Η άλλη ΚαρυάτιδαΓράφει η Ελένη
Στούμπου-Κατσαμούρη
Το 2009 ήταν η χρονιά που έβαλε ξανά στο χάρτη το ζήτημα της επιστροφής των κλεμμένων αρχαιοτήτων στις χώρες προέλευσής τους. Το νέο Μουσείο Ακρόπολης έπεισε πρώτα τον Τύπο και τους χιλιάδες ξένους επισκέπτες του στη συνέχεια, ότι πρόκειται για μια υπόθεση σοβαρή που η επίλυσή της διεκδικείται με σοβαρό τρόπο.
Τα ελγίνεια ωστόσο δεν ήταν μόνα, ούτε ο πανούργος διπλωμάτης σπάνια περίπτωση. Θα παρακολουθήσουμε τον αρπακτικό αναβρασμό στην Ελλάδα των αρχών του 19ου αι. μέσα από τα κείμενα ενός λιγότερο διάσημου συμπατριώτη του Έλγιν: του Έντουαρντ Κλαρκ, ο οποίος κατόρθωσε την ίδια περίοδο που λεηλατούνταν η Ακρόπολη, να κλέψει τη μία από τις δύο Καρυάτιδες των Μικρών Προπυλαίων της Ελευσίνας, πιστεύοντας εσφαλμένα πως ήταν το άγαλμα της θεάς Δήμητρας που είχε φιλοτεχνήσει ο Φειδίας.
Τον Οκτώβριο του 1801, με οδηγό το ζωγράφο του Έλγιν, Τζιοβάννι Λουζιέρι, ο Κλαρκ επισκέπτεται την Ακρόπολη και σημειώνει: Η ευτυχία μας είναι πλήρης, Ξεχάσαμε όλες τις ταλαιπωρίες μας… Παρά την ικανοποίησή μου όμως, πρέπει να θρηνήσω για το σχέδιο που ακολουθούν οι πράκτορες του Λόρδου Έλγιν στον τόπο αυτό. Με το πρόσχημα ότι σώζουν τις τέχνες από τα τα χέρια των τούρκων, κατεδαφίζουν ναούς που αντιστέκονταν στις φθορές του χρόνου και του πολέμου και τους βαρβάρους για αιώνες για να διακοσμήσουν μια αξιοθρήνητη σκωτσέζικη βίλλα (το παλατάκι που είχε υποσχεθεί ο Έλγιν στη μέλλουσα σύζυγό του). Τα λεπτά ανάγλυφα του Παρθενώνα μπαρκάρουν για την Κωνσταντινούπολη και η Αθηνά κοκκινίζει για το άσυλο που προορίζεται για τους βωμούς της. «Τhe life and remains of Edward D. Clarke”, London, 1824, σ. 502.
Λίγα χρόνια αργότερα ωστόσο, αφού και η δική του επιχείρηση συλλογής αρχαιοτήτων έχει ολοκληρωθεί, σημειώνει με παράπονο που δεν μπόρεσε να απομακρύνει κι άλλες: H συλλογή, όπως είναι τώρα, πρέπει να θεωρηθεί απλώς σταχυολόγηση. Το δρεπάνι ήταν στα χέρια άλλων... «Greek marbles brought from the shores of the Euxine Archipelago and Mediterranean”, Cambridge, 1809, Εισαγωγή.
To Moναστηράκι και η Ακρόπολη στο βάθος, την εποχή της λεηλασίας, σχέδιο
του Edward Dodwell, 1801-1806.
Λίγο βορειότερα, τα ερείπια της Ελευσίνας, όπου ο Edward D. Clarke, ήλπιζε
να έχει κάποια τύχη, γκραβούρα του P. W. Tomkins από σχέδιο του W. Gell, 1801.
Το άγαλμα που έμελλε να αλλάξει τη μοίρα του Κλαρκ κείτονταν ανάμεσα στα ερείπια του ιερού της Ελευσίνας. Ήταν τρεις φορές περίπου το μέγεθος του ανθρώπου, σώζονταν μέχρι τη μέση, είχε το πρόσωπο φθαρμένο από τις λεηλασίες κι έφερε πάνω στο κεφάλι σαν κορώνα ένα κυλινδρικό κουτί, μια κίστη, διακοσμημένη με στάχυα, παπαρούνες και γιρλάντες. Το ιερό φυτό της Δήμητρας έδινε τη βεβαιότητα στους χωρικούς ότι το άγαλμα φρόντιζε για τη σοδειά τους. Είχε εντοπιστεί το 1676, αλλά από τη μιά το βάρος του κι από την άλλη η δεισιδαιμονία των χωρικών, έμενε στη θέση του.
