Η κατασκευή του υποβρυχίου «BALILLA» ξεκίνησε στις 12 Ιανουαρίου 1925 στα ναυπηγεία Odero-Terni στη La Spezia, καθελκύσθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 1927, ολοκληρώθηκε στις 21 Ιουλίου 1928 και παραδόθηκε στο ιταλικό Π.Ν. Ήταν το πρώτο σκάφος της ομώνυμης κλάσης που αποτελείτο από τέσσερα υποβρύχια, τα πρώτα που παρέλαβε το ιταλικό ΠΝ μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα διπλού τοιχώματος σκάφη είχαν εκτόπισμα 1.427 τόνων (1.874 σε κατάδυση), μήκος 86,75 μέτρα και πλάτος 7,8 και χαρακτηρίστηκαν ως oceanici, δηλαδή ωκεανοπόρα. Είχαν κατασκευαστεί για να εκτελούν αποστολές μεγάλων αποστάσεων και αποδείχτηκαν καλοτάξιδα, με καλές συνθήκες ενδιαίτησης για τα 77 μέλη του πληρώματος τους, αλλά αργά στην κατάδυση και στους χειρισμούς. Το καθένα τους ήταν εξοπλισμένο με έξι τορπιλοσωλήνες (4 πρωραίους και 2 πρυμναίους) των 21 ιντσών και ένα πυροβόλο των 4,7 ιντσών τοποθετημένο στο κατάστρωμα μπροστά από τον πυργίσκο. Στην επιφάνεια μπορούσε να κινηθεί με ταχύτητα 17 μιλίων, ενώ σε κατάδυση η μέγιστη ταχύτητα έφτανε τα 9 μίλια. Μπορούσε δε να καταδυθεί μέχρι βάθους 100 μέτρων.
Το «BALILLA» επιλέχθηκε για να συμμετάσχει σε ταξίδια επίδειξης της ιταλικής σημαίας εκτός της Μεσογείου κατά τα οποία τα πληρώματα τους κερδίσανε πολύτιμες εμπειρίες ωκεανοπλοΐας. Συγκεκριμένα το 1930 το «BALILLA» και το αδελφό του ANTONIO SCIESA ταξίδεψαν μέχρι την Αμβέρσα. Τον Μάρτιο του 1933 μαζί με το αδελφό του «MILLELIRE» και δυο κανονιοφόρους στάλθηκαν στο μέσο του Ατλαντικού προκειμένου να υποστηρίξουν την υπερατλαντική πτήση που πραγματοποίησαν τα υδροπλάνα του Στρατηγού Italo Balbo. Τα υποβρύχια πρόσφεραν μετεωρολογικά στοιχεία, χρησίμευσαν ως πομποί σήματος για να κατευθύνουν τα αεροσκάφη στην σωστή πορεία και θα πρόσφεραν άμεση βοήθεια σε περίπτωση κάποιου ατυχήματος. Παράλληλα το γεγονός αποτέλεσε μια ευκαιρία για να πραγματοποιήσουν τα δυο σκάφη δοκιμές των συστημάτων τους και σειρά ασκήσεων. Το Φεβρουάριο του 1937, στα πλαίσια της ιταλικής εμπλοκής στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, το «BALILLA» πραγματοποίησε μια περιπολία στην περιοχή Almeria - Malaga, αλλά ήδη το σκάφος είχε αρχίσει να παρουσιάζει προβλήματα που μειώνανε την πολεμική του ετοιμότητα. Κατά τη διάρκεια ασκήσεων στα ανοιχτά της Pola στις 16 Μαρτίου 1940 υπέστη ζημιές όταν συγκρούστηκε με το ιταλικό φορτηγό ατμόπλοιο «ALBACHIARA».
