Πέμπτη
25 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4967RSS FEED
O Λόρκα και η Μαριάννα ντε Πινέδα ή Τρεις Σκέψεις για τον Λόρκα, Τρεις Σκέψεις για το Σήμερα*
Γράφει η
Ελένη Καρασαββίδου

Στα μέσα του 1927 η λογοτεχνική Μαδρίτη παραδινόταν σ’ έναν άγνωστο 29χρονο δραματουργό κι ένα πρωτόλειο έργο. Το έργο ονομαζόταν «Μαριάνα Πινέδα» και μιλούσε για μια ιστορική γυναικεία μορφή που την κρέμασαν οι φασίστες στην πόρτα του σπιτιού της γιατί παρά τις προσπάθειες καλοπιάσματος κι εξαγοράς δεν έπαψε στιγμή να μιλά για Δημοκρατία και (άρα) Δικαιώματα. Ο συγγραφέας του, εν αντιθέσει, πίστευε ότι η ποίηση θα απέτρεπε κάθε εναντίον του κακό. «Είμαι ποιητής και κανείς δεν πυροβολεί τους ποιητές» είναι μια από τις διάσημες φράσεις του. Στην πραγματικότητα, ο νεαρός Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα είχε λιγότερο από δέκα χρόνια ζωής... Γιατί στις 19 Αυγούστου του 1936, 70 χρόνια πριν, οι Φρανκιστές φασίστες τον σκότωναν κάπου κοντά στην Γρανάδα.

Η αξία του Λόρκα σήμερα, δηλαδή η διαρκής επικαιρότητα του, είναι πως δεν υπήρξε μόνο μια πολυσχιδής μορφή των γραμμάτων (ποιητής, δραματουργός, καλλιτέχνης με ζωγραφικές και μουσικές επιδόσεις) αλλά ότι δεν εκχώρησε στιγμή (παρά ένα πλούσιο ταλέντο που κάθε σύστημα ενδιαφέρεται συνήθως να εξ-αγοράσει) την ιδιότητα του πολίτη. Την ιδιότητα του ανθρώπου που δεν μπορεί να ξεχνά, ούτε χάριν ενός υψηλού μα απολίτικου αισθητισμού, τις κραυγές του ανθρώπου που βάλλεται και επιλέγει γι’ αυτό να γίνει η φωνή του. Η ματιά (κι άρα η «έγγραφη φωνή») του Λόρκα δεν «περιπατεί απαλά» στα «ρομαντικά ηλιοβασιλέματα» μα χαρακώνεται από την σκληράδα της ζωής. Από το Romancero Gitano ακόμη (που του ‘δωσε μια πρώιμη φήμη στα 1927) ο Λόρκα μιλά για τον πολιτισμό των τσιγγάνων κι ένα πρωταρχικό σκοτάδι που θα επαναλαμβάνεται στα έργα του (Ματωμένος Γάμος, το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, Θρήνος για τον θάνατο του Σάντες Μεχίας κλπ). Σκοτάδι που ανατρέπει τις «χαρούμενες φιέστες» της εποχής και γίνεται γνήσιο φως, αφού τρέπεται σε σύμβολο της ίδιας της δύναμης της φύσης και των ιδρυματοποιημένων ενστίκτων της, που έχουν παραβιαστεί από τις νόρμες του μοντέρνου πατριαρχικού καπιταλισμού και των «αβρών ανθρώπων με τ’ άγρια κράτη» που έφερε μαζί του. Φύση όμως που μπορεί κάθε στιγμή να εγερθεί για να λάβει την «εκδίκηση της (του), κωδικοποιώντας έτσι μέσα στη φαντασίωση του «Δημιουργού» όλην την στάση Ζωής του «Πολίτη».

