Παρασκευή
19 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4961RSS FEED
Ο Όμηρος ως παιδαγωγός
Γράφει ο
Αντώνης Τσίχλης

            Ο Όμηρος, ο ποιητής που έψαλε τον Τρωικό πόλεμο, έζησε στον Η΄ π. Χ. αιώνα  (800-700 π.Χ.). Η επίδραση του έργου του στην πολιτιστική εξέλιξη όλης της ανθρωπότητος υπήρξεν κολοσσιαία. Στα ομηρικά έπη εβασίζετο η αγωγή των αρχαίων Ελλήνων και από αυτά τα ίδια επηρεάσθησαν βαθύτατα η ευρωπαϊκή τέχνη και το πνεύμα.

          Ειδικώτερον κατά τον 7ο π.Χ.  αιώνα (700-600 π.Χ.) αρκετοί ποιητές (εκπρόσωποι της Λυρικής ποιήσεως) μελοποιούν στίχους του Ομήρου και τον μιμούνται ακόμη και στη γλώσσα . Από τον ίδιο αιώνα και οι εικαστικές τέχνες, κυρίως η αγγειογραφία, προβάλλουν ομηρικά θέματα, ενώ ήδη από τον 6ο π.Χ. αιώνα  (600-500 π.Χ.) η Ιλιάς και και η Οδύσσεια χρησιμοποιούνται ως σχολικό βιβλίο και από τα κείμενα αυτά μαθαίνουν τα Ελληνόπουλα να διαβάζουν. Δεν αποτελεί λοιπόν υπερβολή να ισχυρισθούμε ότι όχι μόνον το κάθε είδος ποιήσεως μετά τον Όμηρο (επική, λυρική, τραγική κ.λ.π.) αλλά και ολόκληρος ο ελληνικός πνευματικός κόσμος διαπλάθεται κάτω από την επίδραση του Ομήρου. Ο Πλάτων ("Πολιτεία",606 ε) αναφέρει ότι στην εποχή του (5ος π.Χ. αιών ) ήταν διάχυτη η άποψη ότι "ο Όμηρος έχει εκπαιδεύσει όλη την Ελλάδα, και ότι αξίζει να τον σπουδάσει κάποιος καλά και να μάθει όσα χρειάζεται και για τη διοίκηση των πόλεων και για την τακτοποίηση των ανθρωπίνων πραγμάτων, και ότι πρέπει να ζει κάποιος ρυθμίζοντας όλη του τη ζωή σύμφωνα με τα υποδείγματα αυτού του ποιητή". Ο τραγικός ποιητής Αισχύλος ομολογεί ότι οι τραγωδίες του αποτελούν "τεμάχη των μεγάλων δείπνων του Ομήρου". Αλλά και ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ο Όμηρος είναι  "ο ποιητής" κατ΄εξοχήν και δια τούτο, όταν εκλήθη υπό του βασιλέως της Μακεδονίας Φιλίππου Β΄ να διαπαιδαγωγήσει τον υιό του Αλέξανδρο στην κωμόπολη Μίεζα της Μακεδονίας, αυτός, ο Αριστοτέλης, επεμελήθη μίας νέας εκδόσεως των ομηρικών επών και εχρησιμοποίησεν αυτά ως το κατ΄εξοχήν εκπαιδευτικό/διαπαιδαγωγικό μέσον στην αγωγή του Αλεξάνδρου.

          Εξ  άλλου και στη Ρώμη το πρώτο λογοτεχνικό έργο που κυκλοφορεί είναι η μετάφραση της Οδυσσείας από τον Λίβιο Ανδρόνικο (3ος π.Χ. αιών) και λίγο αργότερον μεταφράζεται και η Ιλιάς. Πολλοί ρωμαίοι ποιητές μιμούνται τον Όμηρο ως προς το μέτρο (δακτυλικός εξάμετρος) και σε πλήθος άλλων υφολογικών στοιχείων, ενώ στα χρόνια του Αυγούστου (1ος π.Χ. αιών) ο Όμηρος διδάσκεται από το πρωτότυπο στα σχολεία της Ρώμης. Κατά την Αναγέννηση ο Όμηρος διδάσκεται στη Δύση από λατινικές μεταφράσεις (14ος μ.Χ. αιών) και το 1488 μ.Χ. γίνεται στη Φλωρεντία η πρώτη έκδοση του Ομήρου από το Δημήτριο Χαλκοκονδύλη. Ακολούθως η Αγγλία, η Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες εκτιμούν την αξία του Ομήρου και έτσι η Ιλιάς και η Οδύσσεια γίνονται από τις μεγαλύτερες δυνάμεις που γονιμοποιούν την ευρωπαϊκή σκέψη και τέχνη. Ως απόρροια αυτού του γεγονότος τα Μουσεία είναι γεμάτα από νεώτερα γλυπτά και πίνακες με θέματα αντλημένα από τον Όμηρο. Κάθε νεώτερη γενεά πλέον στην Ευρώπη εκδίδει, μεταφράζει και σχολιάζει τον Όμηρο, τα έπη του οποίου έχουν μεταφρασθεί σε αρκετές γλώσσες (ακόμη και στα Ιαπωνικά), ενώ γράφονται εκατοντάδες ομηρικές μελέτες. Εξ όλων αυτών συνάγεται το συμπέρασμα ότι η επίδραση του Ομήρου επεξετάθη πέραν των ορίων της Ελλάδος σε όλον τον κόσμο.         

          Οι Έλληνες πάντοτε θεωρούσαν ότι ο ποιητής γενικώς είναι παιδαγωγός του λαού του. Ειδικώς ο Όμηρος είναι ο πρώτος και μέγιστος δημιουργός και διαμορφωτής της ελληνικής ζωής και του ελληνικού χαρακτήρος. Εν προκειμένω πρέπει να τονισθεί ότι η ποίηση γενικώς είναι δυνατόν να "παιδεύσει", να διαδραματίσει δηλαδή διαπαιδαγωγικό ρόλο, μόνον όταν εκφράζει όλες τις αισθητικές και ηθικές δυνατότητες της ανθρωπότητος, μόνον όταν το αισθητικόν αποτέλεσμα του ύφους, της δομής και της μορφής καθορίζεται και διαπεράται από το ιδεολογικό και και πνευματικό περιεχόμενον. Με άλλα λόγια η ποίηση είναι τω όντι παιδαγωγική, μόνον αν ριζώνει στα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς/ψυχής, αν ενσαρκώνει ωρισμένην ηθικήν πίστιν, έναν υψηλό ζήλο του ανθρωπίνου πνεύματος, ένα ευρύ και ρωμαλέο ανθρωπιστικό ιδεώδες. Αυτό ακριβώς ισχύει για την μεγάλη ελληνική ποίηση, διότι αυτή δεν μας αναπαριστά απλώς ένα τυχαίο επί μέρους τμήμα της πραγματικότητος, αλλά διότι παρουσιάζει ένα υπαρξιακό τμήμα το οποίον επελέγη και εξετάζεται υπό το πρίσμα ενός ωρισμένου ιδεώδους.   

          Εξ άλλου μέσω της καλλιτεχνικής εκφράσεως αποκτούν συνήθως οι ύψιστες αξίες την διαρκή σημασία και δύναμή των, καθώς η τέχνη έχει απεριόριστη δύναμη να προσελκύει την ανθρώπινη ψυχή, μίαν δύναμη την οποίαν οι Έλληνες εκαλούσαν "ψυχαγωγίαν". Αποτελεί "αγωγήν της ψυχής" η τέχνη, διότι μόνον αυτή διαθέτει τα δύο κύρια συστατικά της παιδαγωγικής επιδράσεως: αυτό το οποίον γενικώς ισχύει (το γενικόν) και την βιωματικήν αμεσότητα. Μέσω της συνενώσεως αυτών των συστατικών και της επιδράσεώς των στο πνεύμα υπερτερεί η ποίηση και έναντι της φιλοσοφικής σκέψεως (των γενικών διδαγμάτων της αφηρημένης λογικής) και έναντι της καθημερινής ζωής (των τυχαίων περιστατικών της ατομικής πείρας ενός εκάστου). Έτσι κατά τον Αριστοτέλη η ποίηση ως τέχνη είναι περισσότερον φιλοσοφική από την ζωή και περισσότερον ζωντανή από την φιλοσοφία. Αυτές οι απόψεις περί τέχνης ανεπτύχθησαν ήδη από τον αιώνα του Πλάτωνος (5ος π.Χ. αιών) και Αριστοτέλους (4ος π. Χ. αιών), όταν η ελληνική αισθητική αντίληψη (αντιληφθείσα επί τέλους την δύναμη και την σφαίρα επιρροής της) οδηγήθηκε στη σπουδή/μελέτη των μεγάλων επιτευγμάτων των ελλήνων ποιητών και δη του Ομήρου. Μέσω της ποιητικής του τέχνης ο Όμηρος προσέδωσε στις ιδέες της ομηρικής εποχής (1100-750 π.Χ.) αφ' ενός μεγαλύτερη διάρκεια ζωής και γενικότητα, αφ' ετέρου ευρύτερη και περισσότερο διαρκή παιδευτική επίδραση από ό,τι οι ιδέες κάθε άλλης εποχής. Η Ιλιάς και η Οδύσσεια αποδεικνύουν καθαρώτερον από οποιοδήποτε άλλο είδος ποιήσεως την απόλυτη μοναδικότητα των ελληνικών παιδευτικών ιδανικών.

