Τι μέλλον έχει ένας λαός του οποίου η πολιτική ηγεσία δεν είναι σε θέση ούτε την εθνική επέτειο να γιορτάσει ενωμένη;
Τι μέλλον μπορεί να έχει η χώρα που λέγεται Ελλάς, όταν την ημέρα της εθνικής γιορτής της συζητά το πώς έγιναν οι παρελάσεις και αν έπρεπε να γίνουν έτσι ή αλλιώς και ποιος καθόταν στην εξέδρα των επισήμων και ποιος όχι, αντί η γιορτή, η συγκεκριμένη γιορτή, να στείλει το μήνυμα πως το θαύμα του Έπους του 1940 επιτεύχθηκε επειδή ενώθηκαν όλοι κάτω από τον ίδιο ιερό σκοπό και μαζί ατένισαν από την κορυφογραμμή της 28ης Οκτωβρίου την πορεία της Φυλής;
Τι μέλλον μπορούμε να έχουμε όταν η πολιτική μας ηγεσία δεν αντιλαμβάνεται πως δεν έχει το δικαίωμα να δημιουργεί γεγονότα, τα οποία αποπροσανατολίζουν από το μήνυμα της ημέρας και που δεν είναι άλλο από το μεγαλείο ενός μικρού λαού που κατανίκησε μια αυτοκρατορία – ένα μήνυμα που έπρεπε να φθάσει και στο εξωτερικό;
Τι μέλλον μπορούμε να έχουμε όταν δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πως υπάρχουν κάποιες μέρες οι οποίες βρίσκονται πάνω από τις τρέχουσες συγκυρίες;
Τι μέλλον μπορούμε να έχουμε όταν συζητάμε για τα καύσιμα της παρέλασης την ώρα που Αλβανία και Τουρκία ερίζουν για την «ιδιοκτησία» του Κοσσόβου, με την Τουρκία να χρηματοδοτεί στρατιωτικό αεροδρόμιο στο Μπεράτι και τις εφημερίδες της να γράφουν πως η Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει και γι’ αυτό δεν μπορεί να πληρώσει τα καύσιμα των αεροπλάνων και των αρμάτων μάχης της;
Δείξε μου πώς γιορτάζεις τις εθνικές επετείους σου, για να σου πω το μέλλον σου.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Χθες, γιορτάζαμε την 28η Οκτωβρίου 1940 – για να μην ξεχνιόμαστε, δηλαδή.
Και τιμούσαμε εκείνους που αγωνίστηκαν και έδωσαν τη ζωή τους και έχασαν τα μέλη τους από τα κρυοπαγήματα για να μπορούμε σήμερα εμείς να αναπνέουμε ελεύθερα και να διαδηλώνουμε και να διαμαρτυρόμαστε.
Στο μεταξύ, έχει δημιουργηθεί ένα πρόβλημα με ένα μόρφωμα που κατόρθωσε να μπει στη Βουλή και του οποίου οι βουλευτές και τα στελέχη βρίζουν, φτύνουν, αναποδογυρίζουν πάγκους, αρπάζουν μικρόφωνα, απειλούν, υποστηρίζουν ότι διαθέτουν τάγματα εφόδου, είναι «συλλέκτες» ναζιστικών «κειμηλίων», φορούν στολές που παραπέμπουν σε παραστρατιωτική οργάνωση, υποστηρίζουν ότι η Δημοκρατία δεν αποκαταστάθηκε το 1974 αλλά το 1967, χαιρετούν ναζιστικά και τελικά έλαβαν μέρος σε ένα έγκλημα.
Όλα αυτά μαζί, εκ των πραγμάτων καθιστούν αυτό το μόρφωμα εγκληματική οργάνωση – αλλά η Δημοκρατία έχει κανόνες και αυτοί θα ακολουθηθούν.
Ο περιφερειάρχης Μακεδονίας αποφάσισε να αδιαφορήσει για όλα αυτά και να αποστείλει πρόσκληση στον εκπρόσωπο αυτού του μορφώματος στη Βουλή (όπου πράγματι υπάρχει μια ανωμαλία, αλλά, όπως είπαμε, αυτά θα τα λύσει η Δικαιοσύνη και η Δημοκρατία).
