Ερωτήματα και προϋποθέσεις για μια δημοκρατική πολιτική της πόλης21/03/2014
Γράφει η Δήμητρα Λαμπροπούλου
Τι έχει να πει η προφορική ιστορία για την ιστορία της πόλης; Η σημασία της πόλης ως αντικείμενο της ιστορικής διερεύνησης είναι αυτονόητη. Οι ιστορικοί του αστικού φαινομένου έχουν ήδη πίσω τους μια μακρά παράδοση η οποία έχει να επιδείξει εξαιρετικές στιγμές διεπιστημονικής συνεργασίας αλλά και υπέρβασης των περιχαρακώσεων ανάμεσα στους ειδικούς διαφορετικών ιστορικών περιόδων. Η πόλη έχει αποτελέσει και συνεχίζει να αποτελεί ένα κατεξοχήν πεδίο για την παρατήρηση και τη μελέτη των ιστορικών αλλαγών και, ακόμα ειδικότερα, των οικονομικών και πολιτικών κρίσεων της νεωτερικής και της μετανεωτερικής συνθήκης. Οι πόλεις ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος των κυβερνώντων προκειμένου να γνωρίσουν, να οριοθετήσουν και να ονοματίσουν τον πληθυσμό• οι πόλεις ήταν οι τόποι όπου δοκιμάστηκαν και παγιώθηκαν οι τρόποι με τους οποίους έμελλε να κυβερνηθούν οι νέες κοινωνίες στις μητροπόλεις και τις αποικίες από τον 10ο αιώνα και μετά.
Ο σχεδιασμός της νεωτερικής πόλης, το πώς κανείς τη γνωρίζει και ζει σε αυτήν, οι ατομικές και οι ομαδικές εμπειρίες της πόλης και οι διαφορετικές μορφές ταυτότητας που συνδέθηκαν με τις εμπειρίες αυτές, αποτέλεσαν συστατικά της σύγχρονης αστικής διακυβέρνησης εξίσου σημαντικά με τις τεχνικές της πειθάρχησης και της αστυνόμευσης. Η ιστορία του φιλελευθερισμού τον 19ο αιώνα, όχι μόνον ως πολιτικού ή οικονομικού συστήματος αλλά ως μιας νέας πολιτικής ορθολογικότητας και ως πλέγματος πρακτικών διακυβέρνησης –οι οποίες περιλάμβαναν από τη χαρτογράφηση μέχρι τα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης και φωτισμού, και από τη διάνοιξη των δρόμων και τη δημιουργία δημόσιων χώρων μέχρι την κίνηση των ανθρώπινων σωμάτων και των αντικειμένων πάνω σε αυτόν τον ιστό– ταυτίστηκε με την ιστορία της νεωτερικής πόλης. Έτσι η πόλη αποτέλεσε έναν προνομιακό χώρο για μια σημαντική μετατόπιση στη σύγχρονη κοινωνική σκέψη: «από την πρόσληψη της κοινωνίας ως πράγμα, στον στοχασμό γύρω από το κοινωνικό ως διαδικασία. […] τη μετακίνηση από την ιδέα μιας μονολιθικής κοινωνικής ευταξίας προς την ιδέα μιας κοινωνικής ρύθμισης, ως μιας ρευστής, ανοιχτής και πολύπλευρης δραστηριότητας».1
Η σύγχρονη πόλη λειτούργησε, άλλωστε, ως αναπαράσταση της ίδιας της εμπειρίας της ιστορίας. Οι εμπορικές στοές του Παρισιού –οι πρόδρομοι των πολυκαταστημάτων–, τα υλικά της κατασκευής τους, ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός και ο καλλιτεχνικός τους διάκοσμος, μαζί με το είδος του βλέμματος που παρήγαν και ανατροφοδοτούσαν, έγιναν το υλικό που ο Βάλτερ Μπένγιαμιν κατεργάστηκε, ώστε να καταστήσει έναν τόπο, το Παρίσι, πρωτεύουσα ενός ιστορικού χρόνου, του 19ου αιώνα (Παρίσι, Πρωτεύουσα του 19ου Αιώνα). «Προσπαθώ να δείξω», έγραφε ο Μπένγιαμιν, «πώς, ως αποτέλεσμα μιας πραγμοποιημένης αναπαράστασης του πολιτισμού, οι νέες μορφές συμπεριφοράς και οι νέες οικονομικές και τεχνολογικές δημιουργίες που οφείλουμε στον 19ο αιώνα εισέρχονται στο σύμπαν της φαντασμαγορίας. […] Αυτό αφορά όχι μόνον την