          Βεβαίως και σε άλλους λαούς, οι οποίοι ανέπτυξαν πολιτισμό, παρουσιάζεται αυτόχθων ηρωική ποίηση αντίστοιχη της ελληνικής ηρωικής ποιήσεως. Η ουσιώδης όμως διαφορά ανάμεσα στην ηρωική ποίηση των άλλων λαών και σε αυτήν των Ελλήνων έγκειται στο γεγονός ότι, παρ' όλο το ανθρώπινο στοιχείο το οποίον εμπεριέχουν, δεν μπορούν να συγκριθούν ως προς το βάθος και τη διάρκεια της επιδράσεώς των με την ποίηση του Ομήρου. Μόνον στην επική ποίηση των Ελλήνων οι διαρκούς αξίας αλήθειες περί της ανθρωπίνης ζωής διεμορφώθησαν και εξεφράσθησαν κατά τρόπον μοναδικό και ανεπανάληπτο. Έτσι οι ιδέες του Ομήρου άσκησαν επίδραση στη ζωή του ελληνισμού πάνω από χίλια συνεχή έτη, ενώ το μεσαιωνικό γερμανικό έπος και το παλαιό γαλλιικό έπος λησμονήθηκαν λίγο μετά την παρακμή και την πτώση του ιπποτικού κόσμου, διότι απλούστατα δεν μπόρεσαν να ενσαρκώσουν έναν ευρύτατο ανθρωπισμό. Το μόνον μεσαιωνικόν έπος το οποίον εισήλθε στη ζωή όχι μόνον του έθνους του αλλά και όλης της ανθρωπότητος είναι η "Θεία κωμωδία" του Δάντη, διότι ακριβώς ο βαθύς ανθρωπισμός και η ευρεία γνώση της ζωής που αποπνέει το ανύψωσαν σε υψηλό επίπεδο άγνωστο στην Αγγλία μέχρι τον Σαίξπηρ και στη Γερμανία μέχρι τον Γκαίτε. Έτσι ο Όμηρος, τον οποίον υπερβολικώς εθαύμαζε ο Ντάντε (Δάντης) Αλιγκέρη, έγινε ο διδάσκαλος ολοκλήρου της ανθρωπότητος.

          Ο Όμηρος είναι ο εκπρόσωπος του αρχαϊκού ελληνικού πολιτισμού και τα έπη του έχουν μεγάλην αξίαν ως ιστορικής πηγής για την αρχαιότατη κοινωνία της Ελλάδος. Η αριστοκρατία της αρχαϊκής ελληνικής κοινωνίας με τις ευγενικές παραδόσεις της και τα πρότυπά της είναι η υψηλή σφαίρα από την οποίαν αντλούν το υλικό τους (τις ιδέες/αξίες) τα ομηρικά έπη. Το πνευματικό ιδεώδες της Ιλιάδος είναι το πάθος και το ηρωικό τέλος του ανθρωπίνου αγώνος, ενώ στην Οδύσσεια κυριαρχεί ο ανθρώπινος χαρακτήρας, όπως αυτός παρουσιάζεται στην αριστοκρατική παιδεία και ηθική. Και, ενώ η κοινωνία (άνθρωποι) η οποία παρήγαγε την ζωή αυτή (την αριστοκρατική) επέπρωτο να αποθάνει, η προσωπογραφία της όμως, όπως την απετύπωσε η τέχνη του Ομήρου, απετέλεσε την βάση όλης της ελληνικής παιδείας/αγωγής. Η δομή της ελληνικής παιδείας/αγωγής εδημιουργήθη υπό των ποιητών. Σιγά σιγά, βαθμιαία και με αυξανόμενη βεβαιότητα η ελληνική ποίηση (με τον Όμηρο πρωτίστως) αντιλαμβάνεται και πραγματοποιεί τον παιδευτικό της στόχο. Αυτήν την παραδοχή, δηλαδή ότι ο ποιητής της Ιλιάδος και της Οδυσσείας είχε βαθιά μέσα του ριζωμένη τη συναίσθηση της επιτελέσεως ενός παιδαγωγικού σκοπού, αποδεικνύουν/βεβαιώνουν τα ποικίλα ιδανικά και οι αξίες που προβάλλονται ποικιλοτρόπως και στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια ως καθοριστικά κίνητρα της ζωής και της δράσεως των ηρώων/προσώπων.

          Εν συνεχεία αναφέρονται ωρισμένα από αυτά τα στοιχεία, τα οποία αιτιολογούν τον ως άνω ισχυρισμό, με την επισήμανση ότι υπάρχει ένας άλλος μέγας αριθμός παρόμοιων στοιχείων, τα οποία όμως μόνον στο πλαίσο μίας πλέον εξειδικευμένης και σε βάθος αναφοράς θα διερευνηθούν.

          Κατά πρώτον θα επιχειρηθεί μία σύντομη παρουσίαση της οργανικής/ουσιώδους σχέσεως της εννοίας "Αρετή" με την "Παιδείαν". Ως Παιδείαν του ανθρώπου, ήδη από την προομηρική και ομηρική εποχή, εννοούμε τη συστηματική προσπάθεια/διαδικασία διαμορφώσεως (=μορφώσεως) ενός ιδανικού τύπου ανθρώπου με εσωτερικήν πληρότητα/αρτίωση και καθωρισμένο χαρακτήρα. Η διαμόρφωσις (=μόρφωσις) αυτή δεν είναι δυνατόν να συντελεσθεί άνευ της νοεράς εκείνης εικόνος του ιδανικού ανθρώπου, δια τον σχηματισμό της οποίας δεν λαμβάνεται υπ΄ όψιν τόσον το χρήσιμον, όσον το "καλόν", δηλαδή το "ωραίον" ως ιδανικόν, ως ιδεώδες. Και η "μόρφωσις" στον άνθρωπο εκδηλώνεται ως ολότητα τόσον στους εξωτερικούς του τρόπους και την συμπεριφορά όσον και στην εσωτερική του στάση. Και τα δύο αυτά στοιχεία είναι προϊόν ενσυνειδήτου καλλιεργείας και όχι τυχαίας συμπτώσεως. Έτσι συμφώνως προς τα ανωτέρω το περιεχόμενον της "Παιδείας" της περιόδου αυτής συμπυκνώνεται στην έννοια της "Αρετής".

