Το βιβλίο «Λαϊκισμός. Μια συνοπτική εισαγωγή», των Κας Μουντ και Κρίστομπαλ Ροβίρα Καλτβάσερ, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Eπίκεντρο σε επιμέλεια Πέτρου Παπασαραντόπουλου και μετάφραση Ελένης Κοτσυφού, κομίζει, στην κυριολεξία, «γλαύκα στην Αθήνα». Και αυτό, διότι ο λαϊκισμός ήταν πεδίο δραστηριότητας στην Ελλάδα ήδη από τον 19ο αιώνα, όταν άρχισε, κορυφώθηκε και συνεχίζεται ο δικομματισμός και ο μακροοικονομικός λαϊκισμός, όπως έχω επισημάνει σε όλα τα βιβλία μου.
Όπως, λοιπόν, έχω γράψει στις 6 Φεβρουαρίου του 1885, στην Αθήνα ξετυλίχθηκαν σκηνές που σε όλες τις επόμενες δεκαετίες έως σήμερα επαναλαμβάνονται μετά την πτώση κάθε κυβέρνησης δικομματισμού και ανάδειξη του άλλου κόμματος στην εξουσία, δηλαδή χοροί, τραγούδια, συγκεντρώσεις και αλαλαγμοί των νικητών κομματικών οπαδών.
Η Αθήνα τότε μετατράπηκε σε «Μενίδι πανηγυρίζον και μεθύσκον». Πίπιζες, νταούλια, χάλαζα πυροβολισμών, αλαλαγμοί χαράς, έξαλλοι πανηγυρισμοί στους δρόμους.
Τι είχε συμβεί; Η κυβέρνηση Τρικούπη μόλις είχε ανατραπεί στη Βουλή με ψήφους 108 έναντι 104. Έτσι, ο αντιτρικουπισμός, υπό την ηγεσία του Θ. Δηλιγιάννη, έκανε την πρώτη σημαντική εμφάνιση στο δημόσιο βίο της χώρας. Δύο χρόνια νωρίτερα, στις 3 Ιουλίου του 1883, είχε αρχίσει δικομματισμός, ενώ σήμερα πολιτικοί σχολιαστές και αναλυτές διαβλέπουν, ύστερα από 130 περίπου χρόνια, το τέλος του πολιτικού αυτού φαινομένου που επισώρευσε πολλά δεινά στη χώρα μας.
Ο πρώτος δικομματισμός άρχισε το 1883, όταν, μετά την ουσιαστική μεταβολή του λαϊκού φρονήματος στις δημοτικές εκλογές της 3ης Ιουλίου, το σύνολο σχεδόν των αντιφρονούντων προς τον Τρικούπη συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Θεόδωρο Δηλιγιάννη. Ο πρώτος αυτός δικομματισμός κράτησε 15 χρόνια, με τη σύγκρουση του «Νεωτερικού» κόμματος (Τρικούπης) και του «Εθνικού» κόμματος (Δηλιγιάννης), όπως ονομάζονταν. Ο τελευταίος ελληνικός δικομματισμός άρχισε ουσιαστικά μετά τη μεταπολίτευση και διαρκεί σχεδόν έως σήμερα με τη σύγκρουση του «φιλελεύθερου» κόμματος και του «σοσιαλιστικού».
Το βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από τη σύγκριση του πρώτου και του σημερινού δικομματισμού είναι ότι έχει κοινά χαρακτηριστικά και επιβεβαιώνει τη γνωστή ρήση ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται κυρίως ως τραγωδία:
Πρώτον, οι έντονες πολιτικές συγκρούσεις και στους δύο δικομματισμούς δεν συνοδεύτηκαν από ήρεμες και «πολιτισμένες» μορφές.
Δεύτερον, ο δικομματισμός δεν ήταν πανάκεια για όλες τις δυσλειτουργίες του κοινοβουλευτισμού, της κοινωνίας και της οικονομίας.
Τρίτον, οι εξωτερικές και οικονομικές περιπέτειες που προκλήθηκαν από την εναλλαγή στην εξουσία των δύο κομμάτων οδήγησαν ένα μέρος της κοινής γνώμης σε απογοήτευση προς την κυβερνητική πολιτική και των δύο κομμάτων, η οποία εκδηλωνόταν με «μαύρη» ψήφο στο εκάστοτε κυβερνών κόμμα.
