Παρασκευή
15 Νοεμβρίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 5171RSS FEED
Σύγκρουση ενόψειΣτα χαρακώματα λόγω αξιολόγησης και με θύμα τη νεολαία
Σε τροχιά σύγκρουσης βρίσκονται οι συνδικαλιστές της ΟΛΜΕ με την κυβέρνηση, καθώς όλα δείχνουν πως οι καθηγητές προσανατολίζονται σε απεργιακές κινητοποιήσεις με την έναρξη των Πανελλαδικών Εξετάσεων.

Χθες, το υπουργείο έδωσε απαντήσεις σε όλες τις ενστάσεις των εκπαιδευτικών, υποστηρίζοντας πως αιχμή του δόρατος για τις αντιδράσεις τους είναι το γεγονός ότι δεν επιθυμούν να αξιολογηθούν.

Στην άποψη ότι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών οδηγεί σε απολύσεις, το υπουργείο απαντά πως «στις σχετικές διατάξεις της αξιολόγησης πουθενά δεν τεκμηριώνεται, άμεσα ή έμμεσα, διαδικασία απόλυσης ή διαθεσιμότητας εκπαιδευτικού. Αυτό που διασφαλίζεται είναι Μη εξέλιξη στις διευθυντικές θέσεις ή στις θέσεις στελεχών εκπαίδευσης των "αδιάβαστων" ή των "αμελών" δασκάλων και καθηγητών».
 
Όπως αναφέρεται «η ΟΛΜΕ αρνείται την αξιολόγηση γιατί θέλει πρώτον να διασφαλίσει την ανεμπόδιστη υπηρεσιακή και κατά συνέπεια μισθολογική εξέλιξη όλων, συμπεριλαμβανομένων όσων δεν μπαίνουν στις τάξεις ή ασκούν πλημμελώς τα καθήκοντα τους και δεύτερον να μην επιτρέψει στους "ικανούς" και "επιμελείς" που έχουν μεταπτυχιακές σπουδές, που έχουν επιτεύγματα αριστείας, που διακρίνονται στο εκπαιδευτικό τους έργο να εξελίσσονται σε μια "ισοπεδωτική λογική". Αντίθετα το υπουργείο Παιδείας μετά από 30 χρόνια εφαρμόζει ένα σύστημα για την αξιολόγηση δομών, διαδικασιών και ανθρώπινου δυναμικού στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση».
 
Σχετικά με την θέση καθηγητών ότι το υπουργείο Παιδείας «καταργεί διαμέσου συγχωνεύσεων σχολεία διαλύοντας την δημόσια εκπαίδευση», οι ίδιες πηγές ανέφεραν ότι «αρκεί να αναλογιστούμε ότι το 2011 καταργήθηκαν δια των συγχωνεύσεων περίπου 800 σχολικές μονάδες, το 2012 περίπου 120 και το 2013 το υπουργείο Παιδείας προχωρά στην κατάργηση περίπου 60 σχολικών μονάδων μετά από εισήγηση των Διευθυντών Εκπαίδευσης και των Περιφερειακών Διευθυντών και στις περισσότερες περιπτώσεις με σύμφωνη γνώμη των ΟΤΑ που εδρεύουν.
 
Συγχωνεύσεις δηλαδή που κρίνονται από την υπηρεσία απαραίτητες για λόγους μη βιωσιμότητας των σχολικών μονάδων (δηλαδή που δεν συμπληρώνουν τον απαραίτητο αριθμό μαθητών την ώρα που λειτουργούν όμορες σχολικές μονάδες που μπορούν να φιλοξενήσουν τον μαθητικό πληθυσμό)».
 
Σχετικά με την άποψη ότι το υπουργείο Παιδείας «διαμορφώνει τάξεις με 30 και πλέον μαθητές» από το υπουργείο Παιδείας τόνιζαν ακόμη ότι «είναι επισήμως γνωστό στην διοίκηση της ΟΛΜΕ ότι έχει υπογραφεί ΚΥΑ που ορίζει την δυναμικότητα των τάξεων σε 27 μαθητές. Άλλωστε η καταστρατήγηση έως σήμερα στην πλειονότητα των περιπτώσεων ήταν να υπάρχουν τάξεις με 18 ή 20 μαθητές ώστε να διασφαλίζουν οι διευθυντές περισσότερο διδακτικό προσωπικό το οποίο χρησιμοποιούσαν εκ των υστέρων ως διοικητικό προσωπικό. Γι’ αυτό και προκύπτει ένας αριθμός περίπου 1.500 εκπαιδευτικών την τρέχουσα σχολική χρονιά που δεν έχουν ούτε μία ώρα διδακτικού έργου».
 
Σχετικά με την άποψη ότι η κυβέρνηση «απολύει» 10.000 αναπληρωτές καθηγητές, οι πηγές του υπουργείου Παιδείας αναφέρουν ότι «καταρχάς οι αναπληρωτές καθηγητές είναι συμβασιούχοι και η μη πρόσληψή τους δεν σημαίνει "απόλυση". Η μόνιμη χρησιμοποίηση συμβασιούχων αναπληρωτών αλλά και η παράλληλη διαπίστωση κενών είναι μοναδικό φαινόμενο και αποδεικνύει την παθογένεια του συστήματος διαχείρισης προσωπικού που ακολουθήθηκε τα τελευταία 20 χρόνια».
 
«Στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση εργάζονται περίπου 83.000 μόνιμοι εκπαιδευτικοί και αντιστοιχούν σε 640.000 μαθητές, δηλαδή η αναλογία είναι ένας καθηγητής για οκτώ μαθητές. Ακόμη και αν συνυπολογίσει κανείς την ιδιαιτερότητα της Νησιωτικότητας και της Ορεινότητας που συναντάμε στη χώρα μας, ο λόγος αυτός είναι πολύ χαμηλότερος σε σχέση από τον αντίστοιχο μέσο όρο των χωρών του ΟΑΣΑ. Έχουμε λοιπόν πολύ περισσότερους μονίμους εκπαιδευτικούς ανά μαθητή και αυτό, σε συνδυασμό με την προβληματική κατανομή τους ανά Περιφέρεια και Διεύθυνση Εκπαίδευσης. Γιατί οι αναπληρωτές προσλαμβάνονται για να καλύψουν κενά που δημιουργεί η προβληματική κατανομή μονίμων καθηγητών ανά Περιφέρεια. Αλλού υπάρχει έλλειψη, άλλου είναι υπεράριθμοι. Πέραν αυτού το κόστος των Αναπληρωτών Καθηγητών ξεπερνά ετησίως τα 300 εκ. ευρώ, ενώ για την σχολική χρονιά 2012-2013 προσελήφθησαν 8.500 αναπληρωτές για 10μηνη απασχόληση» ανέφεραν.
 
Παράλληλα το υπουργείο «έχει ήδη εξασφαλίσει την απασχόληση 8.500 αναπληρωτών στη νέα σχολική χρονιά σε καινοτόμες και χρηματοδοτούμενες δράσεις από το ΕΣΠΑ (όπως η εφαρμογή του θεσμού του Μέντορα, της ενισχυτικής διδασκαλίας κλπ). Με δράσεις καινοτομίας είναι εφικτό να δημιουργηθεί ένα εργασιακό περιβάλλον και στη νέα προγραμματική περίοδο 2015-2022 που θα μειώνει στο ελάχιστο το κοινωνικό αποτύπωμα του νοικοκυρέματος της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης».
 
Σχετικά με την θέση της ΟΛΜΕ ότι δεν δέχεται την αύξηση δύο ωρών εβδομαδιαία, ανέφεραν ότι «από τον Ιούλιο του 2012 διαπιστώσαμε ότι ουσιαστικά το υπουργείο δεν γνώριζε ούτε πόσους ακριβώς εκπαιδευτικούς διέθετε, ούτε πού βρίσκονταν όλοι, ούτε πόσες ώρες δίδασκε ο καθένας».
 
