Πέμπτη
25 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4966RSS FEED
Συμμετοχή των Ελλήνων της Κύπρου στον Μακεδονικό Αγώνα
Γράφει ο
Νίκος Ιωάννου

Μνήμη Ανδρέα Κύρρη: Αγωνιστή της Ανθρώπινης Αξιοπρέπειας και της Εθνικής Αποκατάστασης

Οι αρχές του 20ου αιώνα φαίνονται να είναι πολύ κοντά. Πολλοί από εμάς έχουμε βιώματα και ζήσαμε από κοντά ανθρώπους εκείνης της περιόδου. Ταυτόχρονα, μοιάζει νάναι μία πολύ μακρινή εποχή.

Δεν είχε ακόμα συμπληρωθεί ένας αιώνας Νέου Ελληνικού Κράτους μετά από τέσσερις αιώνες σκληρής σκλαβιάς και καταχνιάς, όταν, απ’ αυτή την Πόλη σύμβολο, της οποίας γιορτάζουμε την Απελευθέρωση, ο φλογερός ιεράρχης Γερμανός Καραβαγγέλης πρωτοστάτησε στον Αγώνα για διαφύλαξη της Ορθοδοξίας και της Ελληνικότητας.

Η τραγική περιπέτεια-ήττα του 1897 σημάδεψε ανεξίτηλα το Εθνικό Φιλότιμο αλλά το Αθάνατο Κρασί του ’21 ξανάρχισε να ρέει. Μ’ αυτού, το υπέροχο μεθύσι οι όπου γης Έλληνες, άκουσαν το κάλεσμα της Πατρίδας κι έσπευσαν ν’ ανακόψουν τους βόρειους γείτονες στην προσπάθειά τους να προσεταιρισθούν τον Χριστιανικό πληθυσμό της Μακεδονίας και να διαδεχθούν τους Τούρκους στην Κατοχή. Η ενσυνείδητη θυσία του Παύλου Μελά συγκίνησε όπως τόσους άλλους και τους Ελληνόφρονες Κυπρίους.

«Πρέπει πλέον να είναι δόγμα του Έθνους, ότι Ελλάς μέχρις Ολύμπου, Πατρίς χωρίς Μακεδονίαν, δεν είναι Πατρίς ζωής αξία και τιμής. Ελλάς χωρίς Μακεδονίαν μέλλει να καταστεί έρημον Νεκροταφείον». Αυτά έγραψε τον Δεκέμβριο του 1904 η καταγόμενη από την Κρήτη Μαρία Παπαδογιαννάκη.

Από κοντά ο Γυμνασιάρχης του Παγκύπριου Γυμνασίου Λευκωσίας Μιχαήλ Βολονάκης στον χαιρετισμό του κατά τη λήξη του σχολικού έτους 1904 ζητούσε «Σήμερον, ότε τα νέφη απειλητικά σωρεύονται εκ Βορρά πολλοί της Κύπρου νέοι να ζωσθώσι της Πατρίδος το ξίφος, να ανδρωθώσιν εν επιγνώσει της αυτών αποστολής εις βαθμοφόρους του Ελληνικού στρατού, εις δαφνοστεφείς προμάχους της Εθνικής αποκαταστάσεως, εις πρωταθλητάς ανά τας πεδιάδας ή τας κοιλάδας, ανά τας φάραγγας ή τα όρη της χειμαζομένης πατρίδος του Μεγάλου Αλεξάνδρου».

Ατυχώς, εκείνη την περίοδο στην Κύπρο ευρίσκετο σε έξαρση και διήρκεσε επί χρόνια διαμάχη για την ανάδειξη Αρχιεπισκόπου. Αποτέλεσμα αυτής της διαμάχης ήταν να διχαστεί ο Λαός και αυτή καθ’ εαυτή η Εκκλησία, που εξ ορισμού είναι Εθναρχεύουσα, απεδείχθη πολύ κατώτερη των προσδοκιών για επιτέλεση του Εθνικού της έργου. Έτσι, σύμφωνα τουλάχιστον με τις πληροφορίες που κατόρθωσε με πολλή και υπεύθυνη έρευνα να τεκμηριώσει ο καθηγητής Πέτρος Παπαπολυβίου, έχουμε στη διάθεσή μας εννέα ονόματα εθελοντών. Σχεδόν όλοι συνέχισαν την εθελοντική τους προσφορά και στους Βαλκανικούς πολέμους.