Τέταρτον, για όλη αυτή τη λαϊκή δυσαρέσκεια δεν ευθύνεται καθ΄ ολοκληρίαν ο δικομματισμός, αλλά οι αντιδράσεις του εκάστοτε άλλου πόλου του δικομματισμού, δηλαδή της εκάστοτε αντιπολίτευσης σε κάθε μεταρρυθμιστική και άλλη προσπάθεια που θα ωφελούσαν τη χώρα, την κοινωνία και την οικονομία.
Πέμπτον, το εκάστοτε κυβερνών κόμμα θεωρούσε «λάφυρο» το κράτος με την ανάληψη της εξουσίας!
«Θέσεις» και «προγράμματα» του δικομματισμού
Για του λόγου το αληθές, παραθέτω μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα «θέσεων» και «προγραμμάτων»των δύο κομμάτων κατά την περίοδο 1880 1895, και είμαι σίγουρος ότι θα βρείτε μόνο ομοιότητες και στους δύο δικομματισμούς, δηλαδή τον πρώτο και το σημερινό δικομματικό λαϊκισμό:
Τα αποτελέσματα
Εκπληκτική είναι και η διαπίστωση ότι, πέρα από τα κοινά αυτά χαρακτηριστικά, κοινά είναι και τα (δυσμενή κυρίως) αποτελέσματα του δικομματισμού στη χώρα μας. Απαριθμούμε, ενδεικτικά, μερικά από αυτά, με την υπογράμμιση ότι για όλα αυτά σημαντικό μερίδιο ευθύνης είχαν και τα δύο «αρχομανή» κόμματα, των οποίων, όπως έλεγε ο Ροΐδης, οι οπαδοί, υπό έναν αρχηγό, επιδίωκαν να καταλάβουν την εξουσία «ίνα εσθίωσι χωρίς να σκάπτωσι»:
Πρώτον, σε όλες σχεδόν τις εκλογές επιβεβαιώνονταν δύο σημαντικές μεταβολές: α) η λαϊκή δυσαρέσκεια κατά της πολιτικής του κυβερνώντος κόμματος που θεωρούνταν υπεύθυνο για την ακρίβεια, την οικονομική κρίση και τη γενική δυσπραγία με τη δημαγωγία των αντιπάλων να βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να καρποφορήσουν οι επιδιώξεις τους, και β) το αντίπαλο κόμμα να συνασπίζεται από οπαδούς και να εμφανίζεται ως εκλογικό φόβητρο. Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, στις εκλογές της 7 Απριλίου του 1885, όταν οι τρικουπικοί δεν ξεπέρασαν τους 56 βουλευτές, έναντι 184 των δηλιγιαννικών και 5 των δημοκρατικών.
Δεύτερον, οι πολιτικές και των δύο κομμάτων οδηγούσαν σε οικονομικές κρίσεις. Ας μην ξεχνάμε το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Τρικούπη το 1893, την «καμένη γη» του 1981, τη χρεοκοπία του 1985, τη σημερινή χρεοκοπία και τα ρεκόρ στη φορολογία, την ανεργία, τον πληθωρισμό, το έλλειμμα του Δημοσίου, το δημόσιο χρέος από την πολιτική του δανεισμού τότε και σήμερα.
Τρίτον, ό,τι κατηγορούσε το ένα κόμμα στην αντιπολίτευση το εφάρμοζε ως κυβέρνηση! Μιλάμε για το «Κάτω η λιτότητα» που έλεγαν. Υπενθυμίζουμε τα δρακόντεια μέτρα λιτότητας που εξήγγειλε ο Δηλιγιάννης αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας με τις εκλογές της 7ης Απριλίου του 1885, τα σκληρά μέτρα λιτότητας τον Οκτώβριο του 1985, η οποία συνεχίζεται ανελέητα ως σήμερα, με αποτέλεσμα να έχει καθυστερήσει σημαντικά η πραγματική σύγκλιση με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τέταρτον, ο πρώτος δικομματισμός, όπως και ο σημερινός, δεν μπόρεσε να προφυλάξει την ελληνική οικονομία από καμιά σχεδόν διεθνή οικονομική κρίση. Όπως και σήμερα, έτσι και μετά το 1871 ξέσπασαν τρεις διεθνείς κρίσεις ή φάσεις «μεγάλης ύφεσης»: η κρίση του 1881 1884, η οποία έπληξε πρώτιστα τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, ο «πανικός στους σιδηροδρόμους» που ξέσπασε στην Αμερική και η λεγόμενη «κρίση Μπάριγκ» στην Αγγλία.