Όλα έγιναν πολύ γρήγορα κι ο Κλαρκ περιγράφει την υπόθεση στο φίλο και βιογράφο του Ουίλλιαμ Όττερ, στις 15 Δεκεμβρίου του 1801 από την κορυφή του Παρνασσού:
Αφού γυρίσαμε από το Μωριά, βρήκα τη θεά θαμμένη σ’ ένα σωρό κοπριά μέχρι τ’ αφτιά. Οι βοσκοί της Ελευσίνας και μόνο που έλεγα ότι θα τη μεταφέρω, με κοιτούσαν σαν να επρόκειτο να βγάλω το φεγγάρι από την τροχιά του. Τι θα γινόταν το καλαμπόκι τους, έλεγαν, αν έπαιρναν τη γριά με το καλάθι της; Πήγα στην Αθήνα και έκανα αίτηση στον Πασά και βοήθησα το αίτημά μου γλιστρώντας ένα εγγλέζικο τηλεσκόπιο στα δάχτυλά του. Η δουλειά έγινε και αφήνοντας τον (συνοδοιπόρο του) κ. Κριπς στην Αθήνα ξεκίνησα για την Ελευσίνα, με τη συνοδεία ενός Τούρκου αξιωματούχου, του Τσοχαντάρη του Πασά. (Τhe life… σ. 505-6).
Πιο αναλυτικά εμφανίζεται η περιγραφή στο βιβλιαράκι που έγραψε ο Κλαρκ με αφορμή την τοποθέτηση του αγάλματος στη Βιβλιοθήκη του Καίμπριτζ (Testimonies of different authors respecting the colossal statue of Ceres, Cambridge, 1803, σ. 21-25).
Καμιά κατοστή χωρικοί μαζεύτηκαν από το χωριό και τη γύρω περιοχή και περίπου πενήντα αγόρια. Οι χωρικοί μοιράστηκαν σαράντα και σαράντα από τη μιά και την άλλη πλευρά για να δουλέψουν τα σκοινιά, ενώ οι υπόλοιποι με λοστούς σήκωναν τη μηχανή (μια ξύλινη τριγωνική σχάρα όπου είχαν ξαπλώσει το άγαλμα) όταν συναντούσε πέτρες ή ογκόλιθους στην πορεία της. Τα αγόρια που δεν είχαν αρκετή δύναμη για να δουλέψουν με τα σκοινιά ή τους λοστούς, σήκωναν τα κατρακύλια μόλις η μηχανή τα άφηνε πίσω της και τα τοποθετούσαν πάλι μπροστά.
Νικήθηκαν οι τεχνικές δυσκολίες, αλλά όχι πριν προβάλλουν μια τελευταία αντίσταση οι θεϊκές δυνάμεις:
Το προηγούμενο βράδυ της μεταφοράς του αγάλματος, συνέβη ένα ατύχημα που παρά λίγο να βάλει τέλος στο εγχείρημα. Την ώρα που οι κάτοικοι συζητούσαν με τον Τούρκο αξιωματούχο που έφερε το φιρμάνι από το βοεβόδα της Αθήνας, ένα βόδι που είχε λυθεί από το ζυγό του, ήρθε και στάθηκε μπροστά στο άγαλμα και αφού το χτύπησε για λίγη ώρα με τα κέρατά του έφυγε τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα μουγκρίζοντας προς τον κάμπο της Ελευσίνας. Αμέσως απλώθηκε ψίθυρος και καθώς αρκετές γυναίκες ήταν μέσα στο πλήθος, πολύ δύσκολα μπορούσε να γίνει συννενόηση. Πάντοτε, έλεγαν, ήταν ονομαστοί για το καλαμπόκι τους και η γονιμότητα της γης θα έπαυε όταν θα έφευγε το άγαλμα.
Στη συνέχεια πάντως, αυτοί οι ενδoιασμοί κάμφθηκαν και το επόμενο πρωί, 22 Νοεμβρίου 1801, ο ιερέας της Ελευσίνας φορώντας τά καλά του άμφια, κατέβηκε στο άνοιγμα, όπου το άγαλμα ήταν μισοθαμμένο για να δώσει το πρώτο χτύπημα με τον κασμά, ώστε οι άνθρωποι να πεισθούν ότι καμιά συμφορά δεν θα έπεφτε επάνω στους εργάτες. Το μεσημέρι το άγαλμα είχε φτάσει στην κορυφή του λόφου πάνω από την Ελευσίνα και το ηλιοβασίλεμα με την επιπλέον βοήθεια του πληρώματος ενός κασσιώτικου πλοίου που είχε μισθωθεί για να το μεταφέρει, είχε τοποθετηθεί στην άκρη της αρχαίας προκυμαίας του λιμανιού.
Την επόμενη μέρα, 23 Νοεμβρίου, το άγαλμα μεταφέρθηκε στο πλοίο και σαν την Ξανθούλα του Διονυσίου Σολωμού:
…νά’ σου η θεά δεμένη για την Αγγλία, να περνά από τον Πειραιά για να αφήσει τους Αθηναίους. (The life and remains… p. 506).
“Η Δήμητρα της Ελευσίνας με το πρόσωπο συμπληρωμένο, σύμφωνα με τις μεγαλύτερες αυθεντίες”, όπως αναφέρει ο Κλαρκ στο βιβλιαράκι με αφορμή το στήσιμο του αγάλματος
στο Καίμπριτζ. Σχέδιο του John Flaxman, χάραξη του P. W. Tomkins, 1803.
