Η ολική ποσότητα πρωτεϊνών αίματος του ανθρώπου ανέρχεται σε 7gr/dL. Ο ορός αίματος περιέχει πάνω από 100 πρωτεΐνες κυρίως γλυκοπρωτεΐνες (πρωτεΐνες + υδατάνθρακες).
Η εκτίμηση της αναλογίας των πρωτεϊνών γίνεται στο εργαστήριο με την ηλεκτροφόρηση επί χάρτου, ανοσοηλεκτροφόρηση κυκλική ανοσοδιάχυση.
Η σημερινή κατεύθυνση έρευνας στρέφεται προς αναζήτηση Βιολογικών δεικτών στις πρωτεΐνες του ορού του ανθρώπου με την εκτέλεση του συνολικού μοριακού φάσματος αναλύσεων.
Αυτές οι έρευνες άρχισαν το έτος 1970 με την εφαρμογή της ηλεκτροφόρησης 2 διαστάσεων και στην σημερινή εποχή με την χρήση φασματομετρίας.
Η αλβουμίνη ανέρχεται στο 55% των συνολικών πρωτεϊνών και η λειτουργία της είναι απαραίτητη : α) για την διατήρηση ωσμωτικής πίεσης, β) για την συνολική λειτουργία του οργανισμού (μεταφορέας ορμονών, ηλεκτρολυτών κ.α.). θεωρείται το «Μοριακό Ταξί» του οργανισμού δηλαδή ο «μεταφορέας» ο οποίος δεσμεύει τα διάφορα μόρια, ουσίες, ενώσεις που κυκλοφορούν στο αίμα.
Μεταφέρει η λευκωματίνη :
Η λευκωματίνη είναι ένα πολυπεπτίδιο (σύνθεση 2 ή περισσότερων αμινοξέων) που περιέχει 584 αμινοξέα και η ονομασία της προέρχεται από τη λατινική λέξη albuman = λευκός συγκρινόμενη με το λεύκωμα του αυγού. Ουσίες που περιέχουν λευκωματίνη ονομάζονται albuminoids = λευκωματώδεις (γαλακτοαλβουμίνη – ωαλβουμίνη).
Ποσοστό 95% της λευκωματίνης του οργανισμού παράγεται και αποταμιεύεται στο ήπαρ. Χρόνος ημίσειας ζωής είναι 17 – 26 ημέρες. Φυσιολογικές τιμές λευκωματίνης 3,5 – 5,0 g/dL σε ποσοστιαία αναλογία συνόλου πρωτεϊνών 55%. Φυσιολογική παραγωγή λευκωματίνης σε ενήλικα 12g/ημερ. Το 80% αυτής βρίσκεται στο αίμα και το υπόλοιπο 50% στον εξωκυττάριο χώρο.
Κατά την διάρκεια της φυσιολογικής κύησης η λευκωματίνη μειώνεται στο 2ο και 3ο τρίμηνο και παραμένει χαμηλή και 3 μήνες μετά τον τοκετό. Αυτό οφείλεται σε απόλυτη αύξηση του όγκου αίματος με συνοδή αύξηση του κλάσματος Α2 και β-σφαιρίνης.
Φυσιολογικές τιμές λευκωματίνης ορού 3,5 – 5g/dL. Για τα παιδιά κάτων 3 ετών φυσιολογικές τιμές είναι 2,9 – 5,5g/dL.
Η μικρή ασυμετρία του μορίου της λευκωματίνης, το μικρό μοριακό βάρος της και το υψηλό αρνητικό ηλεκτρικό φορτίο που φέρει, καθιστούν αυτήν ικανή να κατακρατάει μεγάλες ποσότητες νερού και με τον τρόπο αυτό να διατηρεί σταθερό τον όγκο του αίματος
Αποτελεί τον κυριότερο παράγοντα μεταφοράς ύδατος μεταξύ των τριχοειδών και του εξωκυττάριου υγρού, βοηθώντας έμμεσα την λειτουργία της καρδιάς.
Το 75% της κολλοειωσμωτικής πίεσης* του πλάσματος στον ανθρώπινο οργανισμό οφείλεται στην λευκωματίνη.
Κολλοειωσμωτική πίεση : την οποία εξασκούν τα λευκώματα στον αγγειακό χώρο.
Ελάττωση της λευκωματίνης προκαλεί οίδημα. Η ποσότητα της λευκωματίνης του πλάσματος μειώνεται σταδιακά κάθε 10 χρόνια ζωής (Φ.Τ. 3,97g/100dL σε άτομα ↓40, 3,58g/100dL σε άτομα 80 ετών και πάνω).
Η φυσιολογική αυτή μείωση αποκτά μεγάλη σημασία για τις μεγάλες ηλικίες και τούτο διότι η αλβουμίνη δεσμεύει τα χορηγούμενα φάρμακα (είτε από το στόμα είτε παρεντερικά IM – IV χορηγούμενα).
Οι αλβουμίνες ζωϊκής προέλευσης έχουν υψηλότερη θερμιδική αξία, σε σχέση με αυτές οι οποίες προέρχονται από το φυτικό βασίλειο και αυτό γιατί οι ζωϊκής προέλευσης αλβουμίνες περιέχουν μεταλύτερο αριθμό για την απαραίτητη για τη θρέψη του ανθρώπου αμινοξέα.