Η ιταλική κήρυξη πολέμου προς τη Βρετανία και τη Γαλλία, τoν Ιούνιο του 1940, βρήκε το «BALILLA» να έχει τη βάση του στο Πρίντεζι και ακολούθως πήρε μέρος σε τρείς αποστολές χωρίς σημαντικά επιτεύγματα. Η πρώτη το έφερε στις 12 Ιουνίου 1940 στα νότια της Κέρκυρας όπου όμως έγινε αντιληπτό από αεροσκάφος που του επιτέθηκε και του προκάλεσε ζημιές υποχρεώνοντας το
επιστρέψει στη βάση του. Επειδή για την επίθεση αυτή δεν υπάρχει καμία αναφορά από ελληνικής ή βρετανικής πλευράς, είναι πολύ πιθανό η επίθεση να έγινε από ιταλικό αεροσκάφος που εκτίμησε ότι επρόκειτο για εχθρικό υποβρύχιο. Ένα μήνα αργότερα το «BALILLA» αναχώρησε από το Πρίντεζι για μια επιθετική περιπολία μεταξύ Αλεξάνδρειας και Ακρωτηρίου Κριού αλλά η αδιαθεσία του κυβερνήτη του διέκοψε την αποστολή.
Στις 10 Αυγούστου το υποβρύχιο έπλευσε στα νότια της Κρήτης, χωρίς όμως να εντοπίσει κάποιο στόχο μέχρι που επέστρεψε στη βάση του στις 16 Αυγούστου.
Καθώς το «BALILLA» και το αδελφό του «MILLELIRE» παρουσίαζαν πλέον σημάδια κόπωσης, στάλθηκαν στην ιταλική ναυτική βάση της Pola για να χρησιμεύσουν ως εκπαιδευτικά. Τελικά το «BALILLA» παροπλίστηκε στις 28 Απριλίου 1941 και μετετράπηκε σε δεξαμενή πετρελαίου λαμβάνοντας το διακριτικό G.R.247.
Την ίδια μετασκευή υπέστη ταυτόχρονα και το «MILLELIRE» που έλαβε το διακριτικό G.R.248 (G.R. = Galleggiante Rifornimento, δηλαδή πετρελαιοφορτηγίδα λιμένος). Από τα σκάφη αφαιρέθηκαν ο πυργίσκος, οι κύριες και οι βοηθητικές μηχανές, οι προπέλες, ο οπλισμός και οτιδήποτε περιττό για τη νέα τους χρήση, μέχρι που απέμεινε ένα κούφιο κέλυφος. Το κύτος κατόπιν χωρίστηκε σε υδατοστεγή διαμερίσματα για να λειτουργήσουν ως δεξαμενές και η πλώρη διαμορφώθηκε με τρόπο που να επιτρέπει τη ρυμούλκηση του με ταχύτητα ως 18 μιλίων. Έτσι το υποβρύχιο μετετράπηκε σε μια φορτηγίδα μεταφορικής ικανότητας 1.030 τόνων υγρών καυσίμων.
Οι εργασίες στο «BALILLA» ολοκληρώθηκαν στις αρχές Μαΐου 1942 και κατόπιν πραγματοποιήθηκαν δοκιμές ρυμούλκησης του σκάφους.
Τον επόμενο μήνα μεταφέρθηκε στο Πρίντεζι, αλλά ενώ ο αρχικός σκοπός ήταν να καταλήξει στη Μεσσήνη της Σικελίας, αποφασίστηκε να ρυμουλκηθεί στη Βεγγάζη της Λιβύης. Η νικηφόρα πορεία των δυνάμεων του Άξονα στην βόρεια Αφρική είχε δημιουργήσει αυξημένες ανάγκες εφοδιασμού των δυνάμεων τους. Το σκάφος προσέγγισε διαδοχικά σε Κεφαλονιά, Πειραιά και Σούδα για να φθάσει στη Βεγγάζη στις 10 Αυγούστου 1942. Το φθινόπωρο του 1942 ξεκίνησε η συμμαχική προέλαση προς τα δυτικά και το G.R.247 μεταφέρθηκε κατόπιν στον Πειραιά.
