανώς το θέμα αυτό είναι χρόνιο πρόβλημα που άπτεται βασικών συνταγματικών και πολιτικών εννοιών, όμως η επίκλησή του από τους εκάστοτε πολιτικούς, κυβερνώντες ή αντιπολιτευόμενους, και μάλιστα κατά διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, ανάλογα πως τους βολεύει, συνιστά βάναυση προσβολή της νοημοσύνης μας, την οποία δεν μπορούμε να αποδεχόμαστε, ανεξάρτητα από πού προέρχεται και εάν μας αρέσει ή όχι.