Πέμπτον, θυμάστε, ασφαλώς, τις γνωστές αντιδράσεις του ΠΑΣΟΚ ως αξιωματικής αντιπολίτευσης για το πετρέλαιο θέρμανσης. Κάτι τέτοιο είχε γίνει και κατά την οικονομική κρίση του 1883 1884, όταν ο Τρικούπης είχε αυξήσει τους φόρους στο φωτιστικό πετρέλαιο. Για το μέτρο αυτό ο Τρικούπης είχε αποκληθεί «Πετρέλαιος» από την αντιπολίτευση του Θ. Δηλιγιάννη, η οποία είχε επικεντρώσει τις επιθέσεις της κυρίως στη φορολογική πολιτική της κυβέρνησης με το σύνθημα «Κάτω οι φόροι» (από τότε χρονολογείται το σύνθημα αυτό!). Πάντως, ο Δηλιγιάννης, όταν ανήλθε στην εξουσία κατάργησε όλους τους φόρους που είχε επιβάλει ο Τρικούπης!
Έκτον (και κυριότερο), όχι μόνο δεν αντιμετωπίσθηκε κανένα εθνικό θέμα, αλλά επιδεινώθηκαν κιόλας όλα σχεδόν τα παλιά και προστέθηκαν και νέα
Φρονώ ότι, αν η κοινοβουλευτική, πολιτική, οικονομική, κοινωνική συμπεριφορά του δικομματισμού, αλλά και των άλλων κομμάτων δεν εκδηλωνόταν με τους τρόπους που σκιαγραφήθηκαν πιο πάνω, τα δυσμενή αυτά αποτελέσματα στην κοινωνία και την οικονομία θα ήταν ίσως λιγότερα. Εννοώ την ύπαρξη συνεχούς ουσιαστικού κοινοβουλευτικού ελέγχου από όλα τα κόμματα, τις εποικοδομητικές προτάσεις για το καλό της χώρας και, φυσικά, τη νηφαλιότητα, την ηρεμία και όχι, φυσικά, τις γνωστές στείρες αντιδράσεις «όχι σε όλα» ή «ναι σε όλα», ανάλογα με τις προσδοκίες για κομματικό όφελος ή την προσπάθεια αποφυγής του κομματικού κόστους.
Εμμανουήλ Ροΐδης: Ο ορκισμένος εχθρός του λαϊκισμού
Φρονώ ότι αν οι συγγραφείς του βιβλίο αυτού είχαν διαβάσει τον ημέτερον Εμμανουήλ Ροΐδη θα παρέθεταν μόνο, σε επιβεβαίωσή τους, μόνο τα ακόλουθα για το ολέθριο μακροοικονομικό λαϊκισμό ως «πρώτη ύλη» από αιώνιες επισημάνσεις του:
«Εν και ήμισυ εκατομμύριον νοήμονος και φιλοπόνου λαού, οικούντος χώραν ευλογημένων, οία η Ελλάς, κατηνάλωσεν ολόκληρον τεσσαρακονταετίαν εις αγόνους συζητήσεις περί κομμάτων και κιμματαρχών. ’παν δε το χρήμα του λαού, αντί έργων χρησίμων, προς πόλεμον ή προς ειρήνην , εδαπάνησεν εις συντήρησιν κοπαδίου κομματικών κηφήνων, χάριν των οποίων στέργει την πενίαν, την κακοπραγίαν, την ασημότητα και τους εμπαιγμούς του κόσμου όλου».
«Το δε όντως λυπηρόν είναι ότι και οι υποτασσόμενοι εις πάσαν ταπείνωσιν και κακουχίαν, στέργοντες να μένωμεν άοπλοι και εις πάσαν ύβριν εκτιθέμενοι, πάλιν δεν κατορθούμεν να πληρώνωμεν ολοσχερώς τα κατ΄ έτος εξογκούμενα ημών λύτρα, αναγκαζόμενοι να δανειζώμεθα ακαταπαύστως και ίσως μετ΄ ου πολύ να παραστήσωμεν το πρωτοφανές εν τη ιστορία θέαμα έθνους χρεωκοποιούντος άνευ παρασκευών, άνευ πολέμου, άνευ επαναστάσεως ή άλλης τινός εκ των μέχρι τούδε γνωστών προφάσεων χρεωκοπίας».
