Αναβολή για μετά τις ευρωεκλογές παίρνει κάθε απόφαση για μείωση του ελληνικού χρέους και νέου πακέτου βοήθειας προς τη χώρα μας, καθώς ο κίνδυνος να φουντώσει ο ευρωσκεπτικισμός ενόψει των ευρωεκλογών υποχρεώνει το Βερολίνο να ανακρούσει πρύμναν.
Σύμφωνα με το γερμανικό περιοδικό «Ντερ Σπήγκελ», η καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ διαφωνεί με τον υπουργό των Οικονομικών Β. Σόιμπλε – μάλιστα το περιοδικό μιλά για «ένταση» στις σχέσεις τους – καθώς ο τελευταίος έχει επανειλημμένα αναφερθεί στο θέμα, ουσιαστικά προαναγγέλλοντας τη νέα βοήθεια προς την Ελλάδα, ενώ η κ. Μέρκελ εκτιμά ότι κάτι τέτοιο θα ενίσχυε τους εχθρούς της ΕΕ.
Επιπλέον, σύμφωνα πάντα με το γερμανικό περιοδικό, στην αρχή της κρίσης είχε και πάλι σημειωθεί διάσταση απόψεων μεταξύ των δύο πολιτικών, όσον αφορά στη συμμετοχή του ΔΝΤ στα προγράμματα διάσωσης – κάτι που είναι γνωστό πως υπήρξε έμπνευση της καγκελαρίου.
Υπό τον τίτλο «Η Μέρκελ σταματάει τον Σόιμπλε», στη σημερινή του έκδοση το «Σπήγκελ» αναφέρει τα εξής:
«Μεταξύ της Άγκελα Μέρκελ και του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υπάρχουν και πάλι εντάσεις για την γραμμή στην ευρωπαϊκή πολιτική. Η Καγκελάριος σταμάτησε σχέδια του υπουργού Οικονομικών της να τεθεί στην διάθεση της Ελλάδας πριν από τις Ευρωεκλογές τον Μάιο ένα νέο πακέτο βοήθειας».
Αποκαλύπτεται μάλιστα ότι η Καγκελαρία «ενημέρωσε την κυβέρνηση στην Αθήνα ότι δεν μπορεί να υπολογίζει σε ένα τέτοιου είδους μήνυμα».
Σύμφωνα με το περιοδικό, «η κυρία Μέρκελ φοβάται ότι το επικριτικό προς την Ευρώπη κόμμα ‘Εναλλακτική για την Γερμανία' θα μπορούσε να ωφεληθεί στις εκλογές από μια συζήτηση για νέα βοήθεια προς την Ελλάδα, ενώ, αντιθέτως, ο κ. Σόιμπλε ήθελε να στείλει στους Έλληνες ένα μήνυμα αλληλεγγύης και να καταστήσει σαφές ότι μπορούν μετά τις εκλογές να υπολογίζουν σε περαιτέρω στήριξη, καθώς βλέπει τον κίνδυνο, χωρίς την προοπτική περαιτέρω στήριξης, ριζοσπαστικά κόμματα στην Ελλάδα να ενισχυθούν πολύ».
Σε αυτή την περίπτωση, συνεχίζει το ρεπορτάζ, «πολλοί παρατηρητές θεωρούν το τέλος της κυβέρνησης συντηρητικών και σοσιαλιστών ως πιθανό» και αυτό, σύμφωνα με τον κ. Σόιμπλε, θα μπορούσε να αναζωπυρώσει την ευρωκρίση.
«Μεταξύ Μέρκελ και Σόιμπλε είχαν υπάρξει ήδη κατά την έναρξη της ευρωκρίσης σοβαρές διαφορές απόψεων για την σωστή στρατηγική. Ενώ ο κ. Σόιμπλε ήθελε να λύσει την κρίση ευρωπαϊκά, η Καγκελάριος επέμενε να συμπεριληφθεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο», καταλήγει το ρεπορτάζ του γερμανικού περιοδικού.
Πάντως, όπως προκύπτει από το ρεπορτάζ, Μέρκελ και Σόιμπλε εμφανίζονται να διαφωνούν μεν, αλλά για τους ίδιους λόγους – τον κίνδυνο ενίσχυσης των ακραίων.
