Τετάρτη
24 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4966RSS FEED
Η Τουρκία και εμείς
Γράφει ο
Ιωάννης Γ. Κουλούρης

Με την Τουρκία, είτε το θέλουμε είτε όχι, είμαστε γείτονες και αναγκασμένοι να συνυπάρχουμε. Η Τουρκία είναι μία δύστροπη χώρα, η οποία καταπατεί κάθε έννοια διεθνούς δικαίου και ειρηνικής συμβίωσης σε βάρος των γειτόνων της και ιδίως της χώρας μας. Δεν εννοεί να εγκαταλείψει τη μεγαλομανία της πάλαι ποτέ κραταιάς οθωμανικής αυτοκρατορίας και να προσαρμοστεί στη σύγχρονη πραγματικότητα, αλλά χρησιμοποιεί επιθετικές και μονομερείς ενέργειες, όποτε της δίνεται η ευκαιρία και θεωρεί ότι έχει υπεροχή ισχύος.

Δυστυχώς όμως, και σε αντίθεση με εμάς, παρά τις πάμπολλες εσωτερικές αδυναμίες της και την ποιότητα του λαού της, διαθέτει μία σταθερή και αξιόλογη διπλωματία και θράσος, ιδίως στον εξωτερικό τομέα, η οποία της επιτρέπει αφενός να κρύβει τον πραγματικό της εαυτό  από τη διεθνή κοινότητα, παρουσιαζόμενη ως μία ισχυρή και αξιόπιστη δύναμη της περιοχής,  και αφετέρου να εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες που της παρουσιάζονται για να δημιουργεί τετελεσμένα γεγονότα σε βάρος των γειτόνων της.

Η Ελλάδα αντίθετα, παρά τα άπειρα πλεονεκτήματα του λαού της, δεν έχει καταφέρει, στα διακόσια χρόνια από την απελευθέρωσή της,  να αποβάλει τα σύνδρομα της υποτέλειας και της εξάρτησής της από τις ξένες δυνάμεις που μας βοήθησαν στην απελευθέρωση, και να αποκτήσει ανεξάρτητη και ικανή πολιτική ηγεσία, η οποία να ενδιαφέρεται πρωτίστως για το εθνικό συμφέρον και τη διαμόρφωση σταθερής και πατριωτικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, κυβερνάται από ανεπαρκείς, ιδιοτελείς, και ιδεοληπτικούς πολιτικούς, που έχουν επηρεάσει τα φρονήματα των πολιτών και έχουν ενσπείρει τη διχόνοια και το μίσος μεταξύ τους.

Η περιβόητη ρήση, ότι «η Ελλάδα μεγαλουργεί όταν οι Έλληνες είναι ενωμένοι», ισχύει, δυστυχώς, μόνο σε περιόδους εξωτερικών πολεμικών απειλών, γιατί στις ειρηνικές περιόδους οι Έλληνες δεν είναι ποτέ ενωμένοι ώστε να μεγαλουργήσουν.

Έτσι στην ειρηνική περίοδο που ακολούθησε τη μεγαλουργία μας στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, εμείς αντί να απολαύσουμε τα αγαθά της συμμετοχής μας στις νικητήριες δυνάμεις, καταλήξαμε στην τραγωδία της μικρασιατικής καταστροφής.

Την ειρηνική περίοδο που ακολούθησε το έπος του σαράντα και της εθνικής μας αντίστασης, ακολούθησε ο εμφύλιος σπαραγμός, και αργότερα η δικτατορία και η κυπριακή τραγωδία. Την ειρηνική περίοδο μετά την πτώση της δικτατορίας, ακολούθησε τελικά η χρεωκοπία, τα μνημόνια και η καταστροφική συμφωνία των Πρεσπών.

Σήμερα, σε μια άλλη ειρηνική περίοδο που διανύουμε, είχαμε την ευκαιρία να επικαιροποιήσουμε το σύνταγμά μας ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καιρών, αλλά δυστυχώς, όπως έγραψα στο προηγούμενο άρθρο μου,  στο μεγαλύτερο βαθμό τη χάσαμε, λόγω ασυνεννοησίας και ιδεοληψιών των πολιτικών μας. Έτσι είμαστε υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουμε τις ανάγκες και τις απειλές που υπάρχουν με ένα αναποτελεσματικό σύνταγμα.