«Γι’ αυτό προχωρήσαμε σε πλήρη χαρτογράφηση της εκπαίδευσης: σχολεία, τμήματα, εκπαιδευτικοί εντός και εκτός σχολείου, ώρες απασχόλησης. Αυτό και μόνον αυτό θα επέτρεπε έναν ουσιαστικό προγραμματισμό. Αλλά και λήψη των αναγκαίων μέτρων που έπρεπε να ληφθούν για σωστές τοποθετήσεις, μεταθέσεις, αποσπάσεις αλλά και διορισμούς - έστω και αυτούς τους περιορισμένους που πραγματοποιούνται τα τελευταία χρόνια - και εν τέλει για την αξιοποίηση του υπάρχοντος εκπαιδευτικού προσωπικού κατά τον καλύτερο δυνατόν τρόπο. Με την ολοκλήρωση της παραπάνω χαρτογράφησης διαπιστώσαμε στρεβλώσεις δεκαετιών που οδήγησαν στη δημιουργία πλεονασμάτων σε κάποιες ειδικότητες με ταυτόχρονη έλλειψη σε άλλες. Και φυσικά το μοναδικό φαινόμενο των «κενών» και η πρόσληψη κατά μέσο όρο 10000 συμβασιούχων αναπληρωτών. Και κενά και 300 εκ. ευρώ σπατάλη» τονίζουν οι ίδιες πηγές.
 
«Στόχος μας, μετά την έγκαιρη διανομή των βιβλίων τον Σεπτέμβριο του 2012, δηλαδή του αυτονόητου, η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού, των εκπαιδευτικών μας, ώστε πριν από την έναρξη των μαθημάτων της επόμενης σχολικής χρονιάς όλα τα σχολεία να έχουν όλους τους αναγκαίους δασκάλους και καθηγητές» ανέφεραν.

«Με βάση, λοιπόν, πλήρως ελεγμένα και επιβεβαιωμένα στοιχεία, αποφύγαμε την αύξηση των ωρών στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση όπου το ωράριο του πρωτοδιόριστου δασκάλου είναι 24 ώρες. Από την άλλη πλευρά προχωρούμε στην οριζόντια αύξηση του ωραρίου όλων των καθηγητών κατά δύο ώρες, ώστε ο πρωτοδιόριστος από την επόμενη χρονιά να διδάσκει 23 ώρες την εβδομάδα, από 21 που δίδασκε μέχρι και φέτος, και βεβαίως, ανάλογα με τα χρόνια, οι ώρες αυτές μειώνονται μέχρι και τις 18 από 16 που ήταν μέχρι σήμερα για όσους είχαν 20 και πάνω χρόνια υπηρεσίας.

Και μετά την αύξηση αυτή η Ελλάδα θα βρίσκεται ως προς τις ώρες που διδάσκουν οι εκπαιδευτικοί στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση περίπου στο μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε. που είναι 19,1 (γυμνάσιο) και 18,4 (λύκειο), όταν ο Μ.Ο. όρος (γυμνάσιο-λύκειο) στην Ελλάδα είναι 18,5 (σύμφωνα με τα στοιχεία και της ΟΛΜΕ), ενώ εξακολουθεί η αναλογία εκπαιδευτικών-μαθητών στη χώρα μας να παραμένει η μικρότερη στις χώρες του ΟΟΣΑ  αλλά και στην Ευρώπη.

Με την αύξηση αυτή των ωρών, και σε συνδυασμό με τον αυστηρό περιορισμό των αποσπάσεων εκπαιδευτικών σε φορείς εντός και εκτός του υπουργείου Παιδείας, την εξάντληση του υπάρχοντος ωραρίου, την αξιοποίηση των δεύτερων πτυχίων των εκπαιδευτικών, την επέκταση πρώτης και δεύτερης ανάθεσης διδασκαλίας και την πρόσληψη 2500 συμβασιούχων αναπληρωτών για την νησιωτική και ορεινή χώρα, εξασφαλίζονται οι αναγκαίες διδακτικές ώρες, κατά ειδικότητα, που θα επιτρέψουν, όλα τα παιδιά σε όλα τα σχολεία να έχουν - και μάλιστα έγκαιρα - τον καθηγητή τους τον Σεπτέμβριο του 2013» ανέφεραν επί του βασικού αιτήματος των καθηγητών.
 