Θα μπορούσα, αντί εισαγωγής, να παραθέσω μόνο και μόνο το παραπάνω, εντόνως «επίκαιρα» ρηθέντα από τον μεγάλο Εμμανουήλ Ροΐδη ως επίρρωσιν του σκοπού της νέας αυτής συγγραφικής μου προσπάθειας με την οποία επιχειρείται να παρουσιασθεί, με τη μορφή «Ημερολογίου», πώς σε 365 ημέρες συντελέσθηκε η λεηλασία και η καταστροφή της Ελλάδος τα τελευταία εξήντα χρόνια με την επανάληψη της ιστορίας συνεχώς ως τραγωδίας, δηλαδή σε μια περίοδο που δεν διεξήγαγε η χώρα μας εθνικούς, αλλά μόνο ολέθριους κομματικούς «πολέμους», με σκοπό που αγίαζε όλα τα μέσα και με θυσία των εθνικών, κοινοτικών και δανειακών πόρων, του κύρους και της ισχύος της στο βωμό των κομματικών πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Σε όλη την πολύχρονη δημοσιογραφική και συγγραφική δραστηριότητα με απογοήτευση διαπίστωνα ότι πολλά πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, εκπαιδευτικά, εθνικά και θεσμικά θέματα επαναλαμβάνονταν τελευταία κυρίως σαράντα χρόνια με τόσο καταπληκτική συχνότητα και πιστότητα, ώστε σε πολλές περιπτώσεις έγραφα «νέα» άρθρα, σχόλια, αναλύσεις και έρευνες, αλλάζονταν μόνο το χρόνο των ρημάτων, τους πρωταγωνιστές και τις ημερομηνίες . Αυτή διαδικασία συνεχιζόταν επί δεκαετίες και όλο αυτό υλικό μεταφερόταν στο αρχείο μου ή χρησιμοποιούνταν, σχεδόν ατόφιο, για τη συγγραφή δεκάδων, κυρίως, οικονομικών βιβλίων.
Αυτή η κατάσταση της επανάληψης των ίδιων θεμάτων, προβλημάτων, γεγονότων, μέτρων, αποφάσεων, συμπεριφορών, της επανάληψης, δηλαδή, της ιστορίας ως τραγωδίας ή φάρσας ή ιλαροτραγωδίας, όπως έλεγε, παραφράζοντάς τον ελαφρά, ο Μαρξ, επιδεινώθηκε σημαντικά κυρίως λίγο πριν από τις εκλογές του 2004 και κορυφώθηκε λίγο πριν και μετά την οικονομική κρίση του 2009 και, φυσικά, με τα αλλεπάλληλα Μνημόνια και τη μανία των κομμάτων για κατάληψη της εξουσίας και τη συνέχιση της σπατάλης για τη συντήρηση ενός αδηφάγου κομματικού, πελατειακού και συνδικαλιστικού κράτους. Η πιστή αυτή επανάληψη της «επικαιρότητας» με οδήγησε σε ένα σκληρό δίλημμα: ή έπρεπε να συνεχίζω να γράφω βιβλία με το ίδιο περιεχόμενο ή να βρω έναν άλλο τρόπο αποτύπωσης της επαναλαμβανόμενης αυτής ιστορίας πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και θεσμικής τρέλας , που θα έκανε το περιεχόμενο του βιβλίου πιο χρήσιμο και διδακτικό. Επέλεξα το δεύτερο σκέλος του διλήμματος με τη συγγραφή ενός βιβλίο υπό μορφή «Ημερολογίου», όπου στις 365 ημέρες του 2015 θα παρουσίαζα τη λεηλασία της χώρας τα τελευταία εξήντα χρόνια με υπενθύμιση ίδιων ακριβώς γεγονότων, ίδιων θεμάτων, ίδιων μέτρων και αποφάσεων και παθημάτων, τα οποία ουδέποτε έγιναν μαθήματα. Η διαπίστωση από τις εφιαλτικές αυτές αναδρομές είναι μελαγχολική: Σε όλη αυτή την τελευταία εξηκονταετία και, κυρίως, τεσσαρακονταετία, όλοι, μα όλοι, οι κάτοικοι της χώρας αυτής πριονίζαμε με μανία συνεχώς το κλαρί, όπου καθόμασταν, προμαχούντων των ίδιων πάντοτε πρωταγωνιστών, οι οποίοι δεν άφησαν τίποτε όρθιο στην Ελλάδα. Αναφέρω επιγραμματικά μερικούς από τους ολετήρες αυτούς πρωταγωνιστές:
Αλλά δεν χρειάζεται να συνεχίσουμε με την απαρίθμηση όλων των ολετήρων. Απλώς αναφέρω ότι όλα αυτά σημειώνονται με στοιχεία και ντοκουμέντα στο «Ημερολόγιό» μου, χωρίς, βέβαια, την ελπίδα του Κωστή Παλαμά που έλεγε: «Και μην έχοντας πιο κάτου άλλο σκαλί να κατρακυλήσει, πιο βαθειά στου κακού τη σκάλα, για τ` ανέβασμα ξανά, που σε καλεί, θα αισθανθείς να σου φυτρώσουν, ω χαρά!, τα φτερά, τα φτερά τα πρωτινά σου τα μεγάλα!. Διότι η κρίση είναι πολύ πιο βαθιά, πιο συνεχής, πιο επονείδιστη από εκείνη του 1897 για την οποία έγραψε με πόνο το ποίημα, τον Δωδεκάλογο του γύφτου, όπου «προφητεύει» την κάθαρση. Κι ας μην ξεχνάμε ότι «καθάρσεις» έχουν «προφητεύσει» και επαγγελθεί πολλοί, αλλά η χώρα ολοένα πήγαινε και συνεχώς πηγαίνει όλο πιο στο τελευταίο το σκαλί της σκάλας του κακού, του ολέθρου και της λεηλασίας.