ιδεολογική τους σύλληψη αλλά και την αμεσότητα της αντιληπτής παρουσίας τους. […] Έτσι, εμφανίζονται οι εμπορικές στοές – με τις οποίες εγκαινιάζεται ο τομέας των σιδηροκατασκευών• έτσι, εμφανίζεται ο κόσμος των εκθέσεων, που διατηρούν έναν σημαντικό δεσμό με τη βιομηχανία της διασκέδασης. Σε αυτήν την κατηγορία φαινομένων περιλαμβάνεται και η εμπειρία του flâneur [του περιπλανώμενου διαβάτη – στην πραγματικότητα αμετάφραστου], που αφήνεται στις φαντασμαγορίες της αγοράς». Το βλέμμα του flâneur είναι το βλέμμα της αλληγορικής ιδιοφυΐας καθώς πέφτει πάνω στην πόλη, το βλέμμα του αποξενωμένου ανθρώπου, το βλέμμα του Μπωντλαίρ. Ο flâneur στέκεται σε ένα κατώφλι, εκείνο που σηματοδοτεί το πέρασμα στη μητρόπολη και τη μεσαία τάξη, όμως ακόμα εκείνος δεν ανήκει ούτε στη μία ούτε στην άλλη. Αναζητά, λοιπόν, καταφύγιο στο πλήθος. Το πλήθος είναι το πέπλο με το οποίο η οικεία πόλη γνέφει ως φαντασμαγορία στον flâneur. Οι μορφές του φαντασμαγορικού μετατρέπονται σε υλικά του πολυκαταστήματος, το οποίο χρησιμοποιεί την ίδια την περιδιάβαση με σκοπό την πώληση αγαθών. Το πολυκατάστημα είναι η τελευταία βόλτα του flâneur.2
Οι σημερινές πόλεις συνεχίζουν να συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον των κοινωνικών επιστημών, καθώς, ιδιαίτερα στις μέρες μας, η πόλη θεωρείται ο κατεξοχήν τόπος ανάδυσης και υλοποίησης νέων ταυτοτήτων και νέων μορφών κοινωνικότητας, τόπος στον οποίο συντελείται η διαδικασία απεδαφικοποίησης και επανεδαφικοποίησης στα συμφραζόμενα της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης• είτε αυτή η διαδικασία αφορά, για να αναφέρω ορισμένα μόνο παραδείγματα, τη λειτουργία της διεθνικής επιχείρησης, είτε την εγκατάσταση και τους όρους κοινωνικής και πολιτικής ύπαρξης των μεταναστών/-τριών, είτε τη δράση θεσμών που λειτουργούν στο εσωτερικό ή στο πλάι της σύγχρονης πολιτικής διακυβέρνησης. Οι γεωγραφικές περιοχές στο εσωτερικό μιας πόλης –οι γειτονιές, τα κτίρια, οι δρόμοι, τα μνημεία, οι πλατείες, τα πάρκα– αλλά και η πόλη ως ολότητα αποτελούν πεδία όπου συμβαίνουν κοινωνικές και πολιτισμικές συναντήσεις και εκδηλώνονται συγκρούσεις με στόχο τον έλεγχο, τη χρήση, τη διαχείριση και την οικειοποίησή τους.3
Τι έχει να πει η προφορική ιστορία για την ιστορία της πόλης; Στη δεκαετία του 1960 το αποτέλεσμα της χρήσης προφορικών μαρτυριών για την ιστορία του αστικού χώρου ήταν μάλλον η διεύρυνση του σώματος των πηγών παρά η υιοθέτηση νέων μορφών ανάλυσης. Από τότε έχει διανυθεί μια μεγάλη απόσταση: στην πορεία της κατανοήσαμε ότι οι γραπτές και οι προφορικές πηγές μπορούν να κάνουν διαφορετικά πράγματα, δυνητικά συμπληρωματικά μεταξύ τους. Συμπληρωματικά, αν δεν τις δούμε υπό το πρίσμα αντιθετικών δυϊσμών, αν δούμε καθεμιά από αυτές τις κατηγορίες πηγών ως μέσο που προσθέτει και τροποποιεί το άλλο και που, επομένως, επεκτείνει τις δυνατότητες της ιστορικής παρατήρησης και ανασυγκροτεί όλο το πεδίο της ιστορικής ερμηνείας αλλά και την έννοια του ίδιου του «αρχείου». Σήμερα η προφορική ιστορία μπορεί να αναδεικνύει τις «φωνές από τα μέσα και από τα κάτω» δοκιμάζοντας συγχρόνως επιτυχημένες ερμηνείες