Συ φταις, γιατί μ’ επίστεψεςΓράφει η
Γωγώ Ατζολετάκη
Βουλιάζω σε μια ανείπωτη θλίψη.
Κάποια πουλάκια κι ένα διάχυτο πράσινο χρώμα επιμένουν να με πληροφορούν ότι ήρθε η άνοιξη. Περίεργο ! Δεν την κατάλαβα. Μάλλον εμένα με προσπέρασε.
Γκρίζα όλα γύρω μου. Γκρίζα και μέσα μου.
Σε μια χαραμάδα της θλίψης μου αναρωτιέμαι: Ποια είμαι; Πώς έγινα έτσι; Πού είναι η σπαργή και η ικμάδα μου; Πώς χάθηκε ο ενθουσιασμός μου, η ορμή, το δημιουργικό μου πνεύμα;
Σε μια άλλη χαραμάδα της θλίψης μου αναρωτιέμαι: Πού είμαι; Βρίσκομαι ακόμα σ' αυτή τη χώρα που την έμαθα «πατρίδα», ή μετανάστευσα; Μήπως μετανάστευσε η χώρα και με άφησε μόνη;
Φοβερή η μοναξιά χωρίς χώρα, χωρίς πατρίδα.
Ανοίγω την τηλεόραση, για να βάλω και κανένα άλλο χρώμα στο γκρίζο μου, και βλέπω μια κυριούλα να προσπαθεί ν' ανάψει ένα καρβουνάκι.
Στο μέρος όπου τρεις. άνθρωποι ήταν κι αυτοί. ξεκοίλιασαν έναν άλλον άνθρωπο, για να του πάρουν μια βιντεοκάμερα. Που θα τη σκότωναν προφανώς για 10 ευρώ. Τρεις άνθρωποι ξεκοίλιασαν έναν άνθρωπο για 10 ευρώ. Στο κέντρο της Αθήνας. Της πρωτεύουσας της χώρας που την έμαθα σαν «πατρίδα».
Αλλάζω κανάλι και τα μάτια μου πλημμυρίζουν αίμα. Άνθρωποι κατάχαμα στα οδοστρώματα, άνθρωποι-επιβολείς της τάξης με ασπίδες και κράνη να χτυπούν αλύπητα άλλους ανθρώπους, φωτιές, καπνοί, οδομαχίες, οδοφράγματα, Γαλλική. Ελληνική (;) επανάσταση, Άθλιοι κόντρα σε Άθλιους!
Πόλεμος στο κέντρο της Αθήνας. Ακροδεξιοί εναντίον ακροαριστερών, αλλοδαποί εναντίον ημεδαπών, Έλληνες εναντίον ΟΛΩΝ (;)
Σηκώνομαι από την πολυθρόνα με το γκρίζο να έχει γύρει προς μπλε μαρέν. Είναι 10 το βράδυ. Σκέφτομαι να κατεβάσω τα σκουπίδια.
«Μη! Είναι επικίνδυνο τέτοια ώρα», μου λέει ένας φίλος, που μένει γωνία Αχαρνών και Ιουλιανού.
«Μα εγώ δε μένω στο κέντρο», του λέω.
«Δεν έχει σημασία», μου λέει. «Το κακό εξαπλώνεται παντού σα ραδιενέργεια. Τώρα έχει ξεφύγει απ' την Ομόνοια και τα Πατήσια και τρέχει. ταξιδεύει με τον άνεμο. θα σε βρει όπου και να 'σαι».
Αποφασίζω να κάνω την επανάστασή μου και κατεβάζω τα σκουπίδια. Στο γυρισμό από τον κάδο κοιτάζω ασυναίσθητα πίσω μου. Μήπως μ' ακολουθεί κανείς;
Ξανακάθομαι στην πολυθρόνα μου και συλλογίζομαι: Σε ποιόν. σε ποιους να καταλογίσω τη θλίψη μου, τον ακρωτηριασμό, το μαρασμό μου; Στους νυν, στους πρώην, στους παραπρώην, στους δικτάτορες, στον Δηλιγιάννη, στον Όθωνα, στον Κωλέττη, ή στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο;.Ποιος θα λογοδοτήσει στην Ιστορία; Κάποιος. κάποιοι θα πρέπει να 'ναι επιτέλους υπεύθυνοι.
Είναι νωρίς για ύπνο, όμως δεν ξανανοίγω την τηλεόραση. Καλύτερα ένα βιβλίο. Απλώνω το χέρι στη βιβλιοθήκη και πιάνω ένα στην τύχη. «Το παράπονον του νεκροθάπτου» του Εμμ. Ροΐδη. Το 'χω διαβάσει; Συνειδητοποιώ πως δεν το 'χω διαβάσει. Παράξενο ! Ο Ροΐδης είν' ο άνθρωπός μου.
«Πάνω στην ώρα!», σκέφτομαι. Έτσι κι έτσι, εδώ που φτάσαμε, έναν νεκροθάφτη χρειαζόμαστε.
Διαβάζω. Και θλίβομαι χειρότερα. Σμίγω το δικό μου παράπονο με τα παράπονα του δυστυχούς νεκροθάπτου, μέχρι που φτάνω στην τελευταία σελίδα για την εξιλέωσή μου:
«Το "συ φταις γιατί μ' επίστεψες" άφησέ το εις τους λωποδύτας του Χρηματιστηρίου. Όσον ευκολώτερα πιστεύομεν και ταχύτερα
λησμονούμεν, τόσο μεγαλειτέρα είνε η ασυνειδησία εκείνων που μας απατούν. Όσον πλέον κουτός, άκακος και απονήρευτος είνε ο λαός, τόσον περισσότερον έπρεπε να τον συμπαθούν και να τον λυπούνται, αντί να νομίζουν πως η κουταμάρα και η καλωσύνη του τους δίδει το δικαίωμα να τον γδέρνουν ως το κόκκαλο, να τον καταδικάζουν εις την βρώμαν, την αρρώστειαν και την ατιμίαν. Αν έχης μέσα στο στήθος σου καρδιά και όχι πέτρα, μη λες πως φταίει ο λαός, αλλά φώναξε μαζί του: Ανάθεμα εις τους λαοπλάνους»!
Κλείνω το βιβλίο με ένα δάκρυ. Ένα μεγάλο δάκρυ για την κατάρα αυτής της χώρας να βρίσκεται πάντα σε χέρια λαοπλάνων.
Μετά σβήνω τα φώτα και πέφτω για ύπνο. Αν καταφέρω να κοιμηθώ.
Καλό ξύπνημα, Συνέλληνες! Και καλή Λευτεριά!