          Η έννοια της Αρετής χρησιμοποιείται από τον Όμηρο, όπως και στους επομένους αιώνες, συχνά στην ευρύτερή της σημασία, ώστε να δηλώνει όχι μόνον ανθρώπινα προσόντα, αλλά και εξαίρετες ιδιότητες μη ανθρωπίνων όντων (όπως τη δύναμη των Θεών, το θάρρος και την ταχύτητα των ίππων). Εις τα ομηρικά έπη συχνάκις δεν εννοούνται δια της λέξεως "αρετή" αμιγώς ηθικές ή πνευματικές ιδιότητες, αλλά συμφώνως προς την νοοτροπία των πρωίμων αυτών ηρωικών χρόνων εννοείται η δύναμις και η ευκινησία του πολεμιστού, η ηρωική/πολεμική ανδρεία, το αίσθημα υπεροχής, για το οποίο ο ήρωας θα μπορούσε να προσφέρει ακόμη και τη ζωή του. Αυτή όμως η ηρωική ανδρεία δεν θεωρείται ως ηθική πράξη (=ανδρεία και αγών προς υπεράσπιση μίας αξίας, ενός ιδανικού) με την σημερινή σημασία αποχωριζομένη από την σωματική δύναμη. Οι Έλληνες αισθάνονταν ότι η "αρετή" ως δύναμις ευρίσκεται υπεράνω παντός άλλου αγαθού και ως "αρετή" θεωρούσαν την ικανότητα ενός ανθρώπου να πράττει κάτι. Η δύναμις και η υγεία εθεωρούντο ως αρετή του σώματος, ενώ η ευφυία και η ενόρασις ως αρετή του πνεύματος. Ο Όμηρος στα έπη του εμπλουτίζει το νοηματικόν περιεχόμενον της "αρετής" των ηρωικών χρόνων και σε αρκετά σημεία των επών προσδίδει στην "αρετή" και ηθικόν ή πνευματικόν περιεχόμενον. Επί παραδείγματι στην Ιλιάδα (ραψωδία Ο, στίχοι 641-643 και ραψ. Χ, στ. 268) η ευφυία, ως πνευματική ιδιότητα, αναφέρεται παραλλήλως προς την φυσικήν αλκήν και την πολεμικήν ανδρείαν υπό τον γενικόν όρον "παντοίη αρετή" (=παν είδος αρετής). Με αυτό το ευρύτερο νόημα θα χρησιμοποιηθεί η λέξις "αρετή" και σε ωρισμένα σημεία της Οδυσσείας, όπου κατά κόρον θα εξυμνμηθούν πνευματικής φύσεως προτερήματα, κυρίως στο πρόσωπο του κυρίου ήρωος, στον οποίον η πολεμική ανδρεία τίθεται σε κατώτερη μοίρα, ενώ προβάλλεται σε αυτόν η ευφυία, η πονηρία και άλλα ηθικής ή πνευματικής φύσεως προτερήματα. Την αρετή της παλληκαριάς ο Όμηρος την εμπλουτίζει με την ανθρωπιά. Οι περισσότεροι ομηρικοί ήρωες είναι πρότυπα ηθικής, ευγένειας και παραδειγματικές μορφές. Στην Οδύσσεια δίδεται έμφασις περισσότεερον στις ανθρώπινες ιδιότητες (πνευματικές-κοινωνικές αρετές) των ηρώων παρά στον ηρωισμό των. Ο Τηλέμαχος π. χ. συχνά αποκαλείται φρόνιμος ή ευαίσθητος. Η σύζυγος του Μενελάου παρουσιάζεται να μη στερείται πνευματικών και σωματικών χαρισμάτων. Η Ναυσικά δεν αστοχεί στην ορθή κατανόηση των πραγμάτων. Η Πηνελόπη περιγράφεται ως ευφυής και φρόνιμος. Έτσι στον Όμηρο η λέξις "αρετή", αλλά και άλλες λέξεις της αυτής ομάδος, ως "αγαθός", "άριστος" και  "εσθλός", έχει (έχουν) παραλλήλως προς την πολεμικήν σημασίαν (η οποία βεβαίως υπερτερεί) και μίαν γενικώτερη σημασίαν "ηθικήν" (=σχετικήν με το ήθος/χαρακτήρα του ήρωος). Όλες αυτές οι λέξεις δηλώνουν τον έξοχο άνδρα, ο οποίος διαθέτει τόσο στην ιδιωτική του ζωή όσο και στον πόλεμο ωρισμένους κανόνες συμπεριφοράς, οι οποίοι δεν ισχύουν για τους απλούς ανθρώπους. Συμφώνως λοιπόν προς αυτά η προσφορά του Ομήρου ως παιδαγωγού έγκειται τόσον ως προς το ότι εξίσωσε την πολεμική γενναιότητα της ηρωικής εποχής προς την αρετήν στο σύνολό της, αλλά και ως προς το ότι ο κώδικας της ηρωικής αριστοκρατίας τον οποίον προβάλλει αποτελεί την πηγή από την οποίαν πηγάζουν οι υψηλότερες προσταγές της ευγενούς συμπεριφοράς. Και ως τοιαύτα δεν εννοούνται τόσον τα αιτήματα μίας κοινής αστικής ηθικής όσον κυρίως μία διαρκώς πρόθυμη διάθεση προς κάτι το ανώτερο και η μεγαλοπρέπεια του τρόπου ζωής του ανθρώπου, όπως βεβαίως αργότερα (4ος π. Χ. αιών) ανέλυσεν και εδίδαξεν ο Αριστοτέλης.

          Ακολούθως ο Όμηρος εμφανίζει όσους διαθέτουν την αρετή να αισθάνονται υποχρεωμένοι/δεσμευμένοι να επιδιώκουν την αρετή τους και δια λόγων και δια έργων. Δηλαδή ο Όμηρος πρώτος επέβαλε/επέθεσε στους φορείς της αρετής ένα αυστηρότερο μέτρο ζωής έναντι εκείνου των απλών ανθρώπων. Με τον τρόπον αυτόν ο Όμηρος εισάγει στην ελληνιική παιδεία τους όρους "Αιδώς", "Ύβρις", "Νέμεσις", "Τίσις".

          Το υψηλότερο αγαθό για τον ομηρικό άνθρωπο είναι ο σεβασμός σε αξίες όπως η "αιδώς" και η "δίκη" (δικαιοσύνη=το κοινόν περί δικαίου αίσθημα).Η υπόληψις των ηρώων στα ομηρικά έπη εξαρτάται και από τον τρόπον με τον οποίον τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητος κρίνουν τη συμπεριφορά τους. Η λέξις "αιδώς" (προέρχεται από το ρήμα "αιδέομαι-ούμαι") σημαίνει "σεβασμός προς κάποιον ή κάτι", "εντροπή", "φόβος μήπως σχηματίσει κάποιος κακή γνώμη". Η αιδώς έχει κυρίως αποτρεπτικό και εμμέσως προτρεπτικό χαρακτήρα. Αφ' ενός αποτρέπει τον ήρωα από την διάπραξη μίας ενεργείας με την πεποίθηση ότι, αν προβεί στην επιτέλεσή της, θα προκαλέσει τον θυμό, την αποδοκιμασία των άλλων, αφ' ετέρου εμμέσως τον προτρέπει υποδεικνύοντάς του την εκτέλεση μίας εναλλακτικής πράξεως κοινωνικώς αποδεκτής. Χαρακτηριστική εν προκειμένω είναι η φράση "αιδώς, Αργείοι...", με την οποίαν ο Αγαμέμνων αρχίζει την ομιλία του στους Αχαιούς (Ιλιάς, ραψ. Θ, στ. 228-244), για να αναπτερώσει το ηθικό τους, καθώς οι Τρώες έχουν εισορμήσει απειλητικώς στο στρατόπεδο των πανικοβλημένων Αχαιών και ο Έκτωρ απειλεί να καύσει τα πλοία τους. Στη σύντομη αυτή ομολία του ο Αγαμέμνων, αφού υπενθυμίζει στους συμπολεμιστές του τους κομπασμούς και τις απειλές που διετύπωναν παλαιότερον εναντίον των αντιπάλων τους (των Τρώων), με  προσβλητικούς εις βάρος τους χαρακτηρισμούς ("κάκ΄ ελέγχεα"=ρεζίληδες, "είδος αγητοί"=ομορφονιοί, "κενεαυχέες"=καυχησιάρηδες) επιδιώκει να τους αναγκάσει, αφού αισθανθούν την "αιδώ", το συναίσθημα της εντροπής και του δημοσίου στιγματισμού, να αντιμετωπίσουν θαρραλέα και να νικήσουν τους Τρώες. Αλλά και στην Ιλιάδα πάλι (ραψ. Ζ, στ. 214-446) ο Έκτωρ στην προτροπή προς αυτόν της συζύγου του Ανδρομάχης να μην αντιμετωπίσει τους Αχαιούς και τον Αχιλλέα έξωθεν των τειχών της Τροίας αλλά μέσα στο κάστρο με τους συμπολεμιστές του απαντά: "...αλλά μάλα αινώς  |  αιδέομαι Τρώας και Τρωάδας ελκεσιπέπλους,  |  αι κε κακός ως νόσφιν αλυσκάζω πολέμοιο.  |  ουδέ με θυμός άνωγεν, επεί μάθον έμμεναι εσθλός  |  αιεί και πρώτοισι μετά Τρώεσσι μάχεσθαι,  |  αρνύμενος πατρός τε μέγα κλέος ηδ΄ εμόν αυτού" (=αλλά φοβερά ντρέπομαι τους Τρώες και τις Τρωαδίτισσες με τα συρτά φορέματα, να γυρέψω να φύγω μακριά από τον πόλεμο σαν δειλός. ούτε η ψυχή μου το λέει, γιατί έμαθα να είμαι γενναίος και να πολεμώ πάντα μέσα στους πρώτους ανάμεσα στους Τρώες, κερδίζοντας μεγάλη δόξα για τον πατέρα μου και για μένα τον ίδιο). Δηλαδή ο Έκτωρ επιλέγει να αντιμετωπίσει τους Αχαιούς έξω από τα τείχη της Τροίας και να οδηγηθεί στο ένδοξο τέλος του, όχι μόνον επειδή ντρέπεται τι θα πει γι΄ αυτόν ο λαός του, αλλά και από προσήλωση στις αξίες "αγωγής" της πόλεώς του (κράτους-έθνους του), η συναίσθηση των οποίων του προκαλεί επίσης "αιδώ". [Αυτή είναι η αγωγή την οποίαν προσέφερεν ο Όμηρος και αυτά τα πρότυπα ηγετικών μορφών προβάλλει, εν αντιθέσει προς τα σημερινά "ινδάλματα !" του "αντιρρησία συνειδήσεως" κ.ο.κ.].

