Γιατί το Σύμπαν είναι τόσο απλό;Γράφει ο
Αντώνης Αντωνίου
Ο τίτλος του άρθρου αυτού εκφράζει μια παράφραση της διαπίστωσης του μεγάλου ογκόλιθου της επιστήμης, του Άλμπερτ Αϊνστάιν (Albert Einstein, 1879-1955), «Αυτό που είναι ακατανόητο είναι γιατί το Σύμπαν είναι κατανοητό». Πράγματι., αν κάνουμε μερικές σκέψεις, θα δούμε ότι η παραπάνω ρήση έχει μια βαθειά φιλοσοφική διάσταση. Οι εκπληκτικές επιτυχίες της επιστήμης, που καθημερινά σχεδόν παρατίθενται στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και στη διάρκεια των ειδησεογραφικών δελτίων, μας κάνουν να ξεχνάμε πως είναι σχεδόν θαύμα ότι η επιστήμη λειτουργεί. Αυτό συμβαίνει γιατί η Κτίση ή ,αν θέλετε, η Φύση χαρακτηρίζεται από κανονικότητες που ονομάζονται «νόμοι».
Ωστόσο, ένας δεύτερος παράγοντας εξίσου σημαντικός είναι ότι ο εγκέφαλός μας είναι ικανός να αντιληφθεί αυτές τις κανονικότητες. Πράγματι, η Κτίση μας στέλνει νότες μουσικής, αλλά δεν μας δίνει τη μελωδία. Στο χέρι μας είναι να την αποκωδικοποιήσουμε. Αν παρατηρήσουμε τις κανονικότητες, η σημασία τους δεν είναι πάντοτε εμφανής.
Η ανατολή και η δύση του Ήλιου μας γοητεύουν με τις μωβ και πορτοκαλί τους αποχρώσεις. Όμως χρειάσθηκε να περιμένουμε μέχρι τον 18ο αιώνα έως ότου ο Γάλλος φυσικός Λεόν Φουκό (Leon Foucault, 1819-1868) να αναρτήσει το εκκρεμές από την οροφή του «Πάνθεον» στο Παρίσι, και να παρατηρήσει ότι το επίπεδο ταλάντωσης του εκκρεμούς άλλαζε ανάλογα με τον ήλιο στις διάφορες ώρες της ημέρας, για να καταλάβουμε ότι ο Ήλιος ανατέλλει και δύει επειδή η Γη κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από τον εαυτό της κάθε 24 ώρες. Χρειάσθηκε η ιδιοφυία ενός Γιοχάννες Κέπλερ (Johannes Kepler, 1571-1630) και ενός Ισαάκ Νεύτωνα (Isaac Newton, 1642-1727) για να ξεδιαλύνουμε το μυστήριο της κίνησης των πλανητών (μυστήριο που απασχολούσε και τους αρχαίους μας προγόνους) και να καταλάβουμε ότι κινούνται σε ελλειπτικές τροχιές, με τον Ήλιο τοποθετημένο σε μια από τις εστίες της έλλειψης.
Το μήνυμα της Φύσης φθάνει σε εμάς κωδικοποιημένο και στο χέρι μας είναι να το αποκωδικοποιήσουμε. Το εκπληκτικό είναι ότι ο εγκέφαλός μας είναι σε θέση να αποκρυπτογραφήσει, τουλάχιστον εν μέρει, τον κοσμικό αυτό κώδικα και έτσι μπορούμε να προοδεύσουμε προς μια πληρέστερη κατανόηση του κόσμου.
Θα μπορούσαμε να ζούσαμε σε ένα Σύμπαν μη κατανοητό; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι σαφώς καταφατική. Κάλλιστα θα μπορούσαμε να ζούμε σε ένα σύμπαν όπου οι κανονικότητες θα ήταν τόσο συγκεκαλυμμένες, τα κίνητρα τόσο καλά κρυμμένα, η μελωδία τόσο απόκρυφη που η αποκωδικοποίηση του κοσμικού κώδικα θα απαιτούσε ασύγκριτα πιο πολλές διανοητικές ικανότητες από αυτές που διαθέτει ο ανθρώπινος εγκέφαλος. Αλλά θα μπορούσαμε να ζούμε και σε ένα σύμπαν που οι κανονικότητες θα ήταν τόσο εμφανείς και διάφανες, που θα τις είχαμε μπροστά στα μάτια μας και δεν θα χρειαζόταν καμιά διανοητική προσπάθεια να καταλάβουμε το νόημά τους.
