Σαββατοκύριακo
20-21  Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4962RSS FEED
Mια απόσταση που πρέπει να διανυθεί
Γράφει ο
Ηλίας Καραβόλιας

Οι θεωρητικοί Οικονομολόγοι, κυρίως οι έχοντες ειδίκευση σε θέματα μικροοικονομικά/μακροοικονομικά, οφείλουμε να είμαστε κάτι σαν σκαπανείς της πρώτης ύλης που κινεί την Οικονομία. Αυτή η πρώτη ύλη καλείται φιλότιμο, καλείται ιδρώτας, εργασία. (σημ: σε αυτήν στηρίζεται η ξεχασμένη συνάρτηση της καθημερινότητας: η συνάρτηση εργατικού μισθού-επιχειρηματικού κέρδους).

Η συνεχής εσωτερική υποτίμηση στην εθνική μας οικονομία, 8 χρόνια τώρα, μονιμοποίησε το αναπόφευκτο: έπεσε η αξία της εργασίας μας (μισθός) αλλά τελικά δεν βελτιώθηκε η ανταγωνιστικότητα (και πώς να βελτιωθεί φυσικά όταν ο μισθός είναι ένας μόνο από τους συντελεστές κόστους για μια επιχείρηση)

Ένεκα φιλικής εξυπηρέτησης που έτυχα από στελέχη μεγάλου ιδιωτικού ομίλου, έπιασα την κουβέντα μαζί τους ακούγοντας το προφανές: δηλαδή ότι εδώ και κάποια χρόνια το 80% περίπου εξ αυτών εισπράττουν μισθούς 500-600 ευρώ. Φαινόμενο που είναι μαζικό σχεδόν, σε όλους τους κλάδους. Αυτονόητη κατάσταση που την αποδεχόμαστε ως ''φυσική συνέπεια'' της ύφεσης, θα πει κανείς, και σχεδόν ''αποδεκτή'' πλέον. Μην ξεγελιέστε όμως. Τα πορίσματα μιας παρατήρησης δεν είναι ισχυρά αν δεν τα περάσεις πρώτα από την βάσανο  της στατιστικής καταγραφής.

Δεν θα αναφερθώ, σκοπίμως, σε μεγέθη από συγκεκριμένες μελέτες καθώς η πραγματικότητα μάλλον τις ξεπερνά. Ο καθένας μας ξέρει τι συμβαίνει στην ζούγκλα της αγοράς. Για παράδειγμα, ξέρουμε όλοι ότι η πλειοψηφία των ελεύθερων επαγγελματιών έχει υποστεί καθίζηση πραγματικών εισοδημάτων ,πολύ μεγαλύτερη από αυτή των μισθωτών, καθώς τα χρέη έχουν εκτιναχθεί (υπέρμετρη φορολογία και εισφορές) ενώ οι δουλειές έχουν μειωθεί δραματικά. Ο λόγος; Μα ο μισθός είναι εκείνη η ''μικρή δύναμη'' που κινεί πάντα μια οικονομία. Οι προγραμματισμένες δαπάνες του μισθωτού είναι εκείνες που δημιουργούν τζίρους στην αγορά. Το σταθερό εισόδημα είναι που εξασφαλίζει δόσεις σε δάνεια, αγορές αγαθών, υποχρεώσεις στο Δημόσιο.

Ανέτρεξα λοιπόν στους ισολογισμούς των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον συγκεκριμένο κλάδο της εταιρείας που επισκέφθηκα. Όντως, οι ζημίες (ή τα οριακά κέρδη) των τελευταίων ετών δεν αφήνουν περιθώρια στις διοικήσεις για να μην περιορίσουν κόστη (με πρώτο και καλύτερο το μισθολογικό φυσικά). Όμως η παλιά εικόνα της συνεχούς κερδοφορίας αυτών των εταιρειών, επί δυο δεκαετίες περίπου, ήταν εντυπωσιακή. Οι δε μισθοί, προ της κρίσης, επίσης υψηλοί και αξιοπρεπείς.

Το ερώτημα μου λοιπόν είναι αν η ραγδαία μείωση της κερδοφορίας, λόγω ύφεσης, η βαριά φορολογία και ο υψηλός ανταγωνισμός, επαρκούν ως ''αιτίες'' για μια μεγάλη περικοπή μισθών στην πλειοψηφία ή και στο σύνολο των εργαζομένων σε μεγάλες εταιρείες (σημ: ας αφήσουμε απ’ έξω την ψαλίδα μεταξύ αμοιβών ανώτερων στελεχών -απλών υπαλλήλων. Εξακολουθεί να είναι πηγή εκρηκτικής ανισότητας, εννοείται).