Αύξηση της αλβουμίνης παρατηρείται πάντα στην αφυδάτωση του οργανισμού.
Σε περιπτώσεις ανεπάρκειας βιταμίνης Α οι τιμές της λευκωματίνης αυξάνονται πολύ (π.χ. 4,9g/dL). Αυτό οφείλεται ότι ο αμφιβληστροειδής χιτώνας και τα κύτταρα αυτού εμφανίζουν οίδημα (τοξικότητα Βιτ.Α).
Η αλβουμίνη συνδέεται με τον υποδοχέα Alboudin που βρίσκεται πάνω στην επιφάνεια των κυττάρων.
ΕΛΑΤΤΩΣΗ ΛΕΥΚΩΜΑΤΙΝΗΣ
*Σύνδρομο Kwashiorkor : Υποσιτισμός, ανεπάρκεια πρωτεϊνών (παιδιά που δεν βυζαίνουν).
Διαταραχές του κλάσματος της λευκωματίνης (στην ηλεκτροφόρηση των πρωτεϊνών του ορού) που αναγράφονται σαν δυσλευκωματιναιμία, παραλευκωματιναιμία, αλλολευκωματιναιμία, οφείλονται σε κληρονομικές διαταραχές που αφορούν την δομή του μορίου της λευκωματίνης ή την πλήρη έλλειψή του.
ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΤΗΣ ΛΕΥΚΩΜΑΤΙΝΗΣ
Η λευκωματίνη περιέχεται σε εμπορικά σκευάσματα υγράς μορφής (20%) σε φιαλίδια και χρησιμοποιείται για την θεραπεία διαφόρων νοσημάτων (βλέπε παρακάτω) σε ενδοφλέβια χορήγηση.
Ενδείξεις χορήγησης ενδοφλέβιας λευκωματίνης (θεραπεία αποκατάστασης κυρίως) αποτελεί :
Έχει ήδη σημειωθεί ότι η λευκωματίνη διατηρεί την καλλοειωσμωτική πίεση του πλάσματος.
Η συμπλήρωση επίμονης λευκωματίνης (όταν αυτή λείπει) αποκαθιστά τον ενδαγγειακό όγκο, διατηρεί την καρδιακή παροχή και την κολλοειωσμωτική πίεση.
Αντενδείξεις χορήγησης σκευάσματος ανθρωπείου λευκωματίνης
(Human Albumin – 50ml – 10mL Bayer)
(Human Albumin 20% 50ml – 100mL Behring)
Προσοχή : Η κολλοειδωσμωτική πίεση του σκευάσματος ανθρώπινης λευκωματίνης (20%) είναι περίπου τετραπλάσια από αυτή του πλάσματος του αίματος.
Έτσι όταν χορηγείται συμπυκνωμένη λευκωματίνη, πρέπει να εξασφαλίζεται επαρκής ενυδάτωση του αρρώστου.
Παρακολούθηση κατά την διάρκεια χορήγησης για υπερφόρτωση της κυκλοφορίας και υπερενυδάτωση.
Σε περιπτώσεις όπου ο χορηγούμενος όγκος λευκωματίνης 20% υπερβάνει τα 200mL χορηγούνται επιπρόσθεταια κατάλληλα διαλύματα ηλεκτρολυτών.
ΑΝΕΠΙΘΗΜΗΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΧΟΡΗΓΗΣΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΛΕΥΚΩΜΑΤΙΝΗΣ (HumanAlbumin)
Σπάνιες – Ήπιας μορφής αντίδρασεις όπως έξαψη, κνίδωση, πυρετός, ναυτία. Σπάνια καταπληξία.
Η χορήγηση και καθορισμός της απαιτούμενης δόσης εξαρτώνται από την αιμοδυναμική κατάσταση του αρρώστου και όχι από τα επίπεδα της λευκωματίνης στο πλάσμα.
Μπορεί να χορηγηθεί απευθείας ενδοφλέβια ή μετά από αραίωση σε ισότονο διάλυμα γλυκόζης 5% ή NacL 0,9%.
ΔΕΝ ΑΡΑΙΩΝΕΤΑΙ ΜΕ ΕΝΕΣΙΜΟ ΥΔΩΡ, ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΑΙΜΟΛΥΣΗΣ |
Για τις περιπτώσεις εκτεταμένης υποκατάστασης ή επί αναιμίας (αιματοκρίτης < 30%) ακολουθούνται οι εξής οδηγίες :
- Αν εμφανιστούν αλλεργικές αντιδράσεις διακόπτεται άμεσα η έγχυση.
- Αν συνεχιστούν και μετά την διακοπή φαρμάκου χορηγείται κατάλληλη θεραπεία (αντιϊσταμινικά φάρμακα – κορτιζόνη κ.α.).
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗΝ ΛΕΥΚΩΜΑΤΙΝΗ
Ref. : - Μαθήματα Παν/κης Φυσιολογίας Τόμος Α΄ Βλασόπουλος Κώστας
- Βικιπαίδεια
- Doctor4all.gr