          Η έλλειψις της αιδούς οδηγεί ένα πρόσωπο στην Ύβριν, δηλαδή στην αλαζονική συμπεριφορά. Αυτή, καθώς υπερβαίνει τα επιτρεπτά όρια, το "μέτρον", προσβάλλει την τιμή των άλλων. Η Ύβρις περιλαμβάνει συχνά την αδιαντροπιά και την σκληρότητα και δηλώνεται με τον όρο "αναιδείη"(=αναίδεια). Ο ξεδιάντροπος χαρακτηρίζεται "αναιδής", ενώ τέλος η Ύβρις οδηγεί σε καταστάσεις αποκρουστικές και απεχθείς, τα "αίσχεα"(=αίσχη). Στην Ιλιάδα ο Αχιλλεύς (ραψ. Α, στ. 203) και η θεά Αθηνά (ραψ. Α, στ. 214) θεωρούν ως Ύβριν την αρπαγή της Βρισηίδος από τον Αγαμέμνονα. Στην Οδύσσεια η μεταμορφωμένη θεά Αθηνά θεωρεί ότι οι μνηστήρες καταστρέφοντες την περιουσία του απόντος Οδυσσέως διαπράττουν Ύβριν (ραψ. α, στ. 227) και ότι έχουν διαμορφώσει μίαν αποκρουστικήν κατάσταση, κάτι το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει στη "Νέμεσιν"(=οργή) (ραψ. α, στ. 228-229) και εν συνεχεία στην "Τίσιν" (=τιμωρία), αφού ο Οδυσσεύς εκδικείται τους μνηστήρες λόγω της αδιάντροπης συμπεριφοράς των.

          Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της προβαλλόμενης αγωγής και παιδείας μέσα από τα ομηρικά έπη είναι αυτό της "αριστείας". Η λέξις "αριστεία" ετυμολογικώς προέρχεται από το επίθετον "άριστος". Το "άριστος" είναι υπερθετικός βαθμός του επιθέτου "αγαθός", το οποίον αρχικώς εσήμαινε "γενναίος, επιδέξιος, έξοχος" και αργότερον προσέλαβεν την σημασίαν του "ενάρετος" (επί ηθικής σημασίας). Τώρα οι λέξεις "αριστεία" και "άριστος" σχετίζονται ετυμολογικώς με την "αρετή". Επομένως, αφού έχουν μεταξύ τους ετυμολογική σχέση/συγγένεια, τότε (κατά τη διδασκαλία του Αριστοτέλους στα "Ηθικά Νικομάχεια") έχουν και σημασιολογική συγγένεια/σχέση. Η "αριστεία" δηλαδή φέρει μέσα της αναγκαστικώς το στοιχείον της "αρετής". Το όνομα "άριστοι" αναφέρεται σε περισσότερα του ενός άτομα. Αλλά μέσα στην ευρεία ομάδα των "αρίστων" (των εκλεκτών) διεξάγεται εκ νέου αγώνας για την κατάκτηση της "πρωτιάς", για το έπαθλον της αρετής. Έτσι ο αγώνας και η νίκη, κυρίως κατά τις μονομαχίες, δεν σημαίνει μόνον την φυσικήν κατανίκηση του αντιπάλου, αλλά κυρίως την καταξίωση της επιτευχθείσης "αρετής". Η ορμή προς την άμιλλαν της ανδρικής τιμής δημιουργεί και σε καιρό ειρήνης ευκαιρίες για την επιδίωξη και κατάκτηση της αρετής μέσω αγώνων, όπως συμβαίνει στους νεκρικούς αγώνες κατά τις σύντομες διακοπές του πολέμου. Αυτή η αντίληψη διεμόρφωσε το έμβλημα/πρότυπο/ιδανικό του ευγενούς ανδρός ως πολίτου ήδη από την ομηρική εποχή και το οποίον συμπυκνούται στον στίχο "αιέν αριστεύειν και υπείροχον έμμεναι άλλων" (=πάντα να αριστεύεις και να στέκεσαι πιο ψηλά από τους άλλους). Αυτόν τον στίχο τον αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα στις ραψωδίες Ζ,208 και Λ, 784. Στην πρώτη περίπτωση (Ζ, 208) ο Γλαύκος (Τρώας) αντιπαραρασσόμενος στο πεδίο της τιμής (μονομαχία) απέναντι στο Διομήδη (Αχαιό) του είπε: " αλλ΄ εμένα εκπαίδευσε ο Ιππόλοχος, από τον οποίον κατάγομαι... και όταν με έστελνε στην Τροία, μου υπενθύμιζε πολλές φορές ''πάντα να αριστεύω και να στέκομαι πιο ψηλά από τους άλλους" ''. Στη δεύτερη περίπτωση (Λ, 784) σε μία αντίστοιχη σκηνή αποχαιρετισμού κατά την αναχώρηση του Αχιλλέως ο πατέρας του Πηλεύς του δίδει την ίδια υποθήκη/συμβουλή "πάντα να αριστεύει και να ξεπερνά τους πάντες". Αυτόν τον στίχο μνημονεύουν και διδάσκουν έκτοτε (από την ομηρική εποχή) όλοι οι παιδαγωγοί και τον οποίον δυστυχώς αφ' ενός έχουν αχρηστεύσει οι ισοπεδωτικές τάσεις της νεωτέρας παιδαγωγικής ... σοφίας και αφ' ετέρου έχουν στιγματίσει ως "ρετσινιά" την προβαλλόμενη από αυτόν τον στίχο "αριστείαν" ωρισμένοι υδροκέφαλοι μαζοποιητές της σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής ζωής.

          Αλλά και με άλλους τρόπους ο Όμηρος στην Ιλιάδα αποδεικνύεται παιδαγωγός μέσω της προβολής του κοινωνικού προτύπου, δηλαδή των χαρακτηριστικών τα οποία πρέπει να διακρίνουν τον τύπο του ιδανικού πολίτου. Η έννοια της αρετής του πολίτου της πρώιμης ηρωικής εποχής περιωρίζετο στην πολεμικήν ανδρείαν. Στην Ιλιάδα ο Όμηρος παρουσιάζει μίαν νέα εικόνα του ιδανικού πολίτου. Στην παλαιότερη αριστοκρατία (αριστεία) της δράσεως (πολεμικής ανδρείας) προσθέτει ως αναπόσπαστο στοιχείο την αριστοκρατία (αριστεία) του πνεύματος. Στην ραψωδία Ι της Ιλιάδος επιλέγει ο ποιητής να παρουσιάσει τον γηραιό Φοίνικα, παιδαγωγό του Αχιλλέως, με έναν μακροσκελή προτρεπτικό λόγο (στ. 434-605) να επιδιώκει να πείσει τον Αχιλλέα να αφήσει κατά μέρος την οργή του, να επιστρέψει στη μάχη και να σώσει έτσι τους Αχαιούς από τον όλεθρο. Ανάμεσα στα άλλα επιχειρήματα που επιστρατεύει ο Φοίνιξ αναφέρει στον Αχιλλέα ότι ο πατέρας του Πηλεύς έστειλε τον ίδιο (τον Φοίνικα) μαζί του (στον Αχιλλέα) στον πόλεμο, για να τον διδάξει και να τον καταστήσει ικανό στην ομιλία και ικανό στην πράξη/στον πόλεμο (στ. 444 "μύθων τε ρητήρ' έμμεναι πρηκτήρα τε έργων"). Και όντως μόνον ο Αχιλλεύς συνενώνει τα δύο αυτά στοιχεία: διαθέτει αληθινή αρμονία των υψίστων δυνάμεων και του σώματος και του πνεύματος. Αυτός ο τύπος πολίτου, ο οποίος είναι ικανός και στο λόγο και στην πράξη ("μύθων τε ρητήρ έργων τε πρηκτήρ"), αποτελεί το θεμελιώδες ιδεώδες/ πρότυπον της παλαιοτέρας ελληνικής αγωγής και παιδείας και συγχρόνως αποτελεί την παλαιοτάτη διατύπωση του ελληνικού μορφωτικού ιδεώδους στον αγώνα του να συλλάβει το ανθρώπινο στοιχείο στην ολότητά του και το οποίον ιδεώδες αργότερον κατά τον 5ον π. Χ. αιώνα ο μέγας σοφιστής Πρωταγόρας θα ισχυρισθεί ότι διδάσκει και μεταδίδει στους φιλομαθείς και φιλοδόξους νέους της Αθήνας υπό την επωνυμίαν βεβαίως "ευβουλία".

