Παρασκευή
26 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4968RSS FEED
Η παγίδα των «κλειστών θεσμών»
Γράφει ο
Θανάσης Παπανδρόπουλος

Το ελληνικό μεταπολεμικό πρόβλημα ήταν ότι η χώρα, μετά από έναν ολέθριο και εξαιρετικά αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, έπρεπε ταχύτατα να ενσωματώσει την οικονομία της στο δυτικό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πλέγμα, χωρίς όμως να διαθέτει την δυτική παράδοση και τις συναφείς με αυτήν δομές.

Το 1945, η Ελλάδα ήταν μία κλειστή αγροτική οικονομία, με περιορισμένο βαθμό αυτάρκειας και με πολύ χαμηλές παραγωγικές δυνατότητες. Για να περάσει, έτσι, στην βιομηχανική εποχή –που τότε ήταν κυρίαρχη στον αναπτυγμένο κόσμο– έπρεπε να κινητοποιηθούν μεγάλες ποσότητες κεφαλαίων, που δεν υπήρχαν. Όπως, βέβαια, δεν υπήρχε και επαρκής εσωτερική αποταμίευση, ικανή να μετατραπεί σε παραγωγικό / αναπτυξιακό κεφάλαιο. Από την άλλη πλευρά, την περίοδο 1946-1949 η Ελλάδα είχε αντιμετωπίσει την κομμουνιστική εκτροπή, η οποία διαμόρφωσε στο εσωτερικό της χώρας ένα ιδιόμορφο πολιτικό τοπίο, που διέφερε αισθητά από τις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.

Στο πλαίσιο αυτής της επίσης ιδιόμορφης κατάστασης, η πολιτική εξουσία –ερήμην των συμβούλων της και της βοήθειας από το εξωτερικό– δημιούργησε, για να μπορεί να ελέγχει την οικονομία, ένα κλειστό θεσμικό σύστημα το οποίο, αν κανείς σήμερα το αναλύσει σε βάθος, θα διαπιστώσει ότι έχει πολλά κοινά σημεία με αντίστοιχα σοβιετικής εμπνεύσεως οικονομικά συστήματα, που έχουν σχεδόν όλα καταρρεύσει.

Στην ελληνική περίπτωση, όπως θαυμάσια περιγράφει ο καθηγητής Φιλοσοφίας και Θεωρίας Θεσμών κ. Αριστείδης Χατζής, δημιουργήθηκε μεταπολεμικά ένα παρεμβατικό και προστατευτικό κράτος, που είχε υπό τον σχεδόν πλήρη έλεγχό του την οικονομία και, μέσω αυτής, μοίραζε προσόδους ενίσχυε συγκεκριμένους κλάδους, στήριζε και προστάτευε ιδιωτικά μονοπώλια και ολιγοπώλια και, βεβαίως διαχειριζόταν μέσω του τραπεζικού συστήματος σχεδόν το σύνολο των πιστώσεων. Η διαφορά από το σοβιετικό πρότυπο ήταν ότι το κράτος αυτό δεν ήταν μονοκομματικό. Έπρεπε, κατά συνέπεια, να διαθέτει θύλακες ελευθερίας, οι οποίοι σε τελική ανάλυση ήταν και οι βασικοί συντελεστές της οικονομικής του ανάπτυξης.

Για μία σχετικά μακρά περίοδο (1950-1975), το κράτος αυτό μπορούσε να δημιουργεί στοιχειώδη πλούτο –η αναδιανομή, όμως, του οποίου γινόταν μέσω των πελατειακών πολιτικών δικτύων, με αποτέλεσμα η διοικητική γραφειοκρατία και τα «ειδικά ιδιωτικά συμφέροντα» να δημιουργήσουν ένα πλέγμα διαπλοκής, με ισχυρούς και μεσαίας ισχύος παίκτες οι οποίοι σήμερα, παρά την κρίση, βρίσκονται στο απυρόβλητο. Όσο υπήρχε, λοιπόν, στοιχειώδης ανάπτυξη και η Ελλάδα, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της ευρωζώνης, μπορούσε να δανείζεται ασυστόλως, ένας επίπλαστος πλούτος διαχεόταν και όλοι ήσαν ευχαριστημένοι.

Δυστυχώς, όμως, επισημαίνει ο καθηγητής Αρ. Χατζής, αυτού του τύπου τα αναπτυξιακά πρότυπα έχουν ημερομηνία λήξεως. Και όταν αυτή γίνε πραγματικότητα, το σύστημα είτε καταρρέει πλήρως, είτε αλλάζει εκ βάθρων.

Ωστόσο, αλλαγή εκ βάθρων σημαίνει πολύ απλά ότι το πελατειακό και συντεχνιακό μοντέλο πρέπει να ανατραπεί και να υιοθετήσει ανοικτούς θεσμούς, ικανούς να ανοίξουν αγορές και να κινητοποιήσουν λανθάνουσες παραγωγικές δυνάμεις. Ταυτοχρόνως, για να επιβιώσει, είναι ζωτική ανάγκη το πολιτικό σύστημα να ενεργοποιήσει θεσμούς πολιτικής συμμετοχής και να προχωρήσει σε βαθιές μεταρρυθμίσεις. Όταν όμως έρχεται αυτή η κρίσιμη ώρα, η ολιγαρχία κρατικοδίαιτων επιχειρηματιών, τα ισχυρά συνδικάτα του Δημοσίου και προνομιούχες, πλην όμως αντιδραστικές, επαγγελματικές ομάδες δεν επιτρέπουν καμία ουσιαστική μεταρρύθμιση.

Αντίθετα, οι ομάδες αυτές συνασπίζονται και, μέσα από επικίνδυνα για την κοινοβουλευτική δημοκρατία πολιτικά μορφώματα, συγκροτούν μία αντιμεταρρυθμιστική συμμαχία, με κύριο όπλο της τον συλλογικό παραλογισμό. Μέσα στο κλίμα αυτό, όπως τόνισε προσφάτως σε ομιλία του στην Αθήνα ο καθηγητής του ΜΙΤ κ. Ντ. Ατζέμογλου, η ελληνική οικονομία βρίσκεται για καλά πιασμένη στην παγίδα του μεσαίου εισοδήματος (Middle Income Institutional Trap), από την οποία προσποιείται ότι θέλει να βγει αλλά δεν μπορεί.

Έτσι, μία ολόκληρη κοινωνία φυτοζωεί πλέον, δεχόμενη την βοήθεια των εταίρων της στην ευρωζώνη –με κόστος, όμως, που γίνεται όλο και πιο επαχθές για τον Ευρωπαίο φορολογούμενο πολίτη. Και το κρίσιμο ερώτημα που θα πρέπει να θέσει στον εαυτό του κάθε σκεπτόμενος Έλληνας είναι μέχρι πότε μπορεί να διαρκέσει η κατάσταση αυτή. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.