Απλώς, η μεν κ. Μέρκελ δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην ευρωπαϊκή διάσταση του προβλήματος, ο δε κ. Σόιμπλε στην ελληνική πτυχή του.
Ρεν στη γραμμή Μέρκελ
Στη γραμμή Μέρκελ εμφανίζεται να βρίσκεται ο Επίτροπος για την Δημοσιονομική Πολιτική Όλι Ρεν, ο οποίος δήλωσε πως «από το καλοκαίρι και μετά» θα συζητηθεί η βιωσιμότητα του χρέους και το χρηματοδοτικό κενό των ετών 2015-2016, προσθέτοντας ότι τα επίσημα στοιχεία της Eurostat για τα ελληνικά δημοσιονομικά στοιχεία θα είναι διαθέσιμα στις 23 Απριλίου.
Προτείνει, δε, να εμπλακεί στην Ελλάδα η Παγκόσμια Τράπεζα και, αναφερόμενος στις εκλογές του Ιουνίου του 2012, αποκαλύπτει ότι η Ευρώπη ήταν προετοιμασμένη ακόμη και για το ενδεχόμενο οικονομικής καταστροφής, αλλά, «Δόξα τω Θεώ, η καταστροφή δεν συνέβη».
«Στην περίπτωση της Ελλάδας έχουμε τρία θέματα να αποφασίσουμε: Πρώτον, πρέπει να ολοκληρώσουμε την τρέχουσα αποστολή της τρόικας, η οποία ξεκίνησε ήδη από τον Σεπτέμβριο. Πρόκειται για την χρηματοδότηση της Ελλάδας για το 2014 και την κατάσταση των μεταρρυθμίσεων. Αυτό θα γίνει σύντομα. Δεύτερον, πρόκειται για τα κενά χρηματοδότησης για το 2015 και 2016 και τρίτον για το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους. Για αυτό θα συζητήσουμε μόνο όταν θα ξέρουμε εάν η Ελλάδα πέτυχε τον προηγούμενο χρόνο πρωτογενές πλεόνασμα», τονίζει ο κ. Ρεν σε συνέντευξή του στην «Welt am Sonntag» και, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με πιέσεις από την Αθήνα για μια απόφαση πριν από τις Ευρωεκλογές, επισημαίνει:
«Θέλαμε προ πολλού να πάρουμε απόφαση για την ανάγκη χρηματοδότησης για το τρέχον έτος, αλλά αυτό εξαρτάται από την αποστολή της τρόικας. Ελπίζω μέχρι τον Μάρτιο ή τον Απρίλιο να το έχουμε καταφέρει. Για τα δύο άλλα θέματα, δεν υπάρχει ιδιαίτερη πίεση. Χρειαζόμαστε τα επικυρωμένα στοιχεία της Eurostat για να ξέρουμε εάν η Ελλάδα πέτυχε πράγματι πλεόνασμα. Τους αριθμούς θα τους πάρουμε στις 23 Απριλίου. Κατόπιν χρειαζόμαστε μια νέα αποστολή της τρόικας. Μόνο όταν αυτή έχει ολοκληρωθεί, μπορούμε να ξεκινήσουμε να αναλύουμε τον καλύτερο τρόπο για την βιωσιμότητα του χρέους και να καταπιαστούμε με το χρηματοδοτικό κενό για το 2015 και το 2016. Αυτό θα γίνει από το καλοκαίρι και μετά».
Σύμφωνα με την «Welt», ο κ. Ρεν απορρίπτει ακόμη την οπτική της Αθήνας ότι πρωτογενές πλεόνασμα για το 2013 φέρνει και το δικαίωμα για ελαφρύνσεις.
«Αυτό είναι απόφαση του Eurogroup», δηλώνει ο Επίτροπος και αυτή παίρνει χρόνο: «Χρειαζόμαστε τα επικυρωμένα στοιχεία της Eurostat αν η Ελλάδα πράγματι έχει πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα», προσθέτει ο κ. Ρεν και επαναλαμβάνει την διαδικασία που θα ακολουθηθεί.
Αναφερόμενος στις καθυστερήσεις που σημειώνονται στο έργο της τρόικας, ο Όλι Ρεