Σαββατοκύριακo
21-22  Δεκεμβρίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 5207RSS FEED
«Σήκω Ευαγόρα να μας πεις Ελληνική Ιστορία»!
Γράφει ο
Ιωάννης Παρίσης

Την περασμένη εβδομάδα, 59η επέτειο του απαγχονισμού του 17χρονου μαθητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη από τους Άγγλους κατακτητές της Κύπρου, σκέφτηκα να θυμίσω το κείμενο που είχα δημοσιεύσει στο ιστολόγιο αυτό, προ τετραετίας:



Σήμερα θυμόμαστε ξανά με εθνικό ρίγος και συγκίνηση και τιμούμε έναν ήρωα και ποιητή, τον 18χρονο Έλληνα Κύπριο μαθητή, Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που τα μεσάνυχτα της 13ης Μαρτίου 1957, ανέβηκε στο ικρίωμα τραγουδώντας την Ελλάδα και την Ένωση. Κι έμεινε Αθάνατος!

Άφησε πίσω του ένα μοναδικό ποιητικό έργο, που μελοποιήθηκε, τραγουδήθηκε και συνεχίζει να τραγουδιέται από όσους Έλληνες επιμένουν να πιστεύουν ότι οι ήρωες της ΕΟΚΑ είναι οι αλατόμητοι νοηματοδότες και φωτοδότες της πορείας μας.

Όσοι ακόμα αισθάνεστε και πιστεύετε ότι το να είσαι Έλληνας είναι ωραίος αγώνας, επιβαλλόμενη αντίσταση, μεγάλη τιμή και περηφάνια, σήμερα ξαναδιαβάστε τα ποιήματα του Βαγορή. Αλλά διαβάστε και ένα ποίημα, που έγραψε το 1957 ο Ρόδιος ποιητής και φιλόλογος, Φώτης Βαρέλης, για την υπέρτατη θυσία του. Θα συγκλονιστείτε!

Σε τούτους τους δύσκολους καιρούς χρειαζόμαστε να θυμόμαστε ξανά και ξανά και να τιμούμε τον ανεπανάληπτο απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ ενάντια στον Εγγλέζο αποικιοκράτη και πώς αξιοπρεπείς λαοί, που σέβονται τον εαυτό τους, ξέρουν να γράφουν και να τιμούν την ιστορία τους.

ΤΟΥ ΒΑΓΟΡΗ

Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν άκ’σε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
- Παρόντες όλοι;
- Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
- Παρόντες, λέει ο δάσκαλος • και με φωνή που τρέμει:
- Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
- Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ, που μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα ‘πε κι απλώθηκε σιωπή πα ‘στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.
 
 
(Το παραπάνω κείμενο με το ποίημα το έλαβα από τον φίλο Σάββα Ιακωβίδη, αρθρογράφο-αναλυτή της εφημερίδας «Η Σημερινή» της Λευκωσίας)