Είχε πάθει σκλήρυνση κατά πλάκας. Η ασθένεια είχε ήδη αρχίσει να απλώνει τα παραλυτικά της ινομυώματα σε διάφορα μέρη του σώματος της Ευαγγελίας. Η ομορφούλα φίλη μου χωρίς αντοχές και ελπίδες άρχισε να καλλιεργεί μέσα απ’ τις προσευχές που έστελνε σε ουρανούς πιο υψηλούς απ’ τον απέραντο κ’ οικείο μας , σε άυλες λεπτοφυείς διαστάσεις και στο ανέσπερο Φως, στον ίδιο τον Θεό, άρχισε να καλλιεργεί μια πιο προσωπική σχέση με τον Δημιουργό του σύμπαντος και των άλλων συμπάντων. .. η σκλήρυνση την χτύπησε πρώτα στα μάτια της. Τα βλέφαρα της βάραιναν ανεξήγητα και δεν μπορούσε παρά να κρατά τα μάτια της κλειστά για να τα ξεκουράζει. Το βλέμμα της ήταν πάντα σκοτεινιασμένο με μολυβί κύκλους περιμετρικά του. Κύριε, μη αποστρέψεις το πρόσωπόν σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι· ταχύ επάκουσόν μου· πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν, έλεγε και ξαναέλεγε πολλές φορές η Ευαγγελία μέχρι που τούτοι οι στίχοι έγιναν νοερή και αδιάλειπτη προσευχή της. Η μουσική της προσευχής ηχούσε πάντοτε μέσα στις στοές από νευρώνες του εγκεφάλου της όταν αυτός ηρεμούσε απ’ την ομιλία της χριστιανής γυναίκας.
Και έτσι πορευόταν. Με τα μάτια της μισάνοιχτα ένιωθε την αγλαή ζωή. Της ήταν αρκετό από μια μικρή τρύπα που άφηνε προς τις κόρες των ματιών της και με περισσή εξάσκηση να ενοφθαλμίζει ως τα κατάβαθα του οπτικού της νεύρου και αποσπασματικά –αλλά ολοκληρωτικά στο τέλος- την μαγεία του κόσμου. Πάραυτα φοβόταν τον επικείμενο όλεθρο όλων της των αισθήσεων και παραδόθηκε στην αέναη νύχτα των ψυχών. Την κατάθλιψη. Κύριε, μη αποστρέψεις το πρόσωπόν σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι· ταχύ επάκουσόν μου· πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν, Κύριε, μη αποστρέψεις το πρόσωπόν σου από του παιδός σου, ότι θλίβομαι· ταχύ επάκουσόν μου· πρόσχες τη ψυχή μου και λύτρωσαι αυτήν, έπεμπε καρτερώντας την θεία παρέμβαση στην απαντοχή της για ίαση. Μπήκε στα αντικαταθλιπτικά και γνώρισε την κατασταλτική τους δύναμη. Σταμάτησε να κυκλοφορεί πολύ έξω. Ήθελε ολόκληρο σχέδιο για να μπορέσει να ξεπορτίσει. Η έξοδος απ’ το απεριποίητο σπίτι της ήταν σαν την ανάσταση. Έπρεπε να διανοίξει ανάμεσα σε φόβους και φαντάσματα πέρασμα για να περάσει προς τα έξω. Κι όταν μετά έβγαινε έξω δεν της άρεσε να την βλέπουν. Νόμιζε πως ήταν μια σακάτισσα. Κι αυτό ο κόσμος το αντιλαμβανόταν. Το βλέμμα των άλλων ήταν το δικαστήριο του ανεπίτρεπτου ξεπεσμού της. Στον καπιταλισμό οι αδύναμοι πρέπει να πεθαίνουν. Κυλούσε σαν σκιά για να την δουν λιγότεροι άνθρωποι. Οι κινήσεις της είχαν χάσει το βάρος τους και είχαν μετατραπεί σε αέρινες.