Σχετικά με την άποψη ότι το υπουργείο Παιδείας μετατρέπει «τους καθηγητές σε περιφερόμενο θίασο με τις υποχρεωτικές μεταθέσεις» τονίζεται ότι «αρχικά η "διαφωνία" της ΟΛΜΕ είναι όψιμη, εφόσον η νομοθετική ρύθμιση για τις αναγκαστικές μετακινήσεις των εκπαιδευτικών είναι νομοθετημένες από τον περασμένο Νοέμβριο. Το Προεδρικό Διάταγμα ορίζει μόνον την διαδικασία και τα κριτήρια υποχρεωτικής μετάθεσης και εφόσον ένας καθηγητής είναι υπεράριθμος δηλαδή διδάσκει λιγότερο από 12 ώρες και δεν έχει συμπληρώσει δώδεκα χρόνια προϋπηρεσίας. Πέραν αυτού εκτός των υποχρεωτικών μεταθέσεων από το 2010 έχει ψηφιστεί - από την τότε μονοκομματική κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ - στο ν.3848/2010 η δυνατότητα υποχρεωτικής απόσπασης των εκπαιδευτικών και μάλιστα χωρίς κριτήρια.

Όμως είναι τόσο εύλογη και δίκαιη η απόφαση της πολιτείας να μεταθέσει υπεράριθμους εκπαιδευτικούς σε κενές θέσεις αρκεί να αναλογιστούμε ότι την σχολική χρονιά 2012-2013 5.500 εκπαιδευτικοί διδάσκουν λιγότερο από 12 ώρες την εβδομάδα, ενώ τα προηγούμενα χρόνια ήταν ακόμα περισσότεροι οι υποαπασχολούμενοι».

Οι αντιδράσεις

Τη συμπαράστασή του στον αγώνα των εκπαιδευτικών, αλλά και την κατηγορηματική αντίθεσή του σε οποιαδήποτε αναβολή των εξετάσεων, εκφράζει με ψήφισμά του το Δ.Σ. της ΚΕΔΕ.

Όπως σημειώνεται, «η ΚΕΔΕ με αφορμή τον κίνδυνο αναβολής των Πανελληνίων Εισαγωγικών Εξετάσεων, εξαιτίας των επαπειλούμενων απεργιακών κινητοποιήσεων, εκφράζει την συμπαράστασή της στον αγώνα των εκπαιδευτικών και καλεί την κυβέρνηση να συζητήσει άμεσα σε πνεύμα ομοψυχίας τα προβλήματα των καθηγητών».

Συγχρόνως, όμως «συμμερίζεται τα βάρη που επωμίζονται οι χιλιάδες νέοι υποψήφιοι και οι οικογένειές τους και δηλώνει την κατηγορηματική αντίθεσή της με οποιαδήποτε αναβολή των εξετάσεων».

Το ψήφισμα εκδόθηκε κατά πλειοψηφία, αφού διαφωνία εξέφρασε ο εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ στην ΚΕΔΕ Σπ. Τζόκας. Πανεπιστημιακός δάσκαλος ο ίδιος σημείωσε ότι «η απεργία είναι το μόνο όπλο που έχουν αυτή τη στιγμή οι καθηγητές».

Σε ό,τι αφορά τη χρονική συγκυρία σημείωσε ότι τώρα η κυβέρνηση προχώρησε στο συγκεκριμένο νομοθέτημα.

Τη θέση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ενθαρρύνει τις απεργιακές κινητοποιήσεις των καθηγητών διατυπώνει η Ν.Δ. με αφορμή δηλώσεις στελεχών του για τις διεκδικήσεις της ΟΛΜΕ.

«Για μία ακόμη φορά, ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο», τονίζεται σε σχετική ανακοίνωση και συμπληρώνεται πως «ενθαρρύνοντας τις απεργιακές κινητοποιήσεις των καθηγητών, την ώρα των Πανελλαδικών Εξετάσεων, παίζει κομματικά παιχνίδια σε βάρος εκατοντάδων χιλιάδων μαθητών και των οικογενειών τους».

Σύμφωνα με τη Νέα Δημοκρατία, η αξιωματική αντιπολίτευση στρέφεται ευθέως, ανεύθυνα και αδίστακτα εναντίον του κοινωνικού συνόλου».

«Ο κ. Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι υπόλογοι σε όλον τον Ελληνικό λαό, εάν επιμείνουν σε ακρότητες», προστίθεται στην ανακοίνωση.