Ο Λόρκα στην τόσο σύντομη ζωή του εγέρθηκε με το σπάνιο ταλέντο του απέναντι στον ρωμαιοκαθολικισμό, δηλαδή την δομημένη εκκλησία, στην ομοφοβία (και μην ξεχνάμε ότι ως τέτοιο έγκλημα προσπάθησαν να παρουσιάσουν τον θάνατο του οι μελανοχίτωνες...), στον σεξισμό, δίχως ν’ αποφεύγει αντιφάσεις ή φοβίες μα δίχως να πισωγυρίζει από το στενό μονοπάτι που είχε να διαβεί. Ο συμβολισμός του θανάτου του υπήρξε τεράστιος, ιδίως σε χώρες με ισχυρά αντιφασιστικά κινήματα και σ’ εποχές που το λάιφ στάιλ δεν μπέρδευε συστηματικά τον διασκεδαστή με τον καλλιτέχνη. Είναι χαρακτηριστικό πως ο Μαραμπού-Καββαδίας του αφιέρωσε ομώνυμο με τ’ όνομα του ποίημα που συγκρίνει την δολοφονία του με το μίνι ολοκαύτωμα των ναζιστών στο Δίστομο, αφού η πένα του Λόρκα ήταν τα στόματα όλων αυτών.

Λέγεται πως το πρωί του θανάτου του είπε στον φίλο που τον είδε τελευταίος σιδεροδέσμιο: «Δεν πιστεύω παρά μονάχα στο Θεϊκό και στην Μητέρα μου». Παράφραση λόγου της Μαριάνας ντε Πινέδα-θηλυκού εαυτού του σε ένα 'διάλογο' συμβολισμό του ακατάταχτου ''άλλου', του “ανδρόγυνου”, του ολόκληρου ανθρώπου, ιεροποιημένου στις αρχαίες θρησκείες, μονίμως κυνηγημένου από τον σύγχρονο πολιτισμό και τις κυρίαρχες θρησκευτικές και πολιτικές του εκφάνσεις. Μέσα από αυτά τα δύο σύμβολα που τόνιζαν την τελική ανεξαρτησία της πένας του, ο Λόρκα ίσως είχε βρει γενναιόψυχα την σκοτεινή μήτρα-φύση που αποζητούσε. Και το σχήμα τα ανθρώπου που μένει μόνος μες στην ερημιά του ακολουθώντας τη βασική του επιλογή. Να κοιτά μα και να βλέπει. Να μη σιωπά και όπως κι όσο πρέπει να μιλά.

Ο Τόμας Μαν, προσπαθώντας να εξηγήσει όπως ξαναθυμίσαμε το είδος του ανθρώπου που, λίγα χρόνια αργότερα από τον θάνατο του Λόρκα και με την επικράτηση του φασισμού, έκλαιγε όταν άκουγε Μπαχ αλλά γελούσε όταν σκότωνε παιδιά, μίλησε για την πλάνη του γερμανικού αστισμού. Για την πλάνη όσων θεωρούσαν πως το βιωτικό τους επίπεδο (σαν αυτό που απότομα αποκτήσαμε στην ευρωπαϊκή Ελλάδα...) κι η κουλτούρα αρκούν για να γίνουν οι άνθρωποι ανθρώπινοι. Δεν αρκούν δίχως πολιτική συνείδηση, τόνισε. Δεν αρκούν δίχως την συνείδηση του πολίτη. Δηλαδή του ανθρώπου που δεν αποστρέφει τα μάτια στις εξαφανίσεις του γείτονα, που δεν κλείνει τ’ αυτιά στις κραυγές του «Άλλου». Αφού θεωρεί ότι κάθε ερώτηση που η πραγματικότητα του θέτει, είναι μία ερώτηση προσωπική. Κάτι που αφορά τον ίδιο όταν κοιτάζεται μονάχος στον καθρέπτη. Όταν, δηλαδή, οφείλει να γεννηθεί από την ίδια του την ερημιά...

Ο Λόρκα έζησε μπροστά σ’ αυτόν τον καθρέφτη ξέροντας πως μια έγγραφη φωνή δεν μπορεί παρά ν’ ανήκει στους δίχως φωνή διωκόμενους όλου του κόσμου. Εκείνον τον Αύγουστο ου 36, 70 χρόνια πριν, συμπληρώνοντας το συμπέρασμα ζωής του Κανέτι, θα μάθαινε ίσως πως ο χειρότερος εχθρός για τους επικρατούντες δεν μπορεί παρά να είναι όχι όσοι απλά γράφουν, παρά όσοι ζουν ποιητικά. Όσοι αναλίσκονται σε μια μάταιη μα ελπιδοφόρα προσπάθεια ν’ αλλάξουν τον κόσμο. Είχε πια μάθει πως γι’ αυτό πυροβολούν τους ποιητές...

*Χρωστώ τον υπότιτλο στο blog «Λογοτεχνία και Σκέψη»...