Βρισκόμαστε δηλαδή σε ένα ενδιάμεσο σύμπαν. Και αυτή είναι η πρώτη «σύμπτωση». Δεν ζούμε σε καμιά από τις δύο παραπάνω ακραίες περιπτώσεις, αλλά ζούμε, όπως είπαμε, σε ένα ενδιάμεσο σύμπαν όπου η δυσκολία του κοσμικού κώδικα μοιάζει μυστηριωδώς προσαρμοσμένη στη δυνατότητα του ανθρώπινου εγκεφάλου να την καταλάβει. Το έργο δεν είναι εύκολο, αλλά δεν είναι και ακατόρθωτο. Είναι αρκετά δύσκολο ώστε να αποτελεί για μας μια σοβαρή πρόκληση, χωρίς να μας αποθαρρύνει και να μας αναγκάζει να κατεβάσουμε τα όπλα.
Μου έρχονται στο νου πάλι τα λόγια του Αϊνστάιν «Ο Θεός είναι περίπλοκος, αλλά δεν είναι κακός». Περίπλοκος, επειδή το μυστικό της μελωδίας δεν μας το προσφέρει στο πιάτο. Και δεν είναι κακός – αν ήταν ποτέ δυνατόν- γιατί, αφού βάλουμε τα δυνατά μας, θα μπορέσουμε να αποκωδικοποιήσουμε αυτόν τον κώδικα. Δεν βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση με τις κάμπιες, που υφίστανται τους φυσικούς νόμους χωρίς ποτέ να τους καταλαβαίνουν.
Μια δεύτερη «σύμπτωση», εξίσου εκπληκτική, αφορά τη δυνατότητα του εγκεφάλου μας να αφομοιώνει συγκεκριμένα γεγονότα και αφηρημένες έννοιες, την ικανότητα να μαθαίνει φυσική, χημεία, μαθηματικά, πληροφορική, μουσική, λογοτεχνία κλπ. Για να μπορεί να δημιουργεί αυτό που λέμε επιστήμη.
Ποια η θέση μας μπροστά σε αυτές τις «συμπτώσεις»; Τι στάση να κρατήσουμε μπροστά σ’ αυτές τις εκπληκτικές «συμπτώσεις», ανάμεσα δηλαδή στις ιδιότητες του εγκεφάλου και σε αυτές που αποκαλούνται «φυσικοί νόμοι» και που μας επιτρέπουν να αποκωδικοποιήσουμε το μυστικό αυτής της μελωδίας; Για έναν αμετάπειστο δαρβινιστή, οι συμπτώσεις αυτές δεν έχουν τίποτα το μυστηριώδες. Είναι απλώς αποτέλεσμα της φυσικής επιλογής που σχημάτισε και διαμόρφωσε τον εγκέφαλο του ανθρώπου κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να κατανοεί τους φυσικούς νόμους και να προσαρμόζεται όσο το δυνατόν καλύτερα για να επιβιώσει.
Το επιχείρημα αυτό, σύμφωνα με τη άποψη πολλών, είναι και από επιστημονική άποψη εξαιρετικά ισχνό. Η δαρβινική εξέλιξη συνεισέφερε σίγουρα στην ανάπτυξη των νοητικών μας ικανοτήτων για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε τις αλλαγές του περιβάλλοντος. Όμως οι ικανότητες αυτές έχουν συγκεκριμένο και πρακτικό χαρακτήρα. Έτσι, ο άνθρωπος έμαθε να κρύβεται από τα αρπακτικά, να προστατεύεται από την κακοκαιρία, να αγωνίζεται ενάντια στο κρύο ή τη ζέστη, να βρίσκει την τροφή του ή να αποφεύγει τα αντικείμενα που πέφτουν πάνω του.