Νιώθω την ανάγκη και υποχρέωση δίκην μνημοσύνου, ν’ αναφέρω τα ονόματά τους.

ü Γεώργιος Αργυρίου ή Κυπραίος, ο οποίος εγγενήθη το 1889στο χωρίο Πέγεια της Πάφου και το 1906, σε ηλικία 17 ετών, έφτασε στην Αθήνα για να καταταγεί εθελοντής στα αντάρτικα σώματα. Πληγώθηκε κατ’ επανάληψιν αλλά δεν εγκατέλειψε τον Αγώνα. Εσυνέχισε την προσφορά του και στους Βαλκανικούς πολέμους και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του στο Κιλκίς για να είναι κοντά στα σύνορα μήπως τον χρειαστεί ξανά η Πατρίδα...

ü  Κώστας Λοϊζου Βραχίμης ή Λοϊζίδης. Εγεννήθη στο 1881 στην Αμμόχωστο και στα τέλη Ιανουαρίου του 1905 αναφέρεται στον κυπριακό Τύπο το όνομά του ως του πρώτου Κύπριου Μακεδονομάχου. Αγωνίστηκε δίπλα στον Παύλο Μελά και όταν επέστρεψε στην Κύπρο συνέχισε το επάγγελμα του ξυλουργού.

ü  Απόστολος Δημητρίου. Γεννήθηκε το 1880, ήταν εργάτης και σε ηλικία μόλις 26 ετών μπαίνει στον κατάλογο του αντάρτικου σώματος. Η τύχη του αγνοείται μετά από μία φονική ενέδρα του τουρκικού στρατού που έπεσε η ομάδα του.

ü  Μιλτιάδης Φίδης Κόκαρης. Σκοτώθηκε σε μάχη στο Μορίχοβ, και ήταν δίοπος του Ελληνικού Ναυτικού.

ü  Αντώνης Κωνσταντινίδης από την Ασγάτα Λεμεσού, που ήταν εγκατεστημένος στην Αίγυπτο.

ü  Βασίλης Κωνσταντινίδης, επίσης από την Ασγάτα Λεμεσού. Θείος του Αντώνη, επίσης εγκατεστημένος στην Αίγυπτο. Ήταν γνωστός σαν Βασιλαράς, μεγάλο παλληκάρι και τρομερός πολέμαρχος. Παρέμεινε μετά τις πολεμικές περιπέτειες στην Παλαιοχώρα Ημαθίας.

ü  Ιωάννης Λουκάς. Στρατολογήθηκε από τον οπλαρχηγό Ιωάννη Καραβίτη σε ηλικία 20 ή 22 ετών.

ü  Ευάγγελος Περιστιάνης. Γεννήθηκε στη Λευκωσία το1872. Ήταν γόνος εύπορης οικογένειας εμπόρων. Επολέμησε και ετραυματίσθη κατ’ επανάληψιν.

ü  Αριστείδης Πέτρου Τζιάμαλης ή Τσάμαλης που γεννήθηκε το 1890 στο χωριό Μάσαρι της περιοχής Μόρφου και ήταν μαρμαράς. Επολεμούσε συνεχώς από το 1906 μέχρι το 1916-18 οπότε ετραυματίσθη στην Τζουμπαγιά έχοντας προαχθεί σε λοχία. Το 1931 επιλέχθηκε κι ετιμήθη από τον Παγκύπριο Σύνδεσμο Εθελοντών για την διάρκεια και το μέγεθος της προσφοράς του.

Κατά πάσαν πιθανότητα υπήρξαν και άλλοι που δεν κατέστη δυνατόν να καταγραφούν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Ηλία Κύρρη από την Λάπηθο που με μεσολάβηση του εξελιχθέντα αργότερα στον ένδοξο στρατηγό Ιωάννη Τσαγγαρίδη (συγχωριανός του) ήλθε σε επαφή με το Μακεδονικό Κομιτάτο αλλά η εξέλιξη του εγχειρήματος είναι άγνωστη.