της κοινωνικής ιστορίας και, συνεπώς, της κοινωνικής ιστορίας των πόλεων.4 Η κύρια συμβολή της προφορικής ιστορίας στην κατεύθυνση αυτή είναι η δυνατότητά της να αναπτύσσει την εις βάθος γνώση των τοπικοτήτων, επανεγκαθιδρύοντας τη σύνδεση ανάμεσα στο τοπικό και το προφορικό με νέους τρόπους και με νέες σημασίες στο παγκόσμιο συμφραζόμενο, συσχετίζοντας την τοπικότητα με τον ευρύτερο κόσμο. Καθώς η προφορική ιστορία έχει την ικανότητα να εργάζεται σε συγκεκριμένους τόπους, προσφέρει μοναδικές ενοράσεις γι’ αυτούς, μπορεί να βοηθήσει ώστε να αρθρωθεί το πώς οι άνθρωποι βιώνουν τους διαφορετικούς τόπους, μπορεί να αλλάξει τις προσλήψεις και τους τρόπους κατανόησης των τόπων και, ίσως, να παραγάγει δραστηριότητες που αλλάζουν την υλική υπόστασή τους.5
Είναι μάλλον προφανείς οι περιορισμοί και τα προβλήματα που μπορούν να υπάρξουν, εάν ο τόπος γίνεται κατανοητός με έναν εξωτερικό, επιφανειακό τρόπο, εάν απλώς οριοθετεί ένα μάλλον στατικό πλαίσιο της έρευνας. Πρόθεσή μας σε αυτό το συνέδριο είναι να σκεφτούμε σχετικά με την αμοιβαία επίδραση ανάμεσα στον τόπο και τη μνήμη, όπως αυτή συγκροτείται μέσα από την προφορική μαρτυρία. Η αντίληψη του χώρου ως μιας οπτικής, ως μιας μεθόδου για την ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων και η επίγνωση ότι η μνήμη σχηματίζεται με βάση χωρικά σημεία αναφοράς, αποτελούν τα δύο βασικά σημεία αφετηρίας γι’ αυτόν τον αναστοχασμό.
Θα σκιαγραφήσω κατ’ αρχάς το πρώτο από τα δύο σημεία, την αντίληψη του χώρου ως μιας οπτικής, μιας μεθόδου για την ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων. Η λεγόμενη «χωρική στροφή» στην ιστορία και τις άλλες κοινωνικές επιστήμες μάς υπενθυμίζει την ανάγκη να σχετικοποιήσουμε τη «νεωτερική» έννοια ενός εδαφικού, μετρήσιμου, εκκοσμικευμένου και αφηρημένου χώρου και να τον κατανοήσουμε ως το αποτέλεσμα συγκριμένων ιστορικών διαδικασιών. Βέβαια ο «χώρος» ως αναλυτική κατηγορία δεν επινοήθηκε από τους ιστορικούς – η αναδρομή στην πορεία των σχετικών θεωρητικών συμβολών φτάνει τουλάχιστον μέχρι τους ουμανιστές του 16ου αιώνα. Η σημασία των χωρικών πλαισίων υπήρξε, εξάλλου, αποφασιστική τόσο για τη σχολή των Annales όσο και για τη μικροϊστορία, ρεύματα ιστορικής σκέψης που συνέβαλαν αποφασιστικά, ώστε να συνειδητοποιήσουμε τη σημασία της χωρικής κλίμακας ως αναλυτικής μεταβλητής της ιστορικής έρευνας. Ο λόγος όμως περί «χωρικής στροφής» από τη δεκαετία του 1980 και μετά βρίσκεται σε στενή συνάφεια με τον αναπροσανατολισμό του ιστορικού βλέμματος: την απομάκρυνση από τις γραμμικές αφηγήσεις γεγονότων και την εστίαση σε περισσότερα σύνθετα πανοράματα ταυτοτήτων, προσλήψεων και αναπαραστάσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, ο χώρος –η γεωγραφία– είναι εξίσου σημαντικός με τον χρόνο, δεν θεωρείται παρεπόμενο των κοινωνικών σχέσεων, αλλά αναγνωρίζεται ότι εμπλέκεται ενεργητικά στην κατασκευή τους. Δηλαδή, «το χωρικό δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα κοινωνικών/πολιτισμικών νοημάτων και σχέσεων, αλλά επίσης και το μέσο, η προϋπόθεση της ύπαρξής τους».6