''Ακούω'' ήδη την πρώτη αντίδραση από φίλους οπαδούς, όπως και εγώ, του laizzes- faire: ''αναγκαστικά'' μειώθηκε ο μισθός διότι η ανταγωνιστικότητα πρέπει να αυξηθεί αφού αν δεν πέσει η φορολογία, αν δεν πέσουν οι εισφορές, τότε οι μεγάλες εταιρείες θα φύγουν από την χώρα και τα 500 ευρώ του υποαμειβόμενου θα χαθούν και αυτά (οπότε θα αυξηθεί η ανεργία). ''Θεμιτό'', ''ορθολογικό'', ''πιθανό''. Όμως ας σταθούμε κάπως πιο προσεχτικά στο φαινόμενο.

Υπήρχαν ή όχι τεράστια κέρδη σε κολοσσούς (εθνικές και πολυεθνικές εταιρείες) εδώ και πολλά χρόνια; Άραγε δόθηκε ποτέ, στις περισσότερες εξ αυτών, ''αξιοπρεπές'' επίδομα ισολογισμού ώστε η κερδοφορία τους να ανταμείβει δίκαια και τους εργαζόμενους (εκτός των μετόχων) με ένα έστω και συμβολικό μέρισμα επιτυχίας ; Να το πω πιο απλά: η τελική ''οικονομική αποδοτικότητα'' κάθε υπαλλήλου, με όρους καθαρής κερδοφορίας στον ισολογισμό, πόσες φορές αντιστοιχούσε προ της κρίσης (και πόσο σήμερα) στον μισθό; Πόση δηλαδή ήταν και πόση είναι σήμερα η ψαλίδα της σχέσης μισθού-κέρδους και η απόσταση ''αξία εργασίας - υπεραξία'';

Δεν είναι ''κομμουνιστικές'' οι έννοιες, μην τρομάζετε. Αυτές είναι αληθινές εξισώσεις, είναι η μόνιμη συνάρτηση της καθημερινότητας που την έχουμε ξεχάσει. Δεν χρειάζεται όμως και να χαθούμε σε αυτές τις έννοιες, ως θεωρητικοί ερευνητές. Εξάλλου είναι εμφανές ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, εκ πρώτης όψεως, δεν ''βγαίνουν''.

Όμως παρ’ όλα αυτά, φρονώ ότι κάποια επιστημονικά επιμελητήρια( με πρώτο το δικό μας, των Οικονομολόγων) οφείλουν να μετρήσουν την απόσταση αμοιβής-υπεραξίας. Και την ονομάζω όσο πιο απλά γίνεται: απόσταση μεταξύ πραγματικών αποδοχών και πραγματικής κερδοφορίας. Μην νομίζετε ότι έχουν αποκωδικοποιηθεί καλά αυτές οι έννοιες. Δεν έχουν μετρηθεί όπως πρέπει παρά μόνο από την ΓΣΕΕ και ίσως κάποιους άλλους εργασιακούς (κλαδικούς) φορείς που ασχολούνται με την μισθωτή εργασία. Το ζήτημα τελικά είναι πώς εμείς οι θεωρητικοί της Οικονομίας πιστοποιούμε ή όχι την υποτίθεται αναγκαία ''προσαρμογή'' των μισθών στα επίπεδα της μειωμένης κερδοφορίας (ή και των ζημιών) στις σημερινές  επιχειρήσεις που κυριολεκτικά παλεύουν να κρατηθούν ζωντανές (σημ: υπάρχει όμως και η άλλη διάσταση.

Πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις στον τόπο, οικογενειακές και παραδοσιακές, συνεχίζουν να πληρώνουν σχετικά αξιοπρεπώς τους υπαλλήλους τους που συνήθως πρόκειται για συγγενείς και φίλους που συχνά βάζουν πλάτη στα δύσκολα. Για το δε Δημόσιο μάλλον ήταν αναπόφευκτο να συμβούν περικοπές μετά από τόση σπατάλη και κακοδιαχείριση δεκαετιών. Περικοπές οι οποίες κάπως ''αντισταθμίζονται'', για τα δεδομένα της εποχής, από αυτό που λείπει από τον ιδιωτικό τομέα: την ασφάλεια της μόνιμης σχετικά εργασίας και την έγκαιρη καταβολή των αποδοχών)

Το πρόβλημα εντοπίζεται κυρίως στους μεγάλους επιχειρηματικούς οργανισμούς, σε εκείνους που προχώρησαν σε απολύσεις και μειώσεις μισθών μετά τις νέες συνθήκες των συλλογικών συμβάσεων εργασίας που έφεραν τα μνημόνια. Και το τονίζω αυτό καθότι δεν βλέπω να έχει ενεργοποιηθεί στην πράξη η περίφημη οικονομική μηχανική αντιστάθμισης και ισορροπίας: η ρήτρα εισοδήματος. Προσοχή: μιλάω για το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα. Διότι μπορεί μεν το ΑΕΠ της χώρας να έχει υποχωρήσει 25% περίπου, εδώ και 8 χρόνια, αλλά τα διαθέσιμα πραγματικά εισοδήματα των μισθωτών (λέω ''διαθέσιμα πραγματικά'' περιλαμβάνοντας τα φορολογικά βάρη συν τις λοιπές αυξήσεις εξόδων και δαπανών διαβίωσης) μάλλον έχουν υποστεί διπλάσια καθίζηση.

Πρέπει επιτέλους να αφήσουμε την θεωρητική μυωπία έξω από την ανάλυση μας. Ας δούμε το αυτονόητο σαν ικανή συνθήκη και όχι μόνο ως αναγκαία. Ναι, η χώρα χρειάζεται περισσότερους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα. Όμως, χρειάζεται απλά περισσότερους  ή/και καλύτερους μισθούς; Αυτό είναι το ερώτημα. Γιατί ξέρουμε ότι αυτοί οι καλύτεροι μισθοί, για να έλθουν, χρειάζεται να χαμηλώσουμε τους φόρους, τις εισφορές, τα γραφειοκρατικά κόστη των επενδυτών. Δεκτό και αυτονόητο, ξαναλέω. Μήπως όμως πρέπει να ξαναδούμε και το θέμα σχετικά με την απόσταση που λέγαμε (αμοιβής-υπεραξίας) και ειδικότερα για τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους που δεν επανεπενδύουν; Και μήπως κάποτε να προσδιορίσουμε πόσο θα μπορούσε να αντιστοιχεί σε όρους μισθολογικούς η εναλλακτική/δημιουργική λογιστική( μεταβιβαστική τιμολόγηση και ενδοομιλικές συναλλαγές) των πολυεθνικών ομίλων;

Κλείνω με ένα άλλο αυτονόητο που ξεχνάμε. Αν θέλουμε,σαν κοινωνία,να κατανοήσουμε που πήγαν τα λεφτά που κυκλοφορούσαν στις τσέπες μας (σημ: εννοείται ότι τα περισσότερα που εξαφανίστηκαν είναι αυτά που έκλεισαν την τρύπα του Δημοσίου), πρέπει εκτός από την πάταξη της μαζικής φοροδιαφυγής να ''μετρήσουμε'' και την υπεραξία που αποταμιεύτηκε προ της κρίσης. Να σταθμίσουμε την πολυετή κερδοφορία των μεγάλων κυρίως εταιρειών και να κατανοήσουμε αν αυτή επανεπενδύθηκε ή αποταμιεύτηκε. Αν έχει συμβεί σε υπέρμετρο βαθμό το πρώτο, τότε ίσως και να δεχθούμε την απαξίωση του μισθού ως ''νόρμα'', ως φυσικό επακόλουθο μιας ελλειμματικής και υπερχρεωμένης Οικονομίας.

Αν όμως υπερτερεί το δεύτερο (η αποταμίευση, η αποθησαύριση και η υπερσυσσώρευση πλούτου) τότε ας αντιληφθούμε ότι αυτός ο πλούτος  ''πρέπει'', εν μέρει τουλάχιστον, να επανεπενδυθεί. Και ''πρέπει'' να πειστούν οι ισχυροί του τόπου, οτι δεν υπάρχει ασφαλέστερη επένδυση από αυτήν που αφορά την πρώτη ύλη μιας χώρας: την εργασία και το ανθρώπινο κεφάλαιο, το ελληνικό φιλότιμο και το ελληνικό μυαλό...