Όμως είναι πολύ αμφίβολο ότι ο αγώνας για την επιβίωση απαιτεί γνώση των νόμων της βαρύτητας ή της διάδοσης του φωτός, κατανόηση του σχηματισμού των γαλαξιών ή της μαύρης τρύπας, ή ακόμα λεπτομερή εξοικείωση με τη δομή των ατόμων. Αυτή η καθαρά διανοητική γνώση, θεωρητικά, δεν προσφέρει κανένα βιολογικό πλεονέκτημα. Δύσκολα συνδέουμε την πρόοδό μας στα μαθηματικά με την αύξηση των πιθανοτήτων μας να επιζήσουμε. Το να μάθουμε πώς και από τί είναι φτιαγμένο το Σύμπαν δεν μας χρησιμεύει καθόλου στον ανταγωνισμό για το σφετερισμό των περιορισμένων φυσικών πόρων του πλανήτη.
Θα μπορούσε βέβαια να αντιταχθεί το επιχείρημα ότι η γνώση, για παράδειγμα, των μυστηρίων του ατόμου επιτρέπει την κατασκευή ενός πυρηνικού εργοστασίου, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την οικειοποίηση αυτών των περιορισμένων πόρων.
Πρέπει όμως να τονίσουμε ότι η επιστήμη γενικά δεν γεννήθηκε για ωφελιμιστικούς σκοπούς. Όταν για παράδειγμα ο Αϊνστάιν ανακάλυψε ότι η ύλη είναι μιας μορφή ενέργειας, δεν περνούσε καν από το μυαλό του η κατασκευή της ατομικής βόμβας. Το κίνητρό του δεν αφορούσε θέματα επιβίωσης ή ανταγωνισμού.
Ήταν απορροφημένος από τη σχετικότητα του χρόνου και του χώρου. Είναι εξίσου ακριβές ότι η βαθύτερη γνώση των φυσικών νόμων- αν και αρχικά παρακινήθηκε από καθαρά αισθητικά και διανοητικά κίνητρα- παράγει τεχνολογικές εφαρμογές, που στην πλειονότητά τους συνεισφέρουν στην αύξηση της ευημερίας της κοινωνίας.
Η γνώση των νόμων της βαρύτητας του Νεύτωνα για παράδειγμα επιτρέπει στα αεροπλάνα να μας μεταφέρουν από τη μια γωνιά της υδρογείου στην άλλη σε λιγότερο από μια μέρα, πηγαίνει ανθρώπους στο φεγγάρι, οι ηλεκτρομαγνητικοί νόμοι του Μάξγουελ επιτρέπουν σε εικόνες από τον πλανήτη ολόκληρο να εισβάλλουν στο σαλόνι μας μέσα στη μικρή οθόνη και σε εμάς να συνομιλούμε με οποιονδήποτε, αν το επιθυμούμε, σε όλα σχεδόν τα σημεία του πλανήτη. Όμως, ακριβώς όπως ο Αϊνστάιν, έτσι και Νεύτων ή ο Μάξγουελ παρακινήθηκαν από την πνευματική επιθυμία για γνώση και όχι από ανάγκη για επιβίωση.
Οι τρόποι απόκτησης της γνώσης Είναι σαφές ότι, γνώση του κόσμου αποκτάται με δύο διαφορετικούς τρόπους: Από τη μια, η αισθητηριακή, η άμεση και η ενστικτώδης γνώση και από την άλλη η διανοητική, η λιγότερη άμεση και πιο σκεπτικιστική. Βλέποντας ένα μήλο να πέφτει μέσα στο δεντρόκηπο, μπορούμε να αρκεστούμε σε μια γνώση που επικαλείται τις αισθήσεις μας. Μπορούμε να θαυμάσουμε το υπέροχο σκουροκόκκινο χρώμα της φλούδας του μήλου, να ακολουθήσουμε την πτώση του από το κλαδί της μηλιάς ως το έδαφος, να ακούσουμε τον ξερό ήχο της επαφής του με το χορτάρι και να μην προχωρήσουμε άλλο.