Ο διάλογος της ιστορίας με την ιστορική και τη ριζοσπαστική γεωγραφία, την ιστορική αρχαιολογία, την αρχιτεκτονική θεωρία, την ανθρωπολογία και την πολιτική επιστήμη αποδείχτηκε αποφασιστικός γι’ αυτή τη στροφή: ευαισθητοποίησε τις ιστορικές κεραίες απέναντι στις υλικές συνθήκες και τις σχέσεις εξουσίας, εκλέπτυνε τον προβληματισμό σχετικά με τον συνδυασμό υλικών καταλοίπων και αρχειακών τεκμηρίων, πρότεινε νέα αναλυτικά εργαλεία, όπως, για παράδειγμα, το «χωρικό συντακτικό» [space syntax], διέρρηξε τα στεγανά της σχέσης «άνθρωπος/περιβάλλον». Οι φεμινίστριες ιστορικοί, γεωγράφοι και ανθρωπολόγοι κατέδειξαν τους τρόπους με τους οποίους οι ιδεολογίες του φύλου, της κοινωνικής τάξης και της φυλής περιέπλεξαν την κατανόησή μας για το δημόσιο και το ιδιωτικό, την εργασιακή διαδικασία, την ιδιότητα του πολίτη. Η χωρική οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων έγινε, με άλλα λόγια, αντιληπτή ως παραγωγός και παράγωγο ιεραρχικών προσλήψεων του κόσμου, σχέσεων εξουσίας, διαδικασιών σύγκρουσης ή συναίνεσης. Η προβληματοποίηση του χωρικού και του τοπικού συνδέθηκαν με ιδιαίτερα γόνιμο τρόπο και με την ιστορία του σώματος, των ενσώματων πρακτικών μέσα από τις οποίες παράγεται ο κοινωνικός χώρος: χειρονομίες, βλέμματα, αγγίγματα και εναγκαλισμοί, εργασιακές κινήσεις, αντιδράσεις πόνου, βασάνου, χαράς ή ηδονής έγιναν τα μέσα για να κατανοήσουμε τις πολιτικές του αποκλεισμού και της συμπερίληψης που διαμορφώνουν το αστικό περιβάλλον.7
Η διττή φύση του χωρικού ως αποτελέσματος και προϋπόθεσης των κοινωνικών/πολιτισμικών σχέσεων και νοημάτων αφορά επίσης τη διαδικασία της μνήμης σε όλο το βάθος και το εύρος της. Έρχομαι, έτσι, στο δεύτερο σημείο απ’ όπου προτείνω να εκκινήσει σε αυτό το συνέδριο ο προβληματισμός μας σχετικά με την αμοιβαία επίδραση ανάμεσα στον τόπο και τη μνήμη, το ότι δηλαδή η μνήμη σχηματίζεται με βάση χωρικά σημεία αναφοράς. Τι κάνει η μνήμη στους τόπους και τι κάνουν οι τόποι στη μνήμη; Τα χωρικά πλαίσια της μνήμης είναι δύο ειδών, σύμφωνα με τον Maurice Halbwachs. Υπάρχει το οικείο, τοπικό πλαίσιο που στοιχειοθετείται από αντικείμενα, σπίτια, δρόμους, πέτρες, φυτά. Τούτο είναι ευάλωτο, στο έλεος αναπόφευκτων αλλαγών, και οι μνήμες που υποστηρίζει ζουν με χρόνο δανεικό, υπό την απειλή μικρότερων ή μεγαλύτερων καταστροφών ή μεταβολών (μια πυρκαγιά, μια πλημμύρα, μια κατεδάφιση, η μετακίνηση ή η εξαφάνιση ενός αντικειμένου). Η μνήμη του οικείου είναι η μνήμη των τόπων, των συγκεκριμένων τόπων. Το δεύτερο είδος χωρικού πλαισίου της μνήμης είναι αναμφισβήτητα πιο ασφαλές εξαιτίας της συμβολικής λειτουργίας που εκτελεί και αφορά τις ζώσες εικόνες της συλλογικής μνήμης, τις αναπαραστάσεις που ενεργούν ως μήτρες για τη συγκρότηση των τόπων της μνήμης, περισσότερο απομακρυσμένων αλλά και πιο εύρωστων στο πέρασμα του χρόνου. Σε αντίθεση με την πραγματική Ιερουσαλήμ, λέει ο Halbwachs αναλύοντας την τοπογραφία των Αγίων Τόπων, η συμβολική Ιερουσαλήμ παραμένει αναλλοίωτη και απαράλλακτη.8