Στο δρόμο της επιστροφής, σ΄ένα παράξενο παιχνίδι της τύχης, το πλοίο βούλιαξε λίγο έξω από τις ακτές της Αγγλίας. Το άγαλμα ανασύρθηκε και την 1η Ιουλίου 1803 τοποθετήθηκε με δόξες και τιμές στο πιο προβεβλημένο σημείο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης του Καίμπριτζ. Η σύγκλητος του πανεπιστημίου απένειμε ομόφωνα στον Κλαρκ τον τίτλο “Doctor of Laws” (LLD) και στο συνοδοιπόρο του Κριπς τον τίτλο “Master of Arts” (MA). Τα ονόματα και των δύο χαράχθηκαν στο βάθρο του αγάλματος. Το 1808, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να εκλεγεί Καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας, ο Κλαρκ εκλέγεται θριαμβευτικά Καθηγητής Ορυκτολογίας. Πεθαίνει στις 9 Μαρτίου 1822.
Δεν είναι δυσεξήγητο το ότι ένα από τα πρώτα μελήματα του νεοσύστατου κράτους ήταν η προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας ιδρύει το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αίγινα το 1829, ενώ το 1835 η Ελλάδα θεσπίζει νόμο για την προστασία των αρχαιοτήτων, ο οποίος προβλέπει την απαγόρευση εξόδου τους από τη χώρα.
Η ιστορία της μοναχικής, επιβλητικής Καρυάτιδας του Μουσείου Ελευσίνας και της πληγωμένης δίδυμής της, έχει πολλά στοιχεία μελοδράματος: βίαιη αλλαγή του πεπρωμένου, αποχωρισμό, πόνο και δόξα, συμφιλίωση με τη μοίρα, νοσταλγία, την υποψία της επιστροφής. Στην ταινία που θα δείτε, με τίτλο "Το παράξενο πεπρωμένο της αρπαγείσας κόρης", μιλούν οι ίδιες οι Καρυάτιδες σε πρώτο πρόσωπο, παίρνοντας το χαρακτήρα και το ήθος δύο αδελφών που χώρισε η μετανάστευση, όπως συνέβαινε μέχρι πρόσφατα σε πολλές ελληνικές οικογένειες. Η μία έζησε τη ζωή της στην επαρχία, χωρίς να μάθει πολλά πράγματα, με πρακτικό μυαλό και πλούσια συναισθήματα, η άλλη μετανάστευσε χωρίς τη θέλησή της σε μια κοινωνία ανεπτυγμένη, θαυμάστηκε, γνώρισε ανθρώπους, ασπάστηκε από περηφάνεια τη σιωπή και σκέπασε τον πόνο της ξενιτιάς με την ψυχρότητα της αποστασιοποίησης. Που και που της ξεφεύγουν εγγλέζικες εκφράσεις, όπως οι παλιοί ελληνοαμερικανοί, που φρόντιζαν να επιδεικνύουν όσα αγγλικά γνώριζαν, όταν επισκέπτονταν τους συγγενείς τους το καλοκαίρι.
Μέσα από τη δραματοποίηση, οι δύο μορφές μας μιλούν για τη λεηλασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, που υπήρξε ένας από τους εξευτελισμούς της οθωμανικής υποδούλωσης. Μιλούν ακόμη για την αλλαγή των ηθών στο σύγχρονο κόσμο που θεωρεί ζήτημα δημοκρατίας και σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου την επανένωση των πολιτιστικών θησαυρών που αποσπάστηκαν με τη βία.
Ελπίζουμε το "Παράξενο πεπρωμένο της αρπαγείσας κόρης" να γίνει αφορμή για να αφιερώσουν τα νέα παιδιά λίγες σκέψεις στην πολιτιστική κληρονομιά, την αξία της για μας σήμερα και την ανάγκη να την προστατεύσουμε ακόμη κι αν, μερικές φορές, μας πνίγει. Από τα "κοσμοσυντρίμματα", σύμφωνα με την εικόνα του Παλαμά, από τους κόσμους που πέρασαν και διαλύθηκαν κι άφησαν το χνάρι τους στην Ελλάδα που ζούμε, ας κρατήσουμε στο εικονοστάσι τη μνήμη, για να μπορούμε να προστρέξουμε σ' αυτή, με ελεύθερο μυαλό και θάρρος, όταν θα την έχουμε ανάγκη.-
Το 1892 βγήκε στο φως σε ανασκαφές της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας
η άλλη Καρυάτιδα ή αλλιώς «Κιστοφόρος Κόρη». Θαμμένη στη γη, σώθηκε από
τους βανδαλισμούς κι έφτασε στο σύγχρονο κόσμο σχεδόν ακέραια. Β’ μισό 1ου αι. π.Χ.,
Αρχαιολογικό Μουσείο Ελευσίνας.
Και μια ψηφιακή επανένωση των δύο: οι δύο μορφές στην ιδεατή τους θέση,
δεξιά και αριστερά της πύλης των Μικρών Προπυλαίων της Ελευσίνας.
Στο κατώφλι, οι χαρακιές από τις ρόδες όπου πατούσαν τα δύο βαριά θυρόφυλλα.