Μια μέρα βγήκε από το σπίτι της και ένιωθε ξανά αρκετά δυνατή. Έπιασε ένα ψαλμό του Δαυίδ απ’ την έκδοση του αγαπημένου της φίλου Διονύση Στεργιούλα, φωτογραφισμένα παλιά χειρόγραφα δια χειρός γέροντα Γερβάσιου. Είχε αποστηθίσει τους στίχους που την ενδιέφεραν και μουρμουρίζοντας τους, κατευθύνθηκε προς το νοσοκομείο για τις εξετάσεις που έκανε μια φορά ανά εξάμηνο. Ξαπλωμένη στον τομογράφο…την επισκέφτηκε ένα φως που κάλυψε όλο της το σώμα. Τα μέλη της μούδιασαν και ακινητοποιήθηκαν τόσο που δεν μπορούσε να κάνει νεύμα στους γιατρούς για να δουν την μυστήρια ομίχλη άνωθεν της. Χωρίς αναπαμό υποτονθόρυζε τον ψαλμό του Δαυίδ. Όταν βγήκαν οι εξετάσεις όλα τα σημάδια –σαν ουλές- στον εγκέφαλο είχαν επουλωθεί. Ο γιατρός φανερά κλονισμένος απ’ την εξέλιξη των πραγμάτων έγραψε στο ιστορικό της, γενικά και αόριστα, ότι έπρεπε να σταματήσει την φαρμακοθεραπεία της γιατί η υγεία της είχε αποκατασταθεί. Καμμιά αναφορά σε θαύμα δεν μπορούσε να εμφιλοχωρήσει σε μια επιστημονική γνωμάτευση.
Από εκείνη την μέρα και μετά όλα άλλαξαν για την Ευαγγελία. Άρχισε να ασχολείται με τον χριστιανισμό και την ασκητική του. Τους παράξενους αναβαθμούς της κλίμακος του Αγίου Ιωάννη του όρους Σινά. Έγραφε και ποιήματα τα οποία ανέβαζε στο προφίλ της στο Facebook. Μια μέρα της είπα να γράψει ένα για ‘μένα. Βρισκόμασταν για καφέ σχεδόν κάθε μέρα στο καφέ Έντεχνο. Εγώ, η Ευαγγελία και η Άντζελα. Για την Άντζελα θα γράψω κάποια άλλη φορά. Διαβάζαμε και αναλύαμε τις ποιητικές καταθέσεις της Ευαγγελίας. Διάχυση καλοσύνης και φωτός. Προσπερασμένες από καιρό οι προβοκατόρικες δηλώσεις, οι εριστικές αναρτήσεις, το σκάνδαλο. . .τίποτα απ’ αυτά. Με απλά και λιτά λόγια ό,τι χρειάζεται για να τελευτήσει το προαιώνιο κακό στον κόσμο. Αγάπη και μόνο Αγάπη.
Μιλούσαμε και για τις αλαφροΐσκιωτες εμπειρίες της. Τις φεγγαρολουσμένες κόρες, τις νεράιδες και τα ξωτικά. Πρωταγωνιστικά στοιχεία σε όλα της τα ποιήματα. Είχα μπροστά μου μια ποιήτρια που θύμιζε –ως προς τα σύμβολα που χρησιμοποιούσε- Διονύσιο Σολωμό. Όταν μου διάβασε το ποίημα που έγραψε για μένα ,,, ήταν πολύ συγκινητικό:
Τον έβλεπα σκοτεινό και φωτεινό
Με εκλάμψεις φωτός και ώρες πολλές συσκοτισμένος
Του μιλούσα για την αγάπη… ενώ ήδη την κατείχε…πιο πολύ από εμένα
Το έρεβός του ήταν όπως αυτών των γερόντων στο μοναστήρι του Αγίου Εφραίμ
Ήταν το βύθισμα του στην Άγια γνόφο και μαζί η ανημποριά του να δει το φως της αμέθεκτης ουσίας του Θεού.
Αυτός όμως με το λαμπυρίζον σαν μαύρο κεχριμπάρι βλέμμα του δεν φοβόταν το σκότος
Ήταν ένας αθώρητος αυτόφωτος.