Η σχέση ανάμεσα στην υλικότητα του τόπου και τη συμβολική σημείωση του χώρου αποδεικνύεται κεντρική στην προσπάθειά μας να μελετήσουμε τη μνήμη του αστικού χώρου, δηλαδή τους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους η μνήμη αφηγείται την πόλη. Η προφορική μαρτυρία ξαναγράφει την ιστορία. Με ποιον τρόπο όμως η διαδικασία της μνήμης, που ενεργοποιεί η προφορική αφήγηση, διαμεσολαβεί την εμπειρία της πόλης, τι αποσιωπά, πώς διαχειρίζεται το τραυματικό και το καθημερινό; Και από την άλλη, ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην προσωπική μαρτυρία και τις ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις και τάσεις; Τι είδους συγκλίσεις και αποκλίσεις παρατηρούμε ανάμεσα στην ατομική και τη συλλογική μνήμη, πότε η κοινωνική μνήμη συμμορφώνεται και πότε αντιστέκεται στα ηγεμονικά αφηγήματα του αστικού χώρου; Ποιοι είναι οι «άλλοι» στην πόλη; Τι μνήμες κουβαλούν μαζί τους και τι μνήμες συναντούν στον νέο τόπο εγκατάστασης; Στους αστικούς χώρους πραγματοποιούνται ποικίλες χρονικές καθιζήσεις που στο πλαίσιό τους ένα πλήθος αναμνήσεων διαφορετικών ομάδων διασταυρώνονται ή επικαλύπτονται σχηματίζοντας αυτό που έχει ονομαστεί «αστικά παλίμψηστα».9 Πώς διαπλέκονται όμως οι λόγοι για τον «άλλο» και οι λόγοι του μίσους με αυτά τα παλίμψηστα; Και τι μπορεί να σημαίνει μια τέτοια διαπλοκή για τις ταυτότητες, τις σωματικές συναντήσεις και τις σωματικές πρακτικές που διαγράφουν τον ιστό των σύγχρονων πόλεων;
Αναρωτιόμαστε, λοιπόν, για το σήμερα; Η σχέση της μνήμης, της πόλης και της προφορικής μαρτυρίας αναπτύσσεται πάνω στην τροχιά μιας αδιάκοπης κίνησης μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, τροχιά την οποία χαράσσουν οι φωνές των αφηγητών και των αφηγητριών, καθώς συναντιούνται μεταξύ τους και με τις δικές μας φωνές. «Τι έχει να πει η προφορική ιστορία για την ιστορία της πόλης;» αναρωτήθηκα στην αρχή αυτής της ομιλίας. Σκιαγράφησα περισσότερο ερωτήματα παρά απαντήσεις, περισσότερο προϋποθέσεις για την απόδοση της πολυπλοκότητας του παρελθόντος παρά την ίδια την πολυπλοκότητα. Επιτρέψτε μου να κλείσω με ένα ακόμα ερώτημα: Τι έχει να πει η προφορική ιστορία για το παρόν της πόλης; Ίσως μέσα από τη διαδικασία της απόστασης και της ανοικείωσης που μας παρέχει η ιστορική έρευνα, μπορέσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα τις δικές μας εμπειρίες της πόλης και να αναρωτηθούμε για το πώς μπορούν να συγκροτηθούν κοινωνικές σχέσεις της διαφοράς χωρίς αποκλεισμό, σχέσεις οργανωμένες, έτσι ώστε να ενθαρρύνουν τη δικαιοσύνη και να ελαχιστοποιούν την καταπίεση. Μαθαίνοντας να ακούμε διαφορετικές φωνές από και για το παρελθόν της πόλης, μπορούμε ίσως να αναζητήσουμε προϋποθέσεις για μια δημοκρατική πολιτική της πόλης, ένα είδος αστικής ζωής στην οποία τα σύνορα είναι ανοιχτά και μη διευθετήσιμα, και ευνοούν συναντήσεις όχι μόνο με το όμοιο αλλά και με το ανοίκειο, συναντήσεις μέσα από τις οποίες μπορούμε να μάθουμε ή να βιώσουμε κάτι διαφορετικό.10
-Εισήγηση στο Συνέδριο Προφορικής Ιστορίας, Η μνήμη αφηγείται την πόλη… Προφορικές μαρτυρίες για το παρελθόν και το παρόν του αστικού χώρου, Αθήνα, 6-9 Μαρτίου 2014 (Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Ε.Κ.Π.Α.-Ένωση Προφορικής Ιστορίας)
http://www.chronosmag.eu/index.php/e-lppl-p-th-thp-pl-p-pl-ef.html