          Τώρα σχέσις ουσίας συνδέει την αρετή με την Τιμήν, η οποία κατά τους πρωίμους χρόνους θεωρείται αναποσπάστως συνδεδεμένη με την επιδεξιότητα και την αξίαν. Είναι αληθές ότι η αρετή συχνά περιέχει ένα στοιχείο κοινωνικής αναγνωρίσεως, κάτι το οποίον οδηγεί στην "εκτίμησιν" και τον "σεβασμόν" προς τον ενάρετον εκ μέρους του κοινωνικού συνόλου. Στην ομηρική ποίηση ο άνθρωπος που διαθέτει αρετήν είναι ένα ευυπόληπτον πρόσωπον και αναμετρά/κρίνει την αρετή του με βάση την εκτίμηση, την υπόληψη που απολαύει μεταξύ των ομοίων του. Ο Αριστοτέλης κατά τον 4ον π.Χ. αιώνα θα δώσει μίαν ωραία διατύπωση της "τιμής" στα Ηθικά Νικομάχεια (Η.Ν. Ι,5,1095 Β 26) : "ο άνθρωπος φαίνεται ότι επιδιώκει την τιμή, για να είναι σίγουρος ότι είναι ενάρετος, ότι διαθέτει την αρετή. Θέλει να τιμάται από τους φρονίμους και από όσους τον γνωρίζουν". Αλλά και η αγάπη των ηρώων προς την τιμήν είναι ανεξάντλητη. Μία υπηρεσία/προσφορά προς όφελος του κοινωνικού συνόλου, η οποία ετύγχανε της γενικής αναγνωρίσεως, απαιτούσε την τιμήν προς τον ήρωα εκ μέρους της κοινωνίας. Η έλλειψη της τιμής εκ μέρους της κοινωνίας αποτελεί κατά τον Όμηρο την μεγαλύτερη ανθρώπινη τραγωδία. Οι ήρωες δεν παύουν να αποτίουν φόρο τιμής ο ένας προς τον άλλον, διότι πάνω σε αυτήν την αντίληψη στηρίζεται η όλη διάταξη της κοινωνίας στην οποίαν ανήκουν. Η επιδίωξη της διακρίσεως και η αξίωση/απαίτηση του ατόμου για τιμή και αναγνώριση για τον ομηρικό πολίτη, τον Έλληνα γενικώς, σημαίνουν την ανάπτυξη του προσώπου μέσα στο χώρο του ιδεώδους και του υπερπροσωπικού, όπου και αρχίζει αυτό να αποκτά την αξία του. Ακόμη και οι θεοί αξιώνουν για τον εαυτό τους την τιμή και χαίρονται για τον έπαινο των πράξεών τους, ενώ τιμωρούν κάθε προσβολή της τιμής των. Η ουσία της ελληνικής λατρείας και ευσεβείας εκφράζεται με την απότιση τιμής προς το θείον. "Ευσέβεια" σημαίνει τιμή προς το θείον. Η απότιση τιμής προς το θείον και προς τον άνθρωπο επί τη βάσει της αρετής των είναι κάτι το πρωταρχικώτατα ανθρώπινον. Έτσι μπορούμε να κατανοήσομε την εσωτερική σύγκρουση που βιώνουν στην Ιλιάδα τόσον ο Αχιλλεύς όσον και ο Αίας. Η οργή του Αχιλλέως εναντίον του Αγαμέμνονος και των άλλων Αχαιών, ως και η άρνησή του να προσφέρει τις υπηρεσίες του προς τους συμπατριώτες του, δεν πηγάζει από υπέρμετρη φιλοδοξία ή ματαιοδοξία. Αυτό το οποίον είναι αποφασιστικής σημασίας και καθιστά την προσβολή βαρεία είναι το γεγονός ότι δεν εκδηλώθηκε προς το πρόσωπόν του δια την αρετήν του η προσήκουσα τιμή. Ο Αγαμέμνων αυθαίρετα πήρε από αυτόν την Βρισηίδα, η οποία του είχεν προηγουμένως παρασχεθεί ως ένδειξη αναγνωρίσεως της προσφοράς του και ως εκδήλωση της προς αυτόν τιμής (Ιλιάς, Α,412, Β,239-240, Ι,110-111, και κυρίως Ι,315-319). Στον στίχο 319 (ραψ. Ι) η λέξις "τιμή" την οποίαν επικαλείται ο Αχιλλεύς αποτελεί αντικειμενική έκφραση μίας δημοσίας "χάριτος" (=ευγνωμοσύνης) οφειλομένης στον άνθρωπον των εξαιρετικών κατορθωμάτων, τα οποία τελεί υπέρ του συνόλου. Η προσβολή της τιμής αυτού του ήρωος αποτελεί συγχρόνως τον κλονισμό των ιδίων των ηθικών θεμελίων επί των οποίων στηρίζονται οι έμπροσθεν της Τροίας αγωνιζόμενοι Αχαιοί. Όποιος θίγει τα θεμέλια αυτά, την τιμήν, παύει πλέον κατά συνέπειαν να αναγνωρίζει την γνήσια αρετή. Στην περίπτωση του Αίαντος έχομε μίαν (αντίστοιχη με τον Αχιλλέα) τραγική κατάληξη ένεκα προσβολής του ήρωος, στον οποίον αρνούνται να δώσουν τα όπλα του πεσόντος Αχιλλέως, καίτοι του άξιζαν περισσότερον από όσον άξιζαν στον Οδυσσέα, στον οποίον και τελικώς δίδονται. Η τραγωδία αυτή, ως γνωστόν, καταλήγει στην παραφροσύνη και την αυτοκτονία του ήρωος. Και ενώ τόσον εντόνως μας προβάλλει ο Όμηρος την αξία/ιδέα της οφειλομένης τιμής προς τους ήρωες και ευεργέτες του έθνους, εμείς σήμερον καλόν είναι να διενεργήσομε την αυτοκριτική μας. Κατά πόσον αποδίδομε την οφειλομένην τιμήν στους εθνικούς μας ήρωες; Κατά πόσον αποδίδομε την οφειλομένην τιμήν σε όσους συγχρόνους μας αόκνως και ανυστεροβούλως πασχίζουν για την πρόοδο των Ελλήνων και την αίγλη του έθνους μας; Μήπως αποδίδομε τιμήν σε όσους λειτουργούν επί βλάβη της κοινωνίας και του έθνους, ενώ στερούμε την τιμήν από όσους την δικαιούνται και την αξίζουν;

          Το γυναικείο επίσης στοιχείο διαδραματίζει σπουδαίο παιδευτικό ρόλο στον πολιτισμό των ομηρικών επών. Η αληθής αρετή της γυναίκας είναι το κάλλος. Όμως η γυναίκα της εποχής εκείνης δεν εμφανίζεται μόνον ως αντικείμενο της ανδρικής ερωτικής κατακτήσεως (ως η Ελένη και η Πηνελόπη), αλλά παρουσιάζεται συγχρόνως πάντοτε υπό το πρίσμα της από κοινωνικής και νομικής απόψεως σαφώς καθωρισμένης θέσεώς της ως οικοκυράς. Οι αρετές της είναι η νηφάλια ηθικότητα και η σωφροσύνη στα σχετικά με τον οίκον. Η Πηνελόπη επαινείται για την σωφροσύνη της, την αγνότητά της και την άριστη οικιακή τάξη. Η Ελένη στην Οδύσσεια (μετά την επιστροφή της στη Σπάρτη δίπλα στο νόμιμο άνδρα της) αποτελεί το πρότυπον όλων των μεγάλων κυριών, το πρότυπον της κοινωνικής κομψότητος. Κατά την συζήτησή της με τον Τηλέμαχο διατηρεί την πρωτοβουλία. Αποδεικνύει με την λεπτότητά της ότι κατέχει πλήρως την τέχνη της κοινωνικότητος. Οι γυναίκες κατέχουν υψηλοτέρα κοινωνική θέση στην Οδύσσεια. Η Αρήτη, η σύζυγος του βασιλέως των Φαιάκων, τιμάται υπό του λαού ως θεά. Και μόνη η εμφάνισίς της είναι αρκετή για να τεθεί τέλος στις έριδες του λαού. Η συμβουλή της λαμβάνεται υπ' όψιν στις αποφάσεις του συζύγου της. Όταν ο Οδυσσεύς χρειάζεται βοήθεια για την επιστροφή του από τη χώρα των Φαιάκων στην Ιθάκη, κατόπιν προτροπής της Ναυσικάς δεν παρακαλεί τον πατέρα της και βασιλέα, αλλά ως ικέτης αγκαλιάζει τα γόνατα της βασίλισσας, διότι η καλή της θέληση είναι απαραίτητη για να εισακουσθεί η δέησή του. Η Πηνελόπη χωρίς τον σύζυγό της και απελπισμένη κινείται μεταξύ των θορυβωδών μνηστήρων με πλήρη βεβαιότητα ότι θα διατηρήσει όλον τον οφειλόμενο σεβασμό προς την γυναίκα. Οι ομηρικοί ήρωες συμπεριφέρονται προς όλες τις γυναίκες με ευγένεια, κάτι που αποτελεί προϊόν μακρού πολιτισμού και υψηλής κοινωνικής αγωγής. Ο σεβασμός και η τιμή προς τις γυναίκες δεν οφείλεται απλώς στην χρησιμότητα της εργασίας της ούτε στη θέση της ως μητρός των νομίμων τέκνων, τα οποία θα συνεχίσουν το όνομα της οικογενείας. Η ομηρική κοινωνία τιμά τις γυναίκες ως φορείς υψηλόφρονος ηθικότητος και της παλαιάς παραδόσεως. Η αξία αυτή της γυναίκας έχει επιρροή ακόμη και στην ερωτική συμπεριφορά του ανδρός. Στην αρχή της Οδυσσείας, στην οποίαν σημειωτέον έχομε μεγαλύτερον εξευγενισμόν ηθικών ιδεών, υπάρχει ένα χωρίο ενδεικτικόν της επικρατούσης τότε γενετησίου ηθικής. Όταν η Ευρύκλεια, η έμπιστη γηραιά οικονόμος της οικογενείας του Οδυσσέως, φωτίζει με την δάδα στον Τηλέμαχο, για να φθάσει στην κλίνη του, ο ποιητής διηγείται εν συντομία την ιστορία της ζωής της με τον γνωστό επικό τρόπο: ο γέρων Λαέρτης αναφέρει ότι την είχε αγοράσει έναντι μεγάλου χρηματικού ποσού, όταν ήτο κόρη. Καθ'  όλην την ζωή του την είχε στην οικία του και την τιμούσε εξ ίσου  με την σύζυγό του, αλλά ουδέποτε εκοιμήθη μαζί της.Η ηθικότης της Οδυσσείας ως προς την γυναίκα ευρίσκεται γενικώς σε σαφώς υψηλότερον επίπεδον. Στην θαυμαστή συνομιλία Οδυσσέως και Ναυσικάς, όταν ο έμπειρος άνδρας ομιλεί απλώς και σαφώς προς την αφελή κόρην, βλέπομε με ποίαν τρυφερότητα και ευγένειαν ο ήρωας συμπεριφέρεται προς μίαν γυναίκα. Η βαθεία ηθικότης, την οποίαν περιγράφει η σκηνή (Οδύσσεια, ζ, 149 κ. ε.) δημιουργείται από την παιδαγωγική επίδραση της γυναίκας επί μίας αυστηράς και πολεμικής ανδρικής κοινωνίας.