Ως πολιτικό πρόσωπο, που δεν εφαρμόζει απλώς εγκυκλίους, μπορούσε να κάνει την υπέρβασή του και να μην στείλει τη συγκεκριμένη πρόσκληση – ειδικά αυτή τη μέρα νίκης επί του φασισμού και του ναζισμού.
Πολύ περισσότερο που η Ένωση Περιφερειών το έχει λύσει αυτό το θέμα μετά τη δολοφονία Φύσσα, κηρύσσοντας με απόφασή της τη Χ.Α. ανεπιθύμητη στις εκδηλώσεις της – και επομένως υπήρχε η αναγκαία κάλυψη.
Όταν ο περιφερειάρχης κατηγορήθηκε για τη στάση του, αντί να πει «συγγνώμη, λάθος, δεν θυμήθηκα πως δεν ήταν δεξίωση, αλλά η νίκη επί του φασισμού», προχώρησε σε ατυχείς και εξοργιστικές παρομοιώσεις, ταυτίζοντας τα πρόσωπα με τα κόμματα (ενώ υπό κατηγορία τελεί το ακριβώς αντίθετο: Ότι δηλαδή δεν πρόκειται για μεμονωμένες δράσεις προσώπων που ανήκουν σε ένα κόμμα, αλλά για συνολική δράση που υποθάλπεται και οργανώνεται από το κόμμα).
Με λίγα λόγια, φρόντισε να επιβεβαιωθεί το αξίωμα, σύμφωνα με το οποίο «η διόρθωση είναι χειροτέρα του λάθους».
Στο μεταξύ, είχε αρχίσει ένα γαϊτανάκι του τύπου «αφού θα πάνε αυτοί δεν θα πάω εγώ» (Μπουτάρης, ΣΥΡΙΖΑ, ΔΗΜΑΡ, ΚΚΕ), που κατέληξε – μετά τη «διόρθωση» του περιφερειάρχη – στο «αφού θα πάει αυτός, δεν θα πάμε εμείς» (ΠΑΣΟΚ).
Δηλαδή, ξέχασαν όλοι τι γιορτάζουμε.
Και συμπεριφέρθηκαν, αδιαφορώντας για τη μνήμη των νεκρών, παριστάνοντας ότι την… προφυλάσσουν.
Απέδειξαν, πως δεν μπορούν να μοιράσουν δυο γαϊδουριών άχυρα.
Στην πρώτη περίπτωση θα αρκούσε ένα «Εμείς θα είμαστε εκεί και αυτοί να μην τολμήσουν» - όπως και δεν τόλμησαν.
Και στη δεύτερη περίπτωση θα αρκούσε ένα «Εμείς θα είμαστε εκεί για να τιμήσουμε τους νεκρούς μας και παραδίδουμε τον υβριστή μας την κρίση του λαού».
Με εξαίρεση τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης, που το κατάλαβε και ανέβηκε στην εξέδρα, όλοι οι άλλοι υποδύθηκαν τους προσβεβλημένους, προσβάλλοντας έτσι τη μνήμη των ηρώων μας και θέτοντας το δικό τους γινάτι πάνω από το μεγαλείο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Στην πράξη, δέχθηκαν πως είναι δυνατόν να έλθουν τα άγρια και να διώξουν τα ήμερα.
Αλλά, για ένα λεπτό.
Εντάξει, στη Θεσσαλονίκη αποφάσισαν να… γιορτάσουν το γινάτι τους και όχι το «Όχι» - κάτι που δεν αποτελεί δείγμα πολιτικής και εθνικής ωριμότητας.
Μπορούμε να μάθουμε γιατί ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, ΚΚΕ δεν έλαβαν μέρος στις εκδηλώσεις της Αθήνας και δεν παρευρέθηκαν ούτε στη δοξολογία-μνημόσυνο για τους νεκρούς, ούτε στην μαθητική παρέλαση;
Η Αθήνα το θέμα της Χ.Α. το έχει λύσει με απευθείας συνεννόηση του προέδρου της Βουλής κ. Μεϊμαράκη και του περιφερειάρχη κ. Σγουρού.
Και στην παρέλαση έλαβαν μέρος παιδιά όλων των φυλών και των χρωμάτων.
Και μνημόσυνα κάνουμε πάντα στους νεκρούς μας.
