Τα «Ιατρικά» του Κουντουριώτη23/11/2012
Γράφει ο Δρ. Αριστείδης Γ. Διαμαντής* Ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης (1855-1935), όπως εξάλλου όλοι οι άνθρωποι, ήρθε αντιμέτωπος στη ζωή του με την αρρώστια, ακόμη και με το θάνατο, όταν προσπάθησαν δύο φορές ανεπιτυχώς να τον δολοφονήσουν. Ίσως, δεν θα είχε κανένα νόημα η οποιαδήποτε μνεία στο είδος, αλλά και στο μέγεθος των νοσημάτων, που τον «ταλαιπώρησαν», όσο ο ίδιος βρισκόταν ακόμη στη ζωή, όμως, έστω και μια σύντομη αναφορά στην υγεία του θα μπορούσε ενδεχομένως να φωτίσει και μια άλλη πλευρά της προσωπικότητας του νικητή των «ναυμαχιών της Έλλης και της Λήμνου» των Βαλκανικών Πολέμων1912-1913∙ του ανθρώπου που συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία της Ελλάδας «των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών», η οποία σφραγίστηκε με τη συνθήκη των Σεβρών στις 10 Αυγούστου 1920. Κι αυτό, γιατί ο τρόπος, με τον οποίο συμπεριφέρεται ένα άτομο μπροστά στην αρρώστια, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του χαρακτήρα του.
Από τα λίγα εξάλλου διαθέσιμα βιογραφικά του ναυάρχου ελάχιστες πτυχές της ζωής του έχουν φωτιστεί- και αυτές ακροθιγώς και αποσπασματικά- σε σχέση με τις λίγες φορές, που υπήρξε ο ίδιος ασθενής.
Στις καταγεγραμμένες μαρτυρίες που ακολουθούν, δεν χρειάζεται κανείς να έχει εξειδικευμένες γνώσεις ψυχολογίας, για να βγάλει από μόνος του τα συμπεράσματα για τον ψυχισμό του «ασθενή» Κουντουριώτη.
Λίγες ημέρες μετά τη «ναυμαχία της Λήμνου» ο Κουντουριώτης, έχοντας όλα τα συμπτώματα μιας γαστρορραγίας (δυνατούς πόνους στο στομάχι, καφεοειδείς εμέτους και μέλαινες κενώσεις),παρέμεινε κλινήρης ακολουθώντας τις οδηγίες του γιατρού του πλοίου· η παράταση των μαύρων κενώσεων ανησύχησαν το γιατρό, ο οποίος συνέστησε μεταφορά του ναυάρχου σε νοσοκομείο για περαιτέρω νοσηλεία λόγω υπόνοιας συνέχισης της γαστρορραγίας και των κινδύνων που αυτή εγκυμονεί, που στην περίπτωση αυτή απαιτείται μετάγγιση αίματος και ενδεχομένως χειρουργική επέμβαση· ο Δούσμανης [1], που μετέφερε τους επιστημονικούς προβληματισμούς και την ανησυχία του γιατρού στον Κουντουριώτη, προκειμένου αυτός να διακομιστεί σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης για περαιτέρω αντιμετώπιση, έλαβε την αρνητική απάντηση του ναυάρχου· ευτυχώς η γερή του κράση υπερίσχυσε και σε λίγες ημέρες έγινε καλά [2].
Κάποτε, κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο ναύαρχος Κουντουριώτης αρρώστησε και κατόπιν συστάσεων των θεραπόντων ιατρών του, προκειμένου να αναρρώσει, απομονώθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου παρέμεινε αρκετό χρονικό διάστημα, γεγονός που του δημιούργησε μελαγχολία∙ο γιατρός του Ναυτικού Ζουμής, τον οποίο ιδιαίτερα αγαπούσε και εκτιμούσε ο ναύαρχος, κλήθηκε στην Ύδρα για να τον εξετάσει∙ η γνωμάτευση δεν άφηνε κανένα περιθώριο παρερμηνείας «Κύριε Πρόεδρε, η υγεία σας είναι αρίστη, ενοσταλγήσατε να προσφέρητε τας υπηρεσίας σας και πάλιν εις το Έθνος, διό και σας συνιστώ να επιστρέψητε εις τας Αθήνας» και ο ναύαρχος συνήλθε αμέσως [3].
Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1929 ο Κουντουριώτης παραιτήθηκε από το αξίωμα του Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας για λόγους υγείας, όταν διαπίστωσε ότι τα αρχικά κλινικά συμπτώματα, τα οποία του παρουσιάστηκαν (έλλειψη αυθόρμητης κινητικότητας, χαρακτηριστικό τρέμουλο κατά την ηρεμία), δεν ήταν άλλα, παρά εκείνα, που συνδέονταν με τη νόσο, που για πρώτη φορά το 1817 περιέγραψε ολοκληρωμένα ο Άγγλος γιατρός Πάρκινσον (James Parkinson, 1755 - 1824). Η επιστολή παραίτησης, που απέστειλε στον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο (1864 - 1936), με την οποία του κοινοποίησε την αμετάκλητη απόφασή του, αποτελεί μνημείο ιδεαλισμού: "Παραιτήθηκα, γιατί αυτό επέβαλε το εθνικό συμφέρον. Τα χέρια μου άρχισαν να τρέμουν. Όταν θα ήρχοντο να με επισκέπτονται ξένοι πρέσβεις, θα το αντιλαμβάνοντο. Οι σκέψεις και οι κρίσεις τους θα ήσαν δυσμενείς δια την πατρίδα".
Άραγε πόσοι πολιτικοί ηγέτες σήμερα στον κόσμο μπορούν να αρθρώσουν τέτοιο λόγο, όταν βαριά άρρωστοι - θλιβερά ερείπια του εαυτού τους - προσπαθούν να κρατηθούν γαντζωμένοι στην εξουσία [4]; Άλλα ήθη, άλλες εποχές, τότε που υπήρχαν ηγέτες, που ενέπνεαν και ξεσήκωναν τον λαό. O tempora o mores!
1912.-O Σοφοκλής Δούσμανης (Αντιπλοίαρχος BN) στο κατάστρωμα του
θωρηκτού Αβέρωφ.
ΦΩΤΟ:ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΡΧΕΙΟ.
www.elia.org.gr Το πρώτο δεκαήμερο του Αυγούστου του 1934 μια δυσάρεστη είδηση, που είχε δημοσιευτεί στον τύπο, λύπησε τους Έλληνες «Ο Ναύαρχος Κουντουριώτης παραθερίζων είς Ύδραν ασθενεί σοβαρώς»∙ σε μικρό χρονικό διάστημα η υγεία του ναυάρχου βελτιώθηκε, η αιτία όμως που τον στενοχώρησε δεν ήταν ο κίνδυνος της αρρώστιας για τη ζωή του, αλλά η θεραπευτική πειθαρχία, στην οποία τον υπέβαλαν οι θεράποντες γιατροί του∙ υποχρεωμένος, όμως, εκ των συνθηκών να υπακούσει στις θεραπευτικές προσταγές είπε με φιλοσοφική διάθεση, αλλά και παράπονο «Ουαί τοις ηττημένοις»[5].
Τέσσερις μικρές ιστορίες, μεγάλης όμως βαρύτητας και σημαντικότητας, όχι μόνο γιατί το κοινό τους χαρακτηριστικό είναι το κεντρικό πρόσωπο, γύρω από το οποίο περιστρέφονται, αλλά κυρίως ο τρόπος με τον οποίο το ίδιο αντέδρασε.
Παρόλο, που στη διαμόρφωση της προσωπικότητας σημαντικό ρόλο παίζει το οικογενειακό υπόβαθρο, μέσα στο οποίο έχει μεγαλώσει κανείς, αλλά και το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κινείται, εντούτοις άτομα, που συμβιούν μέσα στο ίδιο περιβάλλον, αναπτύσσουν πολλές φορές μια εντελώς διαφορετική συμπεριφορά απέναντι στην αρρώστια. Αυτή η παρατήρηση μας επιβάλλει να αναζητήσουμε βαθύτερα στον ψυχολογικό κόσμο αυτών των ατόμων, προκειμένου να βρούμε τους παράγοντες, οι οποίοι θα μπορέσουν ενδεχομένως να ερμηνεύσουν αυτή τη διαφορά. Οι ειδικοί, που έχουν προσπαθήσει να ερμηνεύσουν τον τρόπο αντίδρασης απέναντι στην αρρώστια, καταλήγουν στο συμπέρασμα, ότι το πάσχον άτομο αναπτύσσει μια ιδιαίτερη συλλογιστική απέναντι στους κινδύνους, που εγκυμονεί μια αρρώστια για τη ζωή τους.