Μπορούμε, όμως, και να εξετάσουμε την πτώση του μήλου σε ένα πιο αφηρημένο και βαθύ επίπεδο. Έχοντας γνώση του νόμου του Νεύτωνα και του νόμου των μαθηματικών, μπορούμε να υπολογίσουμε με ακρίβεια την τροχιά που ακολουθεί στην πτώση του το μήλο, το χρόνο που χρειάζεται για να φθάσει στο έδαφος, την ταχύτητα που θα έχει τη στιγμή της προσεδάφισης, αλλά και να επαληθεύσουμε όλα αυτά τα στοιχεία με ακριβείς τρόπους μέτρησης. Θεωρητικά, δεν υπάρχει καμιά εμφανής σύνδεση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο τρόπους. Είναι διαχωρισμένοι ο ένας από τον άλλον και η διανοητική γνώση είναι απλώς προέκταση της αισθητηριακής γνώσης.
Είναι προφανές ότι η αισθητηριακή γνώση απαντά σε μια βιολογική ανάγκη. Το γεγονός ότι συνειδητοποιούμε την πτώση του μήλου μας προφυλάσσει ενδεχομένως από το να πέσει στο κεφάλι μας και να μας πληγώσει. Αντίθετα, η διανοητική γνώση δεν έχει καμιά σχέση με το ένστικτο της επιβίωσης. Πραγματικά, οι έννοιες που προκύπτουν σε ορισμένους τομείς της επιστήμης, όπως στη Φυσική ή στην Αστροφυσική, ενίοτε είναι τόσο παράξενες, που αντιτίθενται στην κοινή λογική και καθόλου δε μας βοηθούν στην καθημερινή μας ζωή.
Για παράδειγμα, η ιδέα ότι ένα ηλεκτρόνιο παίρνει τη μορφή κύματος όταν δεν το κοιτάζουμε, για να μεταμορφωθεί ξανά σε σωματίδιο όταν το κοιτάζουμε, σίγουρα δεν είναι από τα πράγματα που μας βοηθούν να επιβιώσουμε. Το να ξέρουμε ότι ο χώρος καμπυλώνεται γύρω από τον εαυτό του και ότι ο χρόνος σταματάει στο χείλος μιας μαύρης τρύπας, δεν προσφέρει κανένα πλεονέκτημα στη φυσική επιλογή που υποστηρίζουν οι δαρβινιστές. Η επιβίωση μέσα στη «ζούγκλα της ζωής» δεν απαιτεί τη διανοητική γνώση της Φύσης, αλλά μόνο εκείνων των εκδηλώσεών της που αγγίζουν άμεσα τις αισθήσεις μας. Η επιβίωση ενός είδους δεν εξαρτάται από την αναζήτηση μιας κρυμμένης τάξης ή ενός μυστικού κώδικα, αλλά από μια άμεση εκτίμηση του κόσμου.
Όταν τρέχουμε για να μη μας πετύχει μια σφαίρα ή πηδάμε πάνω από ένα ρυάκι για να μη βραχούμε, εννοείται ότι δεν αναλύουμε την κατάσταση σύμφωνα με τους νόμους της μηχανικής και της βαρύτητας. Αν ένας μετεωρίτης ερχόταν ολοταχώς προς το μέρος μας, δεν θα σκεφτόμασταν (έτσι κι αλλιώς δε θα είχαμε το χρόνο να το κάνουμε), απλώς θα αντιδρούσαμε ενστικτωδώς ώστε να τον αποφύγουμε. Αυτή η αντανακλαστική συμπεριφορά είναι ανάλογη με αυτή των ζώων.
Όταν ένας σκύλος ορμά για να πιάσει στον αέρα ένα κόκαλο, είναι σίγουρο ότι δεν επικαλείται τους νόμους του Νεύτωνα! Ένα πουλί που πετά, χτυπά τα φτερά του ενστικτωδώς, χωρίς να γνωρίζει κανένα από τους νόμους της Φυσικής. Αυτή η διαισθητική γνώση είναι γραμμένη στα γονίδια του σκύλου ή του πουλιού, όπως συμβαίνει και με το δικό μας ένστικτο, το οποίο διαμορφώνεται τόσο από τις εμπειρίες των προγόνων μας όσο και από τις δικιές μας, και στη συνέχεια εγγράφεται στα δικά μας γονίδια.