Η απαισιοδοξία μου αυτή ενισχύεται ακόμη περισσότερο βλέποντας όλα αυτά που γίνονται, παρά τα πάμπολλα παθήματα, και συνεχίζονται και σήμερα στη χώρα μας, μολονότι ο μέγας Εμμανουήλ Ροΐδης πριν από πολλές δεκαετίες, πριν από πάνω από 130 χρόνια, με το δική του πάντα καυστική πένα, είχε «λαμπαδιάσει» όλους τους τότε ολετήρες της χώρας μας, οι οποίοι άφησαν, όπως φαίνεται, αθάνατους συνεχιστές του έργου τους.
Συνεχή τα ηχηρά ραπίσματα του Ροΐδη επί δεκαετίες, αλλά ματαίως
Παραθέσω τα κυριότερα «ραπίσματα» του Εμμανουήλ Ροΐδη προς όλους τους ολετήρες της εποχής του και να κάνω πιο εκκωφαντικό τον αντίλαλό τους για τους συνεχιστές τους κατά τη νεώτερη πολιτική ιστορία της χώρας μας:
«Ο πολύς πληθυσμός της Ελλάδος συνίσταται εκ πεντήκοντα χιλιάδων ανθρώπων γνωριζόνων ανάγνωσιν και ανορθογραφίαν και τρεφομένων υπό ενός εκατομμυρίου αγραμμάτων φορολογουμένων».
«Αλλαχού τα κόμματα γεννώνται, διότι υπάρχουν άνθρωποι διαφωνούντες και έκαστος άλλα θέλοντες. Εν Ελλάδι, συμβαίνει ακριβώς το ανάπαλιν. Αιτία της γεννήσεως και της πάλης των κομμάτων είναι η θαυμαστή συμφωνία μεθ΄ ής πάντες θέλουσι το αυτό πράγμα, να τρέφωνται δαπάνη του Δημοσίου».
«Αν υπήρχε λεξικόν της νεοελληνικής γλώσσης, νομίζομεν ότι ο ορισμός της λέξεως «κόμμα» ήθελεν είναι ο ακόλουθος: «Ομάς ανθρώπων ειδότων ν΄ αναγινώσκουσι και να ν΄ ανορθογραφώσι, εχόντων χείρας και πόδας υγιείς, αλλά μισούντων πάσαν εργασίαν, οίτινες, ενούμενοι υπό έναν οιονδήποτε αρχηγόν, ζητούσι ν΄αναβιβάσωσιν αυτόν δια παντός μέσου εις την έδραν του πρωθυπουργού, ίνα παράσχη αυτοίς τα μέσα να ζώσι χωρίς να σκάπτωσι».
-«Κατά τον πολύ Μοντέσκιον, έκαστος υπουργός, λαμβάνων την εξουσία, φροντίζει κατά με τον πρώτον έτος περί εαυτού, κατά δε το δεύτερον περί της επαρχίας του, και έπειτα, τέλος πάντων, και περί του έθνους εν γένει. Ουδόλως, λοιπόν, πρέπει να δυσανασχετώμεν κατά των ημετέρων πολιτικών, αν δεν προφθάνοσυ να πράξωσι το παραμικρόν υπέρ του τόπου, αφού ουδέ τα; Ιδίας υποθέσεις αφήνομεν αυτοίς καιρόν να τελειώσωσιν».