Όλοι συμφωνούν, ότι η ανατροπή της υγείας ορίζεται με υποκειμενικό τρόπο από τον ίδιο τον ασθενή, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κάποιου είδους αλλαγή της κοινωνικής του κατάστασης και, ότι η συνειδητοποίηση της νόσου συνοδεύεται από συμπεριφορές του αρρώστου, που επηρεάζονται από ένα σύνολο κοινωνικοοικονομικών, πολιτιστικών και ψυχολογικών παραγόντων. Αλλά και ο τρόπος, που προσεγγίζει ο άρρωστος τη διαταραχή της υγείας του, επηρεάζεται από ένα σύνολο κοινωνικών, ψυχολογικών και βιολογικών παραγόντων με πρώτο εξ αυτών το σωματικό σύμπτωμα/ενόχλημα, που θα τον οδηγήσει στο γιατρό. Η «κουλτούρα» ενός ατόμου ως σύνολο ηθών, εθίμων και αντιλήψεων, υπό την ανθρωπολογική της έννοια, παίζει ίσως το σημαντικότερο ρόλο στη διαμόρφωση συγκεκριμένων απόψεων για την αρρώστια, οι οποίες είναι υπεύθυνες για τον τρόπο, με τον οποίο το συγκεκριμένο άτομο θα αντιδράσει σ’ αυτή. Επομένως η προσωπική στάση του αρρώστου δεν αποτελεί τυχαία, αλλά συνειδητή διαδικασία συμπεριφοράς. Ο άρρωστος, οποιοσδήποτε άρρωστος, ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία, τη μόρφωση και την κοινωνική του θέση, διακατέχεται από το αίσθημα της ανασφάλειας, που η ίδια η αρρώστια προκαλεί. Φοβάται, ακόμη και αν δεν το λέει, λειτουργεί καχύποπτα απέναντι στο γιατρό ή σε όσους προσπαθούν να τον βοηθήσουν και δυσφορεί, γιατί αισθάνεται εξάρτηση από αυτούς. Ο τρόπος, που συνήθως αντιδρά έχει ενδιαφέρον από ψυχολογική άποψη, γιατί αντανακλά το χαρακτήρα του[6].
Θα μπορούσε να θεωρηθεί, από μια άποψη, επιστημονικό θέσφατο, ότι η αντίδραση του ασθενή απέναντι στο φόβο, που η αρρώστια επιφέρει, εκφράζεται ορισμένες φορές με αντίθετη συμπεριφορά και φαινομενικά παρουσιάζεται ως αντίδραση τόλμης, προκειμένου ο πάσχων να αποδείξει πρώτα στον εαυτό του και ύστερα στους άλλους, ότι δεν φοβάται, ενώ στην πραγματικότητα κρύβει μέσα του βαθιά ανησυχία και φοβία [7]. Στην «περίπτωση Κουντουριώτη» όμως, σύμφωνα με την προσωπική μου εκτίμηση, ο τρόπος που αντέδρασε απέναντι στη γαστρορραγία του δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί, παρά έκφραση τόλμης, γενναιότητας, αλλά και ευθύνης απέναντι στην «ιερή» υποχρέωση, που είχε αναλάβει ως Αρχηγός του Στόλου.
Εξάλλου η αντοχή κάθε οργανισμού απέναντι στην αρρώστια, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο κάποιος την ξεπερνά εξαρτάται όχι μόνο από τη σωματική του κράση, αλλά και τις ψυχικές του αντοχές∙ και ο Κουντουριώτης διέθετε και τα δύο. Εκτός όμως αυτών, ο ίδιος είχε σαφή αντίληψη του γεγονότος, ότι όταν ένας άνθρωπος αρρωστήσει, δεν αλλάζει μόνο η δική του ζωή, αλλά μαζί με τη δική του επηρεάζονται και οι ζωές των ανθρώπων, που τον περιβάλλουν. Είναι εύκολο να αναλογιστεί κανείς τι θα συνέβαινε, αν ο ναύαρχος είχε δεχτεί να μεταφερθεί στο νοσοκομείο!