          Ενώ όμως πολλοί διαβάζουν τα ομηρικά έπη και θαυμάζουν την αρετήν των ηρώων και των άλλων προσώπων, ελάχιστοι διερωτώνται πώς ανετράφησαν αυτοί οι άνθρωποι και πώς η οξυδερκής σοφία των γονέων και των παιδαγωγών των τους ωδήγησεν από την παιδικήν ηλικίαν προς την ωριμότητα και τα μεγάλα κατορθώματα. Και όλα αυτά σε μίαν εποχήν η οποία απέχει από την ιδικήν μας περίπου 3.000 χρόνια, όταν στην κοινωνία της εποχής εκείνης δεν υπήρχεν ούτε υποτυπωδώς εκπαίδευσις όπως την γνωρίζομε σήμερον. Πολύ πριν από τον Όμηρο είχαν διαμορφωθεί διάφορες ιστορίες περί της νεότητος και της αγωγής των μεγάλων ανδρών του παρελθόντος. Έτσι ως ο κατ' εξοχήν παιδαγωγός των ομηρικών ηρώων παρουσιάζεται ο σοφός κένταυρος Χ(ε)ίρων. Συμφώνως προς την παλαιοτέραν παράδοσιν μεταξύ των άλλων επιφανών ηρώων μαθητής του υπήρξεν και ο Αχιλλεύς, ο Πάτροκλος και ο Ασκληπιός. Όμως ο Όμηρος, όπως ανεφέρθη προηγουμένως, στην "πρεσβεία προς Αχιλλέα" δεν μπορούσε να τοποθετήσει δίπλα στον Οδυσσέα και τον Αίαντα τον ημιάγριον κένταυρον      Χ(ε)ίρονα στην προσπάθειά τους να καθησυχάσουν τον Αχιλλέα. Είχε την άποψη ο Όμηρος ότι μόνον ένας ευγενής και κατάλληλος καθοδηγητής έπρεπε να σταλεί προς τον Αχιλλέα, και αυτός ήτο ο Φοίνιξ (Ιλιάς, Ι,480-484). Στην περίπτωση του Φοίνικος το πρόσωπον του παιδαγωγού έχει στενή σχέση με τους δύο άλλους απεσταλμένους. Ο Οδυσσεύς ενσαρκώνει το στοιχείον του λόγου, ο Αίας το στοιχείον της δράσεως και ο Φοίνιξ συμπυκνώνει, ως ανωτέρω εδείξαμεν, στο πρόσωπόν του και το στοιχείον του λόγου και εκείνο της δράσεως ("μύθων τε ρητήρ έργων τε πρηκτήρ"). Είναι σαφές ότι ο Όμηρος θαυμάζει το υψηλότερο είδος αγωγής, το οποίον απαθανάτισε στο πρόσωπο του Φοίνικος. Αλλά και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ανακαλύπτει ότι η μοίρα του Αχιλλέως αποτελεί συσεπίλυτο πρόβλημα. Κατανοεί ότι, όποιο παιδευτικόν απόθεμα και αν επιστρατεύσει, είναι μάταιο εμπρός στην άλογη δύναμη της Άτης(=τύφλωσης του νου) από την οποίαν έχει προσβληθεί ο Αχιλλεύς. Την στιγμή αυτήν ο ποιητής κινητοποιεί τις ευγενείς μορφές, τις Λιτές (=παρακλήσεις), που ενσαρκώνουν την υψηλοτέρα λογική, και οι οποίες τελικώς δεν μεταπείθουν τον Αχιλλέα, οπότε θα επέλθει η συντριβή του ήρωος (Ιλιάς, Ι, 502-512). Αυτή η συγκεκριμένη και ζωηρή παρουσίαση της ανίσου πάλης μεταξύ κακών και αγαθών πνευμάτων, με σοκπό να επηρεάσουν την απόφαση του ήρωος, εκφράζει την εσωτερική πάλη μεταξύ του τυφλού πάθους και της ευγενεστέρας διαισθήσεως, η οποία (πάλη) αποτελεί το πλέον αληθές και βαθύ πρόβλημα της αγωγής γενικώς. Μέσω της αλληγορικής δράσεως της Άτης και των Λιτών ο παιδαγωγός Φοίνιξ (ουσιαστικώς όμως ο Όμηρος) διατυπώνει από τόσον παλαιά διαχρονικές παιδαγωγικές αντιλήψεις.