-«Ως ο Ιησούς εκήρυξεν ότι ήθελε σώσει τους αμαρτωλούς και ουχί τους δικαίους, ούτω και σήμερον παρ΄ ημίν η αισχρότης της διαγωγής είναι πρόσθετος τίτλος εις τας ευεργεσίας του (πρωθυπουργού) κ. Κουμουνδούρου. Πολλοί μάλιστα λέγουσιν ότι αυτή είναι απαραίτητον προσόν, ημείς όμως πιστεύομεν ότι και μόνη η ανικανότης αρκεί προς απόκτησιν της ευνοίας του, φθάνει να είναι αρκούντως αποδεδειγμένη».
«Οσάκις εις τον ημέτερον πρωθυπουργόν γίνονται παρατηρήσεις περί του ποιού των υπ΄ αυτού διοριζομένων, ότι είναι αμαθείς, βλάκες, υπόδικοι επί κλοπή ή κατάδικοι επί πλαστογραφία, εις τας ενστάσεις ταύτας η αγαθότης αυτού ευρίσκει στερεότυπον και όντως λακωνική απάντησιν: «Δεν πειράζει».
«Εξ όλων των κατοικούντων επί του πλανήτου μας διπόδων, ο Έλλην στρατιώτης είναι το ολιγαρκέστερον, και εν πολλοίς το δπανηρότερον. Αρκείται μεν εις άρτον και ελαίας, αλλά ίνα διοικηθή έχει, φαίνεται, ανάγκην στρατηγών, ταγματαρχών, λοχαγών, ανθυπασπιστών, λοχιών και δεκανέων δεκαπλάσιων των αλλαχού. Η δε απαραίτητος αύτη ανάγκη του καταδικάζει ημάς να μην έχωμεν στρατόν!»
-«Ό,τι ακολουθεί εις τον στρατόν συμβαίνει, δυστυχώς, και εις τους άλλους κλάδους. Τα ημέτερα ζώα, μάλλον δυσαρίθμητα, φαίνεται, όντα των αλλαχού, έχουσιν ανάγκην πλειόνων απαριθμητών. Τα ημέτερα δένδρα, μάλλον δυσφύλακτα, πλειόνων δασοφυλάκων. Τα ημέτερα πλοία, μάλλον δύσπλοια, πλειόνων πλοιάρχων. Αι ημέτεραι αλυκαί πλειόνων αλατοαποθηκαρίων. Τα ημέτερα δικαστήρια απειράκις πλειόνων δικαστικών γραφέων. Οι ημέτεροι φόρων πλειόνων φοροφάγων».
«Η θέσις των παρ΄ ημίν πολιτευομένων πολύ ομοιάζει την αυτών αυτοκρατόρων της βυζαντινής Ρώμης, οίτινες προς κατάληψιν του θρόνου συνεμάχουν μετά Φράγκων, Τούρκων και Βουλγάρων, εις ούς αυτοί τε και οι ημέτεροι φατριάρχαι, προς σχηματισμόν ή ενίσχυσιν κόμματος, εστρατολόγουν εκ των τριόδων μισθοφόρους, ους επλήρωνον δια δημοσίων χρημάτων, ήτοι δια θέσεων περιττών. Των τοιούτων μισθοφόρων επί τοσούτον επολλαπλασιάσθη προϊοντος του χρόνου ο αριθμός και το θράσος, ώστε κατέστησαν σήμερον η μόνη αξιόμαχος δύναμις της Ελλάδος, προ της οποίας και βασιλεία και κυβέρνησης και βουλή και ολόκληρον το έθνος κύπτει το γόνυ μετά τρόμου».
Εσφαλμένως, νομίζομεν, παρωμοίασάν τινες τους ημετέρους κομματάρχας προς αρχηγούς ληστρικών συμμοριών. Το πταίσμα αυτών είναι ότι εδημιούργησαν τα συμμορίας, σήμερον όμως αντί να είναι αρχηγοί αυτών, κατήντησαν απλοί μεσίται, δια των οποίων αι συμμορίαι αύται διαπαργματεύονται προς το έθνος τα λύτρα, ανθ΄ ων συγκατανεύουσι να παραχωρήσωσιν αυτώ ασφάλεια ζωής και περιουσίαν. Τα λύτρα ταύτα καλούνται κατ΄ ευφημισμόν προϋπολογισμός. Απόδειξις όμως του αληθούς αυτών χαρακτήρος είναι η δουλική ευπείθεια, μεθ΄ ης ολόκληρος η Βουλή, σιγώσης της αντιπολιτεύσεως, σπεύδει να καταβάλη άνευ συζητήσεως εις τον εισπράκτορα της κατισχυούσης συμμορίας, καλώς γνωρίζουσα ότι πάσα αντίστασις ή απόπειρα ελαττώσεως αυτών ήθελε τιμωρηθεί δι΄ αντιστάσεως την επιούσαν».