Το ηθικό των ανδρών του θα έπεφτε, αφού ο Αρχηγός τους θα τους εγκατέλειπε βαριά άρρωστος. Αυτά, ίσως, σκεπτόταν ο Κουντουριώτης όταν απάντησε θυμωμένα στην επιμονή του Δούσμανη για τη διακομιδή του «…Εγώ δεν πάω πουθενά. Μονάχα πεθαμένο θα με βγάλετε από δω μέσα. Ακούς εκεί νοσοκομείο. Έχουμε πόλεμο Σοφοκλή. Έτσι τα παρατάμε κι’ αφήνουμε να μας τρέχουνε στους γιατρούς ή πιάνουμε το κρεβάτι σαν τις λεχώνες;» [8].
Η μελαγχολία του Κουντουριώτη, ως έκφραση της- έστω και πρόσκαιρης- απώλειας του προσωπικού του ρόλου [9] από την τύχη των εθνικών θεμάτων, που διαχειριζόταν εκείνη την εποχή από τη θέση του ύπατου αξιώματος της Πολιτείας, «γιατρεύτηκε» με τη σταθερή και αποφασιστική προτροπή του γιατρού να επιστρέψει πίσω στα καθήκοντά του.
Ο Ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης (μέσον) και ο Πλοίαρχος Δ. Λουνδρας
στην οικία του Ναυάρχου.
ΦΩΤΟ: ΠΟΛΕΜΙΚΟ ΝΑΥΤΙΚΟ. ''Ταξίδι από το ένδοξο παρελθόν στο σήμερα.
Ο τρόπος, με τον οποίο αντέδρασε ο Κουντουριώτης στο τρεμούλιασμα των χεριών του, ενός από τα πρώτα συμπτώματα της αρρώστιας, που του προξένησε απώλεια του ελέγχου της κίνησης των μελών του σώματός του, φανερώνει άνθρωπο υπεύθυνο, με συγκροτημένη σκέψη και υψηλό αίσθημα ευθύνης απέναντι στη θέση, που του εμπιστεύτηκε η Πολιτεία.
Η παραίτησή του υπήρξε ο επίλογος της πολιτικής του καριέρας, πράξη εθνικής αξιοπρέπειας και έμπρακτου πατριωτισμού, προσωπική υπέρβαση και μάθημα ήθους με διαχρονική αξία.
Το χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε από τη δημόσια ανακοίνωση της αρρώστιας του Κουντουριώτη, που τον οδήγησε στο θάνατο μετά από ένα χρόνο, τον Αύγουστο του 1935, υπήρξε γι’ αυτόν περίοδος εντελέχειας και υπαρξιακού επαναπροσδιορισμού. Παρά το γεγονός, ότι κάθε ανθρώπινη ύπαρξη κλονίζεται μπροστά στην επίγνωση του θανάτου, ακριβώς αυτή η πραγματικότητα είναι που μετουσιώνει το υπαρξιακό άγχος σε φιλοσοφική διάθεση για το νόημα της ζωής, αντιμετωπίζοντάς τον ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής.
Οι τρεις λέξεις «Ουαί τοις ηττημένοις», που αναφώνησε ο ναύαρχος, όταν αρρώστησε, φανερώνουν τη φιλοσοφική και ταυτόχρονα τη θυμοσοφική του διάθεση, όταν αυτός, που δεν ηττήθηκε ποτέ, νικημένος από το γήρας, θέλησε «να δείξει πόσο σκληρό είναι να υποτάσσεται κάποιος σε ξένη συμβατική θέληση, εκείνος που θέληση δική του είχε πάντα να επιβάλλεται σε όλους με λόγια λίγα και έργα μεγάλα και ηρωικά, άξια μια ημέρα να γίνουν εποποιία και θρύλος» [10].
http://perialos.blogspot.gr/2012/10/blog-post_113.html *Πλοίαρχος(ΥΙ) ΠΝ, Κυτταρολόγος, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ναυτική Ελλάς», τεύχος 946, σ.28. ΙΟΥΛ. 2012, εκδόσεις ΕΘΕ/ΓΕΝ)