          Το αντίθετον του ορμητικού Αχιλλέως στην Ιλιάδα είναι ο Τηλέμαχος στην Οδύσσεια. Ενώ ο Αχιλλεύς απορρίπτει τις διδαχές του Φοίνικος και οδηγείται στην καταστροφή του, αντιθέτως ο Τηλέμαχος είναι το πρότυπον ενός ευαγώγου νέου, ο οποίος φθάνει στη δόξα υπακούων στις συμβουλές πεπειραμένων φίλων. Στην Οδύσσεια ο Όμηρος θέτει μίαν παιδευτικήν σκοπιμότητα. Μέσω της συμπεριφοράς του Τηλεμάχου και των προσώπων που τον πλαισιώνουν ο ποιητής επιδιώκει να διαμορφώσει ένα παιδαγωγικόν πρότυπον, το οποίον κυριαρχεί σε όλην την Τηλεμάχειαν. Η προϊούσα μεταβολή στο χαρακτήρα του Τηλεμάχου δεν δύναται να χαρακτηρισθεί ως ανάπτυξις του χαρακτήρος υπό την σύγχονη έννοια, αλλά ούτε και επιτελείται κατόπιν θείας εντολής ή υπό ονείρου σταλέντος υπό του θεού. Ο ποιητής επέτυχεν την λεπτήν ισορροπίαν των παραγόντων που επιδρούν στον Τηλέμαχο: του εκ φύσεως λεπτού χαρακτήρος του, των ανωρίμων ροπών του και της θείας ευνοίας. Στην αρχή ο Τηλέμαχος παρουσιάζεται ως ένα νέος αδύναμος προ των μνηστήρων, παρακολουθεί μοιρολατρικώς την αήθη συμπεριφορά των, είναι ένας μαλακός και γι' αυτό ανεπαρκής νέος, στον οποίον η έμφυτη ευγένεια δεν επιτρέπει να αντισταθεί στους μνηστήρες, πολύ δε περισσότερον να απαιτήσει το δίκαιόν του με βίαιες ενέργειες. Με αυτήν την παθητική στάση του θα ήτο άχρηστος ως σύντροφος στον Οδυσσέα κατά την επιστροφή του τελευταίου, στην πάλη με τους μνηστήρες, στον τελευταίο κίνδυνο και στην τελική εκδίκηση. Στη συνέχεια ο ποιητής παρουσιάζει την Αθηνά μεταμφιεσμένη υπό την μορφή αρχικώς του Μέντου και κατόπιν του Μέντορος, αμφοτέρων παλαιών φίλων του Οδυσσέως. Με αυτόν τον τρόπον ο Όμηρος ταυτίζει την υπερφυσική επέμβαση της θεάς με την φυσική επίδραση της αγωγής επί του χαρακτήρος του νεαρού Τηλεμάχου. Ο Μέντης (Αθηνά) με συμβουλές/"υποθήκες" (=διδασκαλίες) (Οδύσσεια, α, 279) συντελεί στο να ωριμάσει η απόφαση του Τηλεμάχου να απαιτήσει από τους μνηστήρες να του αποδοθεί  ό,τι του ανήκει, να αντιταχθεί δημοσίως στους μνηστήρες, να τους καλέσει ενώπιον της συνελεύσεως του λαού, να ζητήσει την βοήθειάν τους προς αναζήτηση του απουσιάζοντος πατρός του. Μετά την άρνηση της συνελεύσεως αποφασίζει να λάβει στα χέρια του τα ζητήματα, να αρχίσει κρυφίως το ταξίδι του και να μεταβληθεί τελικώς εις άνδρα. Ακολούθως ο Μέντωρ (Αθηνά) τον βοηθεί σε κάθε περίσταση με ευγενείς λόγους και σοφές συμβουλές. Τον καθοδηγεί επί των ενδεδειγμένων τρόπων συμπεριφοράς, όταν βρεθεί ενώπιον νέων και δυσκόλων καταστάσεων. Τον διδάσκει πώς να απευθύνεται σε έναν ηλικιωμένον, ως τον Νέστορα και τον Μενέλαον, πώς να τους ζητεί κάτι κατά τρόπον που να εξασφαλίζει την επιτυχίαν του. Σε όλην αυτήν την "Τηλεμάχειαν παιδείαν" ουδέν το ουσιώδες ελλείπει: οι συμβουλές εμπείρων και παλαιών φίλων, η στοργή της μητρός του, το πρότυπον του απουσιάζοντος πατρός του, το οποίον επενεργεί ως κυρίως παράγων. Ταξιδεύει σε φιλικές αυλές, βλέπει τον κόσμο και την ζωή των άλλων ανθρώπων, ενθαρρύνεται και αισθάνεται ως φίλους μεγάλους άνδρες, των οποίων την συμβουλήν και βοήθειαν ζητεί. Έτσι η ορθή αγωγή και παιδεία τού κατά τα άλλα απείρου νέου δεν τον εγκαταλείπουν ούτε στις πλέον επισφαλείς και ασυνήθεις περιστάσεις, ενώ το όνομα του πατρός τού επιτρέπει να εξομαλύνει τις αναφυόμενες δυσχέρειες.

          Ένα στοιχείον το οποίον έχει ιδιατέραν σπουδαιότητα για την παιδεία της προομηρικής και ομηρικής εποχής είναι η χρήσις του παραδείγματος. Κατά τους πρωιμοτέρους αιώνες, όταν δεν υπήρχεν ούτε κώδικας νόμων ούτε σύστημα ηθικής, τα μόνα πρότυπα για την διαγωγή ενός προσώπου στη ζωή του συνίσταντο σε μερικές πρακτικές θρησκευτικές εντολές και σε ένα απόθεμα παροιμιακής σοφίας που εκληροδοτείτο από γενεάς εις γενεάν. Την πλέον όμως αποτελεσματική καθοδήγηση στις προσωπικές δυσκολίες προσέφεραν τα μεγάλα πρότυπα, παραδείγματα/υποδείγματα ενάρετης συμπεριφοράς. Έτσι παρατηρούμε στην Οδύσσεια την άμεση επίδραση που ασκούν στον χαρακτήρα του Τηλεμάχου το περιβάλλον του και το προγονικό του παράδειγμμα. Το ίδιο ισχύει και σχετικώς με την Ναυσικά. Ίσην ή και μεγαλυτέραν επίδραση από εκείνην του περιβάλλοντος ασκεί ο μεγάλος αριθμός των υποδειγματικών βίων που περιγράφονται στις παραδόσεις (μύθους), οι οποίες σε πιο πρώιμες κοινωνίες διαδραματίζουν τον ρόλο που στον δικό μας κόσμο κατέχει η Ιστορία και η Βίβλος. Περιλαμβάνουν όλον τον πνευματικό πλούτο που συγκροτεί την κληρονομιά και την πηγή εμπνεύσεως κάθε νέας γενεάς. Ο παιδαγωγός του Αχιλλέως στην Ιλιάδα, ο Φοίνιξ, αναφέρει στον μακρόν του λόγο το προειδοποιητικόν παράδειγμα του Μελεάγρου (Ιλιάς, Ι, 524 κ.ε.). Αναφέρεται στην οργή και την τραγική κατάληξη του Μελεάγρου, για να εύρει κάτι το οποίον να ομοιάζει προς την θέση του Αχιλλέως και ένα κανόνα ορθής ενεργείας που θα μπορούσε να του προβάλει. Και ο Τηλέμαχος στην Οδύσσεια έχει ένα κατάλληλο παράδειγμα προς μίμηση κατά την ωρίμανσή του σε άνδρα. Και αυτό το παράδειγμα είναι εκείνο του Ορέστου, ο οποίος εκδικήθηκε για την δολοφονία του πατρός του τον Αίγισθον και την μητέρα του Κλυταιμνήστρα. Η ενέργεια του Ορέστου είναι πρόσφατη, η φήμη του έχει διασπαρεί σε όλην την οικουμένην και η Αθηνά με την μορφή του Μέντου εκθειάζει τον Ορέστην στον Τηλέμαχο με ενθουσιώδεις λέξεις (Οδύσσεια,α, 298-302).  Αν έλειπεν το παράδειγμα του Ορέστου, η συμβουλή της Αθηνάς-Μέντου δεν θα εύρισκεν πρότυπον, ώστε να προσλάβει την δέουσα πειστικότητα. Το ίδιο αυτό παράδειγμα του Ορέστου θα επαναλάβει αργότερον δύο φορές στον Τηλέμαχο και ο Νέστωρ (Οδύσσεια,γ, 105-200). Η επανάληψις αυτή είναι σκόπιμη. Ο ποιητής θεωρεί την επίκληση των παραδειγμάτων ως απαραίτητον τμήμα της αγωγής και ηθικής.

          Ο μύθος (παράδοση), από τον οποίον λαμβάνονται τα παραδείγματα, έχει μίαν κανονιστικήν (=κανόνες συμπεριφοράς) επίδραση. Ενεργεί ως κανόνας ζωής, καθ' όσον οι παραδόσεις του παρελθόντος προκύπτουν από την δόξα, από τα αναφερόμενα στους μεγάλους άνδρες και σε μεγαλόψυχες πράξεις, όχι από τυχαία επεισόδια. Το ασύνηθες ασκεί μίαν δύναμη εξαναγκασμού, ακόμη και όταν απλώς γνωστοποιείται και περιγράφεται. Ο μύθος και η ηρωική ποίησις αποτελούν τον ανεξάντλητο εθνικό θησαυρό των μεγάλων παραδειγμάτων, από τον οποίον το έθνος αντλεί τα ιδανικά και τα πρότυπά του για την καθημερινή ζωή. Αυτή η σχέσις μύθου-έπους φαίνεται καθαρώς στη χρήση των παραδοσιακών παραδειγμάτων υπό του Ομήρου, κατά τα οποία κάποιος συμβουλεύει, προειδοποιεί, προτρέπει, ενθαρρύνει, διατάσσει κάποιον άλλον. Και αυτά τα παραδείγματα, σημειωτέον, δεν χρησιμοποιούνται κατά την διήγηση, αλλά πάντοτε στους λόγους (ομιλίες). Τα πρόσωπα επικαλούνται τον μύθο ως μίαν συλλογήν περιπτώσεων αναμφισβητήτου κύρους. Δηλαδή ο μύθος έχει γενικήν εφαρμογήν. Βεβαίως το μυθικό στοιχείο το ανευρίσκομε εδώ κι εκεί και σε άλλα λογοτεχνικά είδη (ως η λυρική ποίησις) προς τον σκοπό του εξευγενισμού και της εξιδανικεύσεως του συνήθους υλικού. Το έπος όμως είναι ένας ιδανικός κόσμος, ενώ ο μύθος για τους αρχαίους Έλληνες ήτο ο ανώτατος εξιδανικευτικός παράγων. Η κυρίαρχη θέση της επικής ποιήσεως στην ιστορία της ελληνικής αγωγής προέρχεται από την ιδεαλιστική της τάση. Η παιδευτική επιδίωξις και επιρροή της ηρωικής (επικής) ποιήσεως είναι πολύ μεγαλύτερη από εκείνην κάθε άλλου είδους ποιήσεως, διότι δίδει μίαν αντικειμενικήν εικόνα της ζωής ως συνόλου και προσωπογραφεί τους ανθρώπους στην πάλη τους με το πεπρωμένο στον αγώνα τους να κατακτήσουν ένα ευγενές έπαθλον. Η διδακτική, η ελεγειακή, η ιαμβική και η χορική ποίησις εκληρονόμησαν από το έπος το παιδευτικόν πνεύμα. Η τραγωδία επίσης οφείλει και το παραδοσιακό της υλικό και το ηθικό και παιδαγωγικό της πνεύμα στο έπος, όχι στη διονυσιακή καταγωγή της. Και τέλος, αν σκεφθούμε ότι τα είδη του πεζού λόγου, όπως π.χ. η ιστορία και φιλοσοφία, τα οποία έχουν μεγαλύτερη παιδαγωγική επίδραση, εδημιουργήθησαν κατόπιν μίας ιδεολογικής πάλης προς τις φιλοσοφικές δοξασίες της επικής ποιήσεως, τότε μπορούμε να βεβαιώσομεν ότι το έπος αποτελεί την ρίζα πάσης ανωτέρας ελληνικής παιδείας.