Η κυριότερη απειλή που δεχόμεθα σήμερα  είναι από την Τουρκία, η οποία, όπως ανέφερα στην αρχή,  αγνοεί όλους τους κανόνες του διεθνούς δικαίου,  και στην ουσία ακολουθεί την πολιτική της ναζιστικής Γερμανίας στην περίοδο του μεσοπολέμου. Και μπορεί οι δυνατότητές  της να μην είναι ικανές να προκαλέσουν ένα τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, είναι όμως ικανές να προκαλέσουν μία τοπική σύρραξη,  στην οποία αναπόφευκτα θα εμπλακεί και η χώρα μας, και εάν δεν λάβουμε τα μέτρα μας, θα υποστούμε καταστροφικές συνέπειες. Αυτές δεν θα προέλθουν τόσο από μία πολεμική σύγκρουση,   όσο από την τακτική της Τουρκίας, η οποία απέναντι στη χώρα μας και στην Ευρώπη διαθέτει ένα αποτελεσματικό υπερόπλο. Το υπερόπλο αυτό δεν είναι άλλο από τα εκατομμύρια των μεταναστών τους οποίους χρησιμοποιεί ως ένα είδος επιθετικού στρατού,  με τον οποίο μπορεί σε κάθε στιγμή να πλημμυρίσει τη χώρα μας και έμμεσα και την Ευρώπη.

Όπως  ανέφερα και σε προηγούμενα άρθρα μου, η χώρα μας πρέπει να στρέψει την προσοχή της πρώτιστα στην αντιμετώπιση του υπερόπλου αυτού της Τουρκίας, και δευτερευόντως στην απόκρουση των λοιπών επιθετικών ενεργειών της.

Ευτυχώς για μας,  υπάρχει άμεσος και αποτελεσματικός τρόπος να αντιμετωπίσουμε την απειλή αυτή. Αυτός δεν είναι άλλος από το να δημιουργήσουμε τις κατάλληλες δομές, στην ουσία κλειστά στρατόπεδα ‘φιλοξενίας’, σε απομονωμένα νησιά,  όπου θα οδηγούνται όλοι οι παράνομοι μετανάστες μέχρις ότου η διεθνής κοινότητα αποφασίσει για την περαιτέρω τύχη τους. Γιατί, με τον τρόπο που έρχονται οι άνθρωποι αυτοί, είναι εχθροί μας , που εισβάλλουν παράνομα στη χώρα μας και πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε ως εισβολείς, και όχι ως πρόσφυγες, αφού η συντριπτική πλειοψηφία τους δεν είναι πρόσφυγες και σε κάθε περίπτωση δεν έρχονται απευθείας στη χώρα μας, αλλά μέσω της Τουρκίας της οποίας είναι ακούσια όργανα , και όπως ελέχθη τους χρησιμοποιεί σαν επιθετικό στρατό, και έτσι πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε και εμείς.

Εάν από την αρχή το μεταναστευτικό είχε αντιμετωπιστεί με αυτό το πνεύμα, σήμερα οι δομές θα ήταν έτοιμες και η απειλή της Τουρκίας δεν θα είχε αντίκρυσμα.  Τα έξοδα για τη δημιουργία των δομών αυτών και την αξιοπρεπή διαβίωση και επιτήρηση των εγκλεισμένων σε αυτές, θα τα ανελάμβανε προφανώς η Ευρωπαϊκή Ένωση, αφού αφενός αφορούν και αυτήν και επιβάλλονται από την Ευρωπαϊκή  αλληλεγγύη, και αφετέρου ήδη καταβάλλει πολύ περισσότερα στην Τουρκία και τις διάφορες ΜΗΚΥΟ, και μάλιστα χωρίς αποτέλεσμα.

Κατά τα άλλα θεωρώ ότι πρέπει να ενταθεί η διεθνής διπλωματική μας δραστηριότητα για την ενημέρωση της διεθνούς κοινής γνώμης περί του ποιού της Τουρκίας, η σύναψη συμμαχιών με άλλες δυνάμεις, η πίεση προς την ΕΕ, τον ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ,και τις ΗΠΑ να λάβουν ουσιαστικές κυρώσεις έναντι της Τουρκίας και παράλληλα η άμεση αντίστοιχη αντίδρασή μας σε κάθε ενέργεια των Τούρκων σε βάρος μας. Ευτυχώς η σημερινή κυβέρνηση φαίνεται να ακολουθεί τη γραμμή αυτή, που όμως, χωρίς το μέτρο της αντιμετώπισης του μεταναστευτικού που ανέφερα, δεν πρόκειται να φέρει το ποθούμενο αποτέλεσμα, κυρίως ως προς την ΕΕ, η οποία φαίνεται ότι το φοβάται. .

Τέλος σχετικά με τα φληναφήματα της Τουρκίας περί γαλάζιας πατρίδας κλπ., πρέπει να τους τονίσουμε ότι η πατρίδα αυτή ήταν επί αιώνες Ελληνική, και εμείς έχουμε δικαίωμα να αναφερόμαστε σε αυτήν και όχι αυτοί.