Γιατί, λοιπόν, έλαμψαν δια της απουσίας τους;
Διότι ο προταθείς από το ΠΑΣΟΚ αντιπρόεδρος της Βουλής Γιάννης Δριβελέγκας, εκπροσωπούσε τη Βουλή και στην Αθήνα δεν παρήλασαν τανκς – αν και ούτε σ’ αυτό έχει δίκιο το ΠΑΣΟΚ.
Πρώτον επειδή δεν μπορεί κάθε που διαφωνεί με την απόφαση ενός υπουργού να… θυμώνει, να εκδίδει ανακοινώσεις και να σηκώνεται να φύγει και δεύτερον, επειδή ένα σοβαρό κόμμα δεν μπορεί να εξαρτά την παρουσία του σε μια εκδήλωση τιμής από τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται αυτή.
Το «θυμώνω και φεύγω» δεν είναι πολιτική συμπεριφορά.
Πάμε τώρα στην (λεγόμενη) Αριστερά. Η απουσία της από το μνημόσυνο στην Μητρόπολη δεν την τιμά και δεν τιμά την Ιστορία της.
Προκειμένου να καταταγεί κάποιος στον ΕΛΑΣ δεν προσκόμιζε πιστοποιητικό… αθεΐας.
Και είναι γνωστό ότι στην Μακρόνησο, οι κρατούμενοι (όσοι ήθελαν) εκκλησιάζονταν στο εκκλησάκι τα ερείπια του οποίου διασώζονται και σήμερα.
Ειδικά για τον ΣΥΡΙΖΑ και την απουσία του από την Μητρόπολη, ας τα βλέπουν αυτά όσοι πιστεύουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και σε χωρισμό Κράτους και Εκκλησίας θα προχωρήσει και το κράτος θα συνεχίσει να πληρώνει τους μισθούς των ιερωμένων.
(Βέβαια, ο κ. Τσίπρας δεν είχε κανένα πρόβλημα να ταξιδέψει ως τη Βενεζουέλα για να παραστεί στη νεκρώσιμη ακολουθία για τον Τσάβες, αλλά είχε πρόβλημα να ορίσει εκπρόσωπο του κόμματός του για το μνημόσυνο στους νεκρούς του 1940.
Όσο για τις παρελάσεις, αυτές γίνονταν και γίνονται σε όλον τον κόσμο και σε όλα τα καθεστώτα – και μάλιστα με το βήμα της χήνας σε κάποια πρώην ανατολικά.
Παρελάσεις γίνονταν και γίνονται και στην Ευρώπη και στη Β. Κορέα και στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στην Τσεχοσλοβακία και στην Κούβα και στη Βενεζουέλα του Τσάβες.
Όσο για την συγκεκριμένη επέτειο, στο Έπος της Αλβανίας έλαβαν μέρος όλοι, με τους κομμουνιστές να δραπετεύουν από την Ακροναυπλία για να πάνε στο μέτωπο και την ηγεσία του κόμματος να τους καλεί να λάβουν μέρος στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα κι’ ας ήταν πρωθυπουργός ένας δικτάτορας.
Διαφορετικά, η Αριστερά της εποχής θα έλεγε κι’ αυτή ένα μεγαλοπρεπές pourquoi.
Ούτε ο Άρης θα έβγαινε στο βουνό, ούτε θα συνεργαζόταν με τον Ζέρβα και τους Άγγλους στον Γοργοπόταμο.
Τέλος, όσον αφορά στην (γραφειοκρατική και άνευ αποτελέσματος) πρόσκληση του ΣΥΡΙΖΑ να παρελάσει ο λαός (μπουλουκηδόν) διαδηλώνοντας κατά των μνημονίων.
Και εδώ πιάνεται αδιάβαστος ο ΣΥΡΙΖΑ.
Διότι, ως γνωστόν και όπως αναφέρει και ο Διονύσης Χαριτόπουλος στο έργο του «Άρης , ο Αρχηγός των Ατάκτων», στις ομιλίες του ο Βελουχιώτης αναφερόταν στους ήρωες του 1821 και στους αρχαίους κλασσικούς – και όχι στον Μαρξ και στον Ένγκελς.
Διότι, «οι κοινωνικοί αγώνες οφείλουν να υποτάσσονται στους εθνικοαπελευθερωτικούς»…
Αλλά όπως φαίνεται, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δικό του μπαϊράκι και δεν διδάσκεται ούτε από την Ιστορία της Αριστεράς…