Για να γίνει αντιληπτό πόσο καθοριστικός ήταν στην Κύπρο ο ρόλος της Εκκλησίας στην Επαναστατική-Απελευθερωτική δραστηριότητα στον αγώνα της ΕΟΚΑ κατά των Άγγλων το 1955-59 σχεδόν όλοι οι αγωνιστές εστρατολογήθησαν από τις Χριστιανικές ομάδες και τα αθλητικά σωματεία.

Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού αγώνα η Εκκλησία, με τους περιορισμούς που ανέφερα νωρίτερα, διοργάνωνε εράνους οι οποίοι απέδωσαν σημαντικά ποσά. Πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισε τότε ο φλογερός ρήτορας και θεολόγος Σπύρος Ματσούκας από την Υπάτη της Φωκίδας, ο οποίος αλώνισε κυριολεκτικά την Κύπρο επί δύο χρόνια. Μιλούσε, ενημέρωνε και ενέπνεε τους απλούς αγρότες και χωρικούς οι οποίοι δεν είχαν καμία άλλη πηγή ενημέρωσης με αποτέλεσμα να συλλέξει 4.000 λίρες, ποσό ουχί ευκαταφρόνητο για την εποχή και την δεινή οικονομική κατάσταση του κόσμου.

Επανέρχομαι στην αρχική μου προσέγγιση, ότι, από άλλη άποψη οι αρχές του 20ου αιώνα είναι πολύ μακριά από το σήμερα. Η επισήμανση αυτή αναφέρεται στη δυνατότητα επικοινωνίας και τον χρόνο που απαιτείτο για την μετάδοση των ειδήσεων. Ζούμε στην εποχή της πληροφορικής, του κινητού, του διαδικτύου που ο καθένας σε όλα τα πλάτη και μήκη του πλανήτη πληροφορείται ή και μεταδίδει ανά πάσα στιγμή τα πάντα. Τότε μπορεί να μεσολαβούσαν εβδομάδες ή μήνες, οι μετακινήσεις γινόντουσαν με τα πόδια, τα ζώα, τα λιγοστά βραδυκίνητα οχήματα και τα πλοία. Τα γρήγορα αυτοκίνητα, οι άνετοι αυτοκινητόδρομοι και τα αεροπλάνα ευρίσκοντο στην περιοχή της επιστημονικής φαντασίας. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν και αυτές τις παραμέτρους δεν θα αναφερθώ στη συμμετοχή των Κυπρίων στον Μακεδονικό Αγώνα σαν κάτι που επηρέασε καθοριστικά τις εξελίξεις στο πεδίο της μάχης. Η συμβολική και ηθική διάσταση όμως ήταν και παραμένει τεράστια και ανεκτίμητη, δεδομένων δε των συνεχών απειλών που διατυπώνονται και τώρα κατά της Ελλάδος επίκαιρη και καθοδηγητική.

Θα ήταν ολέθριο λάθος να εμφανιστεί οιοσδήποτε και να διεκδικήσει αναγνώριση ή ανταμοιβή για υπηρεσίες που προσέφεραν οι πρόγονοί του. Συμμετέχοντας σ’ αυτή την εκδήλωση εκφράζω τις ειλικρινείς ευχαριστίες μου στον φίλο και συνάδελφο Βασίλη Τσεμάνη, άξιο συνεχιστή της υπερήφανης παράδοσης της Καστοριάς καθώς και τους φιλόξενους οικοδεσπότες μας εδώ, τον Πρόεδρο κ. Χρυσόστομο Παπασταύρου και τη Διευθύντρια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καστοριάς κ. Ανδρομάχη Σκρέτα που επρόβαλε την εκδήλωσή μας στο καλαίσθητο τρίπτυχο του προγράμματος Ημερίδας του Βυζαντινού Μουσείου Καστοριάς. Κυρίως όμως θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στους εμπνευστές και πρωτεργάτες του Μακεδονικού Αγώνα, που έδωσαν τη δυνατότητα να ορθώσουν το ανάστημά τους οι κατακερματισμένες, καταπιεσμένες και δοκιμαζόμενες δυνάμεις του Ελληνισμού, να ανασυγκροτηθούν, να παραμερίσουν δικές τους εκκρεμείς αξιώσεις και να συντρέξουν στην εκστρατεία διασώσεως της Μακεδονίας.