«Τούτο πάντες βλέπομεν, η δε επιστήμη το κηρύττει δια του στόματος του κ. Σούτζου (σημείωση δική μου: τότε της Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών την εποχή του Ροίδη), υποδεικνύοντος τας οικονομίας ως την μόνην σωτηρίαν οδόν. Προς ταύτην όμως ουδείς πολιτευόμενος τολμά να τραπή, ουχί εξ ελλείψεως πατριωτισμού, αλλά διότι καλώς γνωρίζει ότι αδύνατον είναι να προχωρήση επ΄ αυτής, χωρίς να προσκρούση ανά παν βήμα εις συμφέροντα προσωπικά, άτινα θέλουσιν ορθωθή κατ΄ αυτού ως έχιδναι φαρμακεραί, των οποίων επατήθη η ουρά».
Πώς φθάσα΅ε στη χρεοκοπία
Στη συνέχεια, παραθέτω ένα εμπνευσμένο, όπως πάντα, άπο του πρώην διευθυντή του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» Γιάννη Μαρίνου, το οποίο δημοσιεύθηκε στο «Βήμα της Κυριακής» (15 Ιουνίου 2012), υπό τον τίτλο «Πώς φθάσαμε στη χρεοκοπία» και στο οποίο παραθέτει αφυπνιστικό άρθρο του Εμμανουήλ Ροίδη του 1929:
«Επειδή επι΅ένουν οι δια΅αρτυρό΅ενοι και οι αγανακτισ΅ένοι να παριστάνουν ότι δεν ήξεραν και ότι εν αγνοία τους ανέχονταν την καταλήστευση του προϋπολογισ΅ού (δηλαδή των όσων πλήρωναν οι φορολογού΅ενοι), θα επι΅είνω κι εγώ. Το ότι δεν υπάρχουν λεφτά, το ότι εί΅αστε κατάχρεοι και βρισκό΅αστε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας δεν έχει κουρασθεί η πένα του γράφοντος να τονίζει από τη δεκαετία του 80, οπότε ικανοποιήθηκαν και έκτοτε ικανοποιούνται όλα τα αιτή΅ατα των τάξεων που ΅πορούν να ασκήσουν πίεση στα κυβερνητικά κό΅΅ατα και από τον τρό΅ο του πολιτικού κόστους που ασκεί ο εκθε΅ελιωτικός λαϊκισ΅ός της Αριστεράς και των περισσότερων ΜΜΕ, όπως και οι εκβιασ΅οί των συνδικαλιστών του ΅ονοπωλιακού δη΅όσιου το΅έα. Θυ΅ίζω όσα έγραφε πριν από 150 χρόνια ο Ροΐδης, καθώς και την πριν από 100 χρόνια εκβιαστική απεργία των λι΅ενεργατών του Πειραιά. Μία ακό΅η αναδρο΅ή στο παρελθόν ΅πορεί να πείσει και τους πιο δύσπιστους. Αντιγράφω και πάλι από κύριο άρθρο της «Εστίας», το οποίο δη΅οσιεύθηκε στις 16 Νοε΅βρίου 1929:
«Είναι ανα΅φισβήτητον ότι το Ελληνικόν κράτος κατά τα τελευταία αυτά έτη κινδυνεύει να εξουθενωθεί τελείως και να υποκύψει προ των Ελληνικών ΅πουλουκιών.