Τον Απρίλιο του 1943 πραγματοποίησε ένα ταξίδι στη Σούδα. Την Πρωτομαγιά το πρώην «BALILLA» αναχώρησε ρυμουλκούμενο από τον Πειραιά για τη Χαλκίδα όπου έφθασε την επομένη. Σκοπός της μετακίνησης του έμφορτου με πετρέλαιο σκάφους ήταν η υποστήριξη του ιταλικού αντιτορπιλικού «TURBINE» το οποίο συμμετείχε σε μεγάλης κλίμακας επιχείρηση εναντίον των ανταρτών που δρούσαν στην περιοχή. Μετά από αυτή την αποστολή το πρώην υποβρύχιο θα μεταφερόταν στο Βόλο, ωστόσο φαίνεται ότι παρέμεινε στη Χαλκίδα. Αν και τα μετέπειτα χνάρια του σκάφους χάνονται, μπορούμε να υποθέσουμε με ασφάλεια ότι μετά την ιταλική συνθηκολόγηση το Σεπτέμβριο του 1943 περιήλθε στον έλεγχο των Γερμανών και ότι με την αποχώρηση τους τον Οκτώβριο του 1944 οι ίδιοι βυθίσαν το σκάφος για να εμποδίσουν την πρόσβαση στο λιμάνι.
Με την απελευθέρωση της περιοχής το ναυάγιο αποτέλεσε ελληνική λεία πολέμου. Ο Ναυτικός Διοικητής Χαλκίδος αναφέρει στην έκθεση κατάσχεσης του ότι το σκάφος διέθετε πριν τη βύθιση του πλήρωμα έξι ανδρών και ότι έφερε ένα πολυβόλο. Μιας και προηγουμένως βρισκόταν στο έλεγχο των αρχών κατοχής και χρησίμευε για στρατιωτικούς σκοπούς, κρίθηκε ότι αποτελούσε δικαιώματι πολέμου (jure belli) λεία πολέμου χωρίς να χρειάζεται να αποφασίσει για την τύχη του το δικαστήριο λειών πολέμου.
Το ναυάγιο ανελκύστηκε από συνεργείο του Οργανισμού Ανελκύσεως Ναυαγίων και παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό. Σε έκθεση του Ο.Α.Ν. αναφέρει σχετικά «παραχωρήθησαν εις το Βασιλικόν Ναυτικόν … εν υποβρύχιον ανελκυσθέν εις Χαλκίδα και χρησιμοποιούμενον ήδη ως πλωτή δεξαμενή πετρελαίου». Το υποβρύχιο συμπεριλαμβάνεται στον κατάλογο των ανελκυσθέντων ναυαγίων που συνέταξε περί το 1950 ο Αντιπλοίαρχος Ιωάννης Μελισσηνός [5], ο οποίος σημειώνει ότι το ναυάγιο βρισκόταν στη βόρεια πλευρά του Ευβοϊκού και ότι διαλύθηκε για παλιοσίδερα. Η έως τώρα έρευνα δεν απέδωσε κάποιο στοιχείο για το αν το πρώην «BALILLA» χρησιμοποιήθηκε ως δεξαμενή ελαίων και από το Ελληνικό ΠΝ.
Όσο για το Ιταλικό ΠΝ, έχοντας χάσει τα ίχνη του σκάφους μετά το 1943, το διέγραψε από τη δύναμη του στις 18 Οκτωβρίου 1946. Όμως το 1946 το «BALILLA» απασχόλησε το Ελληνικό ΠΝ και την κοινή γνώμη καθώς δημοσιεύτηκε ότι ένας πρώην μηχανικός του παραδέχτηκε πως αυτό ήταν το ιταλικό υποβρύχιο που είχε τορπιλίσει το καταδρομικό «ΕΛΛΗ» στην Τήνο.
Σύντομα έγινε γνωστό ότι το υποβρύχιο που είχε διαπράξει τον άνανδρο τορπιλισμό ήταν το «DELFINO» και έτσι το «BALILLA» επέστρεψε και πάλι στη λήθη του χρόνου. Κάθε περαιτέρω στοιχείο για την μεταπολεμική χρήση του πρώην «BALILLA» είναι ευπρόσδεκτο και μπορεί να σταλεί στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο historicwrecks@gmail.com
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ: Ευχαριστώ τους ερευνητές Francesco De Domenico, Marco Ghighino και Platon Alexiades που συνεισέφεραν στην ιστορική έρευνα.
*Ερευνητής Ναυτικής Ιστορίας
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Επιθεώρηση», τεύχος 589, σελ. 74,
ΙΟΥΝ – ΑΥΓ 2014)
ΠΗΓΗ: ΠΕΡΙ ΑΛΟΣ http://perialos.blogspot.gr/2015/06/blog-post_19.html