«Οι εν ασφαλεία διάγοντες οφείλομεν να σπεύδωμεν επίκουροι και αρωγοί προς τους κινδυνεύοντες αδελφούς ημών, ίνα και ημείς ποτέ εις κίνδυνον παριστάντες, αξιώμεν και τυγχάνωμεν της επικουρίας και αρωγής των άλλων Ελλήνων».

Αυτά έλεγε τον Αύγουστο του 1906 ο Μανιάτης καθηγητής του Παγκυπρίου Γυμνασίου Νικόλαος Καταλάνος, ο οποίος απελάθη το 1921 από τους Άγγλους.

Αξίζει τον κόπο να σας δώσω μία εικόνα της επικρατούσας τότε κατάστασης.

Η Κύπρος παρέμεινε υπό Τουρκικόν ζυγόν από το 1570 μέχρι το 1878 οπότε εκχωρήθηκε στην τότε Μεγάλη Βρετανία στο πλαίσιο μυστικής συμφωνίας αλληλοϋποστηρίξεως κατά της Ρωσίας και στην ουσία ενάντια στα συμφέροντα της Ελλάδος και των αισθημάτων του Κυπριακού Λαού. Το 1914 η Κύπρος εκηρύχθη κτήση της Αγγλίας και από το 1922, αποικία του στέμματος μέχρι το 1960.

Υποδεχόμενος τον πρώτο Άγγλο Κυβερνήτη εκ μέρους του Κυπριακού Λαού, ο Αρχιεπίσκοπος Σωφρόνιος, έθεσε από την πρώτη ημέρα το αίτημα της Ένωσης της Κύπρου με την Μητέρα Ελλάδα. Να μην ξεχνούμε ότι, παρά την τεράστια αριθμητική υπεροχή του Ελληνοχριστιανικού στοιχείου που αντιπροσώπευε το 80% του πληθυσμού έναντι του 18% των Τούρκων, οι παμπόνηροι και δόλιοι Άγγλοι είχαν σαν σύστημα αναφοράς αυτούς, Moslems (Μουσουλμάνοι και οι «άλλοι» ονομάζοντο Non Moslems (μη μουσουλμάνοι).

Σε τέτοιο κλίμα λοιπόν, υπό καθεστώς τυραννίας και καταπιέσεως με ανοιχτό το μέτωπο των Εθνικών διεκδικήσεων της Κύπρου, ευρέθησαν νέοι, που μετά από κακουχίες και δοκιμασίες, κατόρθωσαν να βρεθούν στην πρώτη γραμμή και να πολεμούν για την Μακεδονία μας.

Είναι γνωστό ότι πολύ σημαντικό ρόλο, καθοριστικό για την επιτυχή έκβαση της προσπάθειας διαδραμάτισαν τα εθελοντικά αντάρτικα σώματα από την Πελοπόννησο και την Κρήτη. Σημειωτέον ότι και οι Κρήτες ευρίσκοντο ακόμη υπό Τουρκικό ζυγό, επέτυχαν δε την πολυπόθητη Ένωση με την Μητέρα Ελλάδα το 1913. Μακρινός λοιπόν και ταυτόχρονα πολύ κοντινός ο Μακεδονικός Αγώνας. Επίκαιρος και διδακτικός. Σ’ αυτή την ευλογημένη γωνιά του Πλανήτη σ’ αυτή τη Χώρα που ευνοήθηκε από όμορφα βουνά, εύφορες πεδιάδες, ατελείωτες αμμουδιές, καταγάλανα νερά και νησιά που το καθένα έχει ξεχωριστή γοητεία, υπάρχουν δύο προβλήματα που έρχονται και ξανάρχονται δια μέσου των αιώνων. Οι εξωτερικές επιβουλές και απειλές, αλλά κυρίως ο διχασμός.