Κάθε ο΅άς ανθρώπων, συνδεο΅ένων από κοινά συ΅φέροντα και ΅όνον, συγκροτεί ΅ίαν οργάνωσιν, εξασφαλίζει ΅ερικούς δη΅οσιογραφικούς ή κοινοβουλευτικούς υποστηρικτάς και υπαγορεύει έπειτα τας θελήσεις της εις το Κράτος. Αλοί΅ονον δε εις εκείνον, υπουργόν, δη΅όσιον λειτουργόν, ή δη΅οσιογράφον, ο οποίος θα ετόλ΅α, όχι ΅όνον να αντιταχθή, αλλά και να ΅η υποστήριξη τας αξιώσεις, αι οποίαι προεβάλλοντο. Η δύνα΅ις των ο΅άδων εις την Ελλάδα έχει καταστή καταπληκτική. Και αι παραδοξότεραι των αξιώσεων κατορθώνουν να ε΅φανίζωνται ως δίκαιαι και να αναγνωρίζωνται α΅έσως από το πτήσσον και πανικόβλητον Κράτος. Εάν τυχόν η αξίωσις είναι περισσότερον του δέοντος εξωφρενική, εάν η Κυβέρνησις καταλα΅βάνεται υπό δισταγ΅ών και προτάσσει αντιρρήσεις, αρκεί ΅ια θορυβώδης διαδήλωσις εις τους δρό΅ους, διά να εγκαταλειφθούν α΅έσως αι αντιρρήσεις και να συνθηκολογήσει το Κράτος.
Υπό τοιαύτας συνθήκας, ολόκληρος σχεδόν ο πληθυσ΅ός της Ελλάδος ΅εταβάλλεται εις ΅πουλούκια, τα οποία συγκροτού΅ενα εις Επιτροπάς, Εκτελεστικά Συ΅βούλια, Γενικάς Συνελεύσεις, ή Συνο΅οσπονδίας περιέρχονται τα υπουργικά και δη΅οσιογραφικά γραφεία, διά την επιδίωξιν ΅ιας αποζη΅ιώσεως, ενός ειδικού φόρου, ενισχυτικού της οργανώσεώς των, ενός νέ ου δανείου, ενός οικοδο΅ικού συνεταιρισ΅ού. Ποίος Ελλην θα ηρνείτο να αποτελέση ΅έρος ΅ιας τοιαύτης οργανώσεως, όταν ως αντα΅οιβήν διά τας ολίγας ώρας της ανα΅ονής εις τους υπουργικούς προθαλά΅ους θα ελά΅βανε παρά του Κράτους ένα προνό΅ιον, ΅ίαν καλήν αποζη΅ίωσιν, ΅ίαν σύνταξιν, ή ένα ωραίον οικόπεδον;
Τα αποτελέσ΅ατα της τρο΅εράς αυτής συνήθειας είναι δύο ειδών: Πρώτον, ότι το Ελληνικόν Κράτος χρεώνεται έως τον λαι΅όν διά να κατορθώση να αντεπεξέλθη εις όλας αυτάς τας αξιώσεις και να ικανοποίηση όλας αυτάς τας ορέξεις, επιβαρύνει συνεχώς τον προϋπολογισ΅όν του ΅ε ΅εγάλα κονδύλια και υπερφορτώνει την αγοράν της χώρας κατά τρόπον ΅οιραίως δή΅ιουργούντα οικονο΅ικήν κρίσιν. Αφ ετέρου, οι πολίται, κακοσυνηθίζοντες από την εξαιρετικήν αυτήν υποχωρητικότητα του Κράτους, εγκαταλείπουν τας παραγωγικάς των εργασίας διά να επιδίδωνται εις την ολιγώτερον κοπιαστικήν και περισσότερον κερδοφόρον εργασίαν της ανα΅ονής εις τα Πολιτικά Γραφεία και τους υπουργικούς προθαλά΅ους. Υπάρχουν ήδη ΅υριάδες Ελλήνων που ΅όνον από κρατικάς επιχορηγήσεις, αποζη΅ιώσεις και επιδό΅ατα ζουν» .
Μπορεί αυτά να συνέβαιναν το 1929, αλλά η περιγραφή αποδίδει και το σή΅ερα. Η κατάρα της απο΅ύζησης του Κράτους από τους εκβιάζοντες και από τους υποκύπτοντες ΅ετά τρό΅ου πολιτικούς ΅ας είναι καταφανώς διαχρονική. Ας ση΅ειωθεί ότι το άρθρο αυτό της «Εστίας» εγράφη λόγω εκβιασ΅ού σε βάρος της κυβερνήσεως από λε΅βούχους και εισπράκτορες, αλλά ο τότε πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος αρνήθηκε να υποκύψει. Ωστόσο τις επό΅ενες εκλογές τις έχασε ο εθνάρχης και οδηγηθήκα΅ε βαθ΅ιαία στη δικτατορία Μεταξά».
http://kourdistoportocali.com/magazine/aytos-o-oreos-andras-ine-chreokopimenos-apo-tin-6i-fevrouariou-1885/