Παράλληλα σύμπαντα: επιστημονικό δεδομένο; Υπάρχουν δύο ενδεχόμενα: Ή ο άνθρωπος εμφανίστηκε σε ένα Σύμπαν χωρίς νόημα, που του είναι εντελώς αδιάφορο ή ο ερχομός του ήταν προγραμματισμένος εξαρχής, για να δώσει ένα νόημα στο Σύμπαν κατανοώντας το. Ας τα προσεγγίσουμε λίγο και τα δύο. Βέβαια δεν εξαντλείται το θέμα σε ένα περιορισμένης έκτασης άρθρο.
Στην υπόθεση της τύχης, η εξαιρετικά ακριβής ρύθμιση των φυσικών νόμων μόνο με έναν τρόπο μπορεί να εξηγηθεί. Και αυτός είναι η ύπαρξη ενός πλήθους παραλλήλων συμπάντων. Τα παράλληλα αυτά σύμπαντα θα έκρυβαν όλους τους πιθανούς συνδυασμούς φυσικών νόμων και αρχικών συνθηκών. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία θα ήταν άγονα και δεν θα φιλοξενούσαν τη ζωή ή τη συνείδηση. Εκτός από το δικό μας που, κατά τύχη, θα είχε τον τυχερό συνδυασμό και θα κέρδιζε εμάς σαν δώρο! Η Κβαντομηχανική αποδέχεται την ύπαρξη αυτών των συμπάντων – κάθε φορά που υπάρχουν επιλογές σε μια απόφαση αυτό το Υπερ-Σύμπαν διαιρείται σε δύο επί μέρους σύμπαντα: στο ένα σύμπαν το ηλεκτρόνιο θα κινηθεί προς τα ανατολικά και στο άλλο προς τα νότια.
Ο παρατηρητής διαιρείται και αυτός, ακόμα και αν δεν είναι καθόλου ευνόητο, όπως παρατηρεί ο άγγλος μαθηματικός Ρότζερ Πενρόουζ (Roger Penrose, 1931), ότι τέτοιες διαιρέσεις του σώματος και του πνεύματός μας μπορούν να συμβούν χωρίς εμείς να τις συνειδητοποιήσουμε. Ένα άλλο σενάριο παραλλήλων συμπάντων παρουσίασε ο ρώσος φυσικός Αντρέι Λίντε (Andrei Linde, 1948-), ο οποίος πρότεινε ένα μοντέλο της Μεγάλης Έκρηξης, όπου το δικό μας σύμπαν θα ήταν μια μικρή σφαίρα ανάμεσα σε αναρίθμητες άλλες, μέσα στους κόλπους ενός μετά-σύμπαντος.
Οι περισσότεροι επιστήμονες, δε λέω δίκαια ή άδικα, απορρίπτουν την υπόθεση των πολλαπλών συμπάντων και το τυχαίο που απορρέει από αυτήν. Δεν αρέσει η υπόθεση αυτή των πολλαπλών συμπάντων, επειδή αντιτίθεται στην αρχή της οικονομίας: γιατί να υπάρχουν άπειρα άγονα σύμπαντα για να προκύψει ένα μόνο που να έχει συνείδηση του εαυτού του; Από την άλλη, το να δεχτούμε την ύπαρξη απείρων παραλλήλων συμπάντων που όλα τους είναι απρόσιτα για τα όργανα μέτρησής μας και συνεπώς μη επαληθεύσιμα, δεν συμφωνεί με την επιστημονική μέθοδο. Η επιστήμη βασίζεται στην εμπειρία και την παρατήρηση.
Η υπόθεση της τύχης απορρίπτεται επίσης από τους περισσότερους επειδή, εκτός από την απουσία νοήματος και την απελπισία που φέρνει μαζί της, δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι η αρμονία, η συμμετρία, η ενότητα και η ομορφιά του κόσμου, στις ντελικάτες γραμμές ενός λουλουδιού, στη μεγαλειώδη αρχιτεκτονική των γαλαξιών, αλλά κυρίως στους ιδιοφυείς και κομψούς νόμους της Κτίσης, αποτελούν προϊόν απλά και μόνο τύχης. Είναι σαν να βλέπετε ένα υπερσύγχρονο αυτοκίνητο και να ισχυρίζεστε ότι αυτό υπήρξε αποτέλεσμα τυχαίας συναρμολόγησης των εξαρτημάτων του. Σίγουρα κανείς δε θα σας έπαιρνε στα σοβαρά.