Άμεσα ήρθε η απάντηση από την Κουμουνδούρου που υποστηρίζει ότι η Νέα Δημοκρατία για μια ακόμα φορά παίζει «άθλια μικροπολιτικά παιχνίδια με τις αγωνίες της ελληνικής κοινωνίας».

Ο ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει ότι «η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός πρώτα απαξιώνουν με την ακραία τους πολιτική την παιδεία, και τώρα εκβιάζουν την εκπαιδευτική κοινότητα ενόψει των εξετάσεων».

«Είναι στο χέρι της κυβέρνησης να παγώσει τώρα τις αποφάσεις της και να ξεκινήσει διάλογο με την εκπαιδευτική κοινότητα πάνω στα πραγματικά προβλήματα του σχολείου, μετά τη διεξαγωγή των εξετάσεων», καταλήγει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Από τον Τομέα Παιδείας της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ, σχετικά με την απεργία της ΟΛΜΕ, εκδόθηκε η ακόλουθη ανακοίνωση:
 
Ως προοδευτικός χώρος στους κόλπους της νέας γενιάς μένουμε άφωνοι από την πρόθεση της ΟΛΜΕ να προχωρήσει σε απεργιακές κινητοποιήσεις εν μέσω πανελλαδικών εξετάσεων. Κατανοούμε πλήρως τις τεράστιες αλλαγές που έχουν επέλθει στις εργασιακές σχέσεις, καθώς και τον κατακερματισμό των μισθολογικών αποδοχών των εκπαιδευτικών την τελευταία τριετία. Μάλιστα, ως νέοι άνθρωποι, έχουμε συμπαρασταθεί και συμπαραταχτεί έμπρακτα στον αγώνα τους ουκ ολίγες φορές.

Παρόλα αυτά, τη δεδομένη χρονική στιγμή, πιστεύουμε ότι οι καθηγητές δεν θα πρέπει να προχωρήσουν σε οποιασδήποτε μορφής κινητοποιήσεις κατά τη διάρκεια των εισαγωγικών και απολυτήριων εξετάσεων και τους ζητούμε να βοηθήσουν για την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας.

Κανείς μας δεν εναντιώνεται στις δίκαιες διεκδικήσεις των εκπαιδευτικών, όμως αν κάνουν πράξη τις απειλές τους τη στιγμή που η κοινωνικοοικονομική κατάσταση της χώρας είναι οριακή, το μόνο που θα καταφέρουν είναι να παρατείνουν το άγχος χιλιάδων υποψηφίων, για μία θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, όπως και των γονέων τους, καθώς, δυσχεραίνοντας την προσπάθεια τους, οδηγούν ενδεχομένως σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις κοινωνικού αυτοματισμού.

Η συνεδρίαση του Δ.Σ. της ΟΛΜΕ συνεχίζεται σήμερα, καθώς κατά τη χθεσινή μαραθώνια συνεδρίαση δεν ελήφθησαν τελικές αποφάσεις.
 
Όπως δήλωσε ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Νίκος Παπαχρήστος, «βρισκόμασταν πολύ κοντά στο να καταλήξουμε σε απεργιακή πρόταση για 24ωρη απεργία στις 17/5 και πενθήμερη επαναλαμβανόμενη από 20/5».

Ο ίδιος μίλησε για αντεγκλήσεις μεταξύ του ΠΑΜΕ και της ΔΑΚΕ ωστόσο εμφανίστηκε αισιόδοξος ότι «αύριο πιο νηφάλιοι θα προχωρήσουμε».

Κύριο αίτημα των καθηγητών είναι να μην αυξηθούν οι ώρες διδασκαλίας των εκπαιδευτικών, αλλά και να μην μειωθούν οι προσλήψεις αναπληρωτών την επόμενη χρονιά. Ζητούν επίσης από το υπουργείο Παιδείας να πάρει πίσω το προεδρικό διάταγμα για τις αναγκαστικές μεταθέσεις καθηγητών.

Την Παρασκευή ο υπουργός Παιδείας Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος θα συναντηθεί και με τους εκπροσώπους των ιδιωτικών εκπαιδευτικών, που επίσης έχουν απειλήσει με κινητοποιήσεις.