          Ο Όμηρος εδημιούργησε την Ιλιάδα με βάση ένα προκαθωρισμένο ηθικό σχέδιο, όπως αποδεικνύουν αρκετά εξέχονται γεγονότα. Με σαφήνεια στην Α ραψωδία της Ιλιάδος ο ποιητής καταθέτει την άποψή του, όταν αναφέρει ότι η διαμάχη Αχιλλέως-Αγαμέμνονος άρχισε με την προσβολή προς τον ιερέα του Απόλλωνος Χρύσην και την επακολουθήσασαν οργήν του θεού. Ο Όμηρος δεν μεροληπτεί, δίδει μίαν αντικειμενικήν εικόνα της στάσεως των δύο ηρώων κατά την φιλονικίαν και αποφαίνεται σαφώς ότι και οι δύο έσφαλαν με το να εξωθήσουν τις απαιτήσεις των σε υπερβολικό βαθμό. Ανάμεσά τους στέκεται ο σοφός γέρων Νέστωρ, η προσωποποίηση της σωφροσύνης, της μετριοπαθείας. Είδε τρεις γενεές ανθρώπων και τώρα κάθεται ψηλά, υπεράνω του ταραχώδους παρόντος, ομιλεί για να μαλακώσει την βιαιότητα της στιγμής και κρατεί την ισορροπία. Η Άτη, ως ανεφέρθη προηγουμένως, ακούγεται στο πρώτο επεισόδιο του ποιήματος. Ο Αγαμέμνων μαίνεται, όταν διαπράττει την πρώτη προσβολή, και στην ραψωδία Ι ο Αχιλλεύς και αυτός τυφλώνεται από την Άτη. Δεν γνωρίζει να υποχωρεί, αλλά προσκολλάται με πείσμα  στο  θυμό του και υπερβαίνει το επιτρεπτό για τους θνητούς όριο. Οι συνέπειες είναι ολέθριες. Ο ίδιος , όταν πλέον είναι πολύ αργά, μετανοημένος ομιλεί για την εγκληματική τύφλωσή του και καταριέται την πικρία του, η οποία τον οδήγησε στην αποχή από την ηρωική του αποστολή και προεκάλεσε τον θάνατο του φίλου του Πατρόκλου. Κατά τον ίδιον τρόπο και ο Αγαμέμνων, όταν επί τέλους συμφιλιούται με τον Αχιλλέα, παραπονείται για την καταστρεπτική δύναμη της Άτης. Ο Όμηρος παρουσιάζει την Άτην, όπως και την Μοίραν, από μίαν εντελώς θρησκευτικήν οπτικήν. Είναι μία δύναμις την οποία δύσκολα μπορεί να αποφύγει ο άνθρωπος. Και  όμως δείχνει (ιδίως στην Ι ραψωδία) ότι ο άνθρωπος, αν δεν είναι κύριος του πεπρωμένου του/της ζωής του, είναι κατά μίαν έννοιαν ασυνειδήτως συνεργάτης στην διαμόρφωση αυτού του πεπρωμένου/ζωής. Από μίαν βαθείαν πνευματικήν ανάγκην οι Έλληνες έπρεπε να αισθανθούν την ισχυρή δαιμονική δύναμη της μανίας και να κατανοήσουν ότι αυτή (η μανία, η οργή, η τύφλωση του νου) συνίσταται στην αιώνια αντινομία μεταξύ της θελήσεως του ανθρώπου και των πράξεών του, σε αντίθεση με την μοιρολατρική σοφία της Ασίας (Ανατολής), η οποία οδηγούσε στην αδράνεια και την παραίτηση από την πράξη. Η μακρά διαδικασία μέσω της οποίας οι Έλληνες εξήγησαν/ερμήνευσαν την Μοίραν εύρε την ακραία της έκφραση στη ρήση του Ηρακλείτου "ήθος ανθρώπω δαίμων" (=δαίμων/μοίρα για τον άνθρωπο είναι ο χαρακτήρας του/προσωπικότητά του). Αλλά η αρχή είχε γίνει από την Ιλιάδα του Ομήρου.

          Τα έπη του Ομήρου εμπνέονται και διαπνέονται από μίαν φιλοσοφίαν η οποία κατανοεί την ανθρώπινη φύση και τους αιωνίους νόμους της παγκοσμίου πορείας, μίαν φιλοσοφίαν η οποία είδε και έκρινε κάθε ουσιαστικό παράγοντα της ανθρωπίνης ζωής. Η αγάπη της ελληνικής ποιήσεως προς τα γνωμικά αποφθέγματα, η τάση της να κρίνει κάθε γεγονός βάσει ενός γενικού προτύπου και να προχωρεί λογικώς από το γενικόν προς το ειδικόν και η συχνή χρήση των παραδοσιακών παραδειγμάτων ως γενικών τύπων και ιδανικών, όλες αυτές οι τάσεις αρχίζουν με τον Όμηρο.

          Τα ομηρικά έπη περιέχουν τα σπέρματα όλης της ελληνικής φιλοσοφίας. Και στον Όμηρο και στην ελληνική φιλοσοφία παρουσιάζεται η δομή της πραγματικότητος, εις μεν την φιλοσοφίαν υπό λογικήν μορφήν, εις δε τον Όμηρο υπό μυθικήν μορφήν. Στον Όμηρο το θέμα "η θέση του ανθρώπου εντός του σύμπαντος" είναι παρόν ανά πάσαν στιγμήν. Τρανή απόδειξις τούτου αποτελεί η περιγραφή της ασπίδος του Αχιλλέως (Ιλιάς, ραψ. Σ, στ.478 κ.ε.). Στα ομηρικά έπη μπορούμε να δούμε ευκρινώς την ανθρωποκεντρική τάση της ελληνικής σκέψεως, η οποία αντιτίθεται προς την θεομορφική φιλοσοφία των ανατολικών λαών, η οποία θεωρεί τον θεό ως τον μοναδικό παράγοντα και τον άνθρωπο απλώς ως όργανον ή αντικείμενον αυτής της θείας ενεργείας.

          Καθώς μελετούμε σήμερα τον Όμηρο, νιώθουμε θαυμασμό, όταν βλέπομε όλες τις χαρακτηριστικές δυνάμεις, τις τάσεις, οι οποίες εξελίσσονται στην πορεία της ελληνικής ιστορίας, ήδη εμφανείς στον Όμηρο. Ανάμεσα στον Όμηρο και τους μεταγενεστέρους του Έλληνες ποιητές και φιλοσόφους διαπιστώνεται μία ταυτότητα πνεύματος και τα βαθύτερα στρώματα αυτής της ταυτότητος ευρίσκονται στα άλυτα μυστήρια της κληρονομικότητος, του αίματος, της φυλής. Αυτός ο παράγοντας της φυλής και εθνότητος συνεχίζει να δρα παραδόξως, χωρίς να μεταβάλλεται μέσα σε όλες τις ιστορικές μεταβολές του πνεύματος και τις διάφορες μεταλλαγές της τύχης. Μέσω αυτού του πρωταρχικού κτήματος των πανελλήνων οδηγήθηκε το πρώτον ο ανθρώπινος κόσμος του Ομήρου στη συνείδηση της εθνικής του ταυτότητος και έτσι επέδρασεν αυτός αποφασιστικώς στην μεταγενέστερη ελληνική παιδεία.