Πολλοί πιστεύουν ότι ούτε και η ικανότητά μας να κατανοούμε το Σύμπαν είναι αποτέλεσμα μιας ευτυχούς σύμπτωσης. Θεωρούν, και μάλλον όχι άδικα, ότι «προγραμματίστηκε» εκ των προτέρων, όπως και το Σύμπαν ρυθμίσθηκε με εξαιρετική ακρίβεια, από τη γέννησή του ακόμα για να δεχθεί την εμφάνιση της ζωής. Η ύπαρξη του Σύμπαντος έχει νόημα μόνο αν περιέχει μια συνείδηση ικανή να εκτιμά την οργάνωση, την ομορφιά και την αρμονία του. Ήταν αναπόφευκτο η συνείδηση, που προέκυψε από αυτή την κοσμική δημιουργία να ανυψώσει και το βλέμμα αλλά και το νου προς τα πάνω προσπαθώντας να κατανοήσει του νόμους που τη διέπουν. Σίγουρα λοιπόν η ικανότητα αυτή του εγκεφάλου μας δεν αποτελεί μια απλή σύμπτωση, αλλά δώρο.
Θα μπορέσει ποτέ η επιστήμη να δώσει απάντηση σε όλα τα ερωτήματα; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό τη δίνει η ίδια επιστήμη αποδεικνύοντας τα όριά της. Η σύγχρονη επιστήμη έρχεται να βάλει τέλος και στην δήθεν παντοδυναμία της λογικής. Όχι του ορθολογισμού, αλλά της δικτατορίας του ορθολογισμού. Ο διάσημος αυστριακός μαθηματικός Κούρτ Γκέντελ (Kurt Goedel, 1906-1978) απέδειξε μια πρόταση που, κατά τη γνώμη πολλών, απετέλεσε σταθμό στην ανθρώπινη σκέψη, στην ανθρώπινη λογική, ακριβώς γιατί την τοποθετεί στις πραγματικές της διαστάσεις.
Απέδειξε λοιπόν ότι οποιοδήποτε λογικό σύστημα και αν διαθέτουμε, οποιαδήποτε και αν είναι η ανθρώπινη λογική, πάντα θα υπάρχουν προτάσεις που θα είναι αληθείς αλλά όχι αποδείξιμες. Κανένα δηλαδή λογικό σύστημα δεν είναι πλήρες. Με άλλα λόγια απέδειξε ότι κάθε αλήθεια δεν είναι κατ’ ανάγκη και αποδείξιμη. Υπάρχουν δηλαδή και αλήθειες που δεν μπορούν να αποδειχθούν οποιαδήποτε λογική και αν διαθέτει κανείς.
Ποτέ λοιπόν η επιστήμη δε θα φθάσει στο τέρμα της διαδρομής. Το παραπάνω «μαγικό» αποτέλεσμα του Γκέντελ μας έδειξε ποια είναι τα όρια του ορθού λόγου. Επομένως θα πρέπει να επικαλεστούμε και άλλους τρόπους γνώσης, με τη συνδρομή πάντα των ανακαλύψεων της σύγχρονης επιστήμης. Και αυτοί οι δρόμοι διασταυρώνονται με ένα δύσκολο αλλά ταυτόχρονα πολύ όμορφο μονοπάτι. Μετά τη διασταύρωση αυτή ένα είναι σίγουρο: το Σύμπαν δεν είναι πια απόμακρο και ξένο, αλλά οικείο, κοντινό και, γιατί όχι, εξαιρετικά απλό.
-Ο κ. Αντώνης Αντωνίου είναι Δρ Αστροφυσικής Παν/μίου Αθηνών, Διδάσκων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, Επιστημονικός υπεύθυνος της Εστίας Γνώσης και Πολιτισμού Χαλκίδας
http://web.cc.uoa.gr/fasma/ananton@phys.uoa.gr