Ευτυχώς σε κρίσιμες καταστάσεις τα εσωτερικά πάθη μπαίνουν στην άκρη και πρυτανεύει η αγάπη της Πατρίδος. Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτές τις διεργασίες παίζει ο Ελληνισμός της Διασποράς.

Όσοι έζησαν σε άλλες χώρες και είδαν τη λαχτάρα των ξενιτεμένων για την Πατρίδα καθώς και την εντυπωσιακή σμίκρυνση των διαφορών που έχουν σχέση με κόμματα, ιδεολογίες ή μικρότητες που παίρνουν τεράστιες διαστάσεις στην καθημερινότητά μας, συνειδητοποιούν πολύ καλύτερα την ευλογία και δυναμική που κρύβεται σ’ αυτό το κομμάτι του Ελληνισμού.

Κανονικά οι Ελλαδικές Κυβερνήσεις έπρεπε να έχουν πολύ ψηλά στην κλίμακα των προτεραιοτήτων τους τη διασύνδεση με τους Ομογενείς την οργάνωση και αξιοποίησή τους για την προκοπή όλων.

Ατυχώς, οι επιτυχείς παρεμβάσεις του Κέντρου είναι σποραδικές, σε αντίθεση με τις πολλές και επαναλαμβανόμενες, υποδειγματικές δράσεις μεμονωμένων νοσταλγών της Πατρίδος από κάθε γωνιά της Γης.

Αγαπητοί μου συμπατριώτες,

απευθύνομαι σ’ εσάς σαν ταπεινός ουραγός της μεγαλοσύνης εκείνων που εθυσίασαν τα πάντα αυτοβούλως και αυτοπροαιρέτως. Στοιχίζομαι μαζί σας στην οφειλόμενη στάση προσοχής μπροστά στη θυσία τους και αναλογίζομαι κυρίως αυτούς που είναι άγνωστοι, ανώνυμοι για την Μνήμη μας και τα οστά τους είναι κατεσπαρμένα στους χώρους που καθαγιάστηκαν και απελευθερώθηκαν χάρη σ’ αυτούς.

Το χρέος και η Αγάπη της Πατρίδος ας γίνουν σταθεροί και μόνιμοι σηματωροί και οδηγοί μας.

Ειλικρινά σας μακαρίζω που έχετε την ευτυχία να μετράτε και να γιορτάζετε 106 χρόνια Ελεύθερης Ελληνικής Ζωής. Αυτή η αίσθηση είναι ανεκτίμητη.

Σας το λέω μετά λόγου γνώσεως γιατί, παρά τις θυσίες και τους αγώνες, στην Κύπρο, δυστυχώς μετράμε 44 χρόνια Κατοχής από την εισβολή.

Συμβολικά θα ήθελα να χαρίσω στο Μουσείο μία μεγέθυνση του εξωφύλλου του περιοδικού «Νέα Εστία» που εξεδόθη τα Χριστούγεννα του 1954 και παριστά έναν Κύπριο βρακοφόρο που κρατά την επιγραφή «ΚΥΠΡΟΣ-ΕΝΩΣΙΣ». Έχει ιδιαίτερη ιστορική αξία διότι αυτό το τεύχος εκυκλοφόρησε τέσσερις μήνες πριν από την έναρξη του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα της ΕΟΚΑ.

Μέσα σ’ αυτό το τεύχος γράφουν για την Κύπρο οι κορυφαίοι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής και αποτελεί αδιάσειστο στοιχείο της καθολικής επιθυμίας του Ελληνικού Λαού, ανεξαρτήτως φρονημάτων, να ενωθεί η Κύπρος με την Ελλάδα.

 

Σας ευχαριστώ κι εύχομαι Χρόνια Πολλά, Ελεύθερα, Ελληνικά και Δημιουργικά.

 

(Ομιλία στο Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα Καστοριάς, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για την συμπλήρωση 106 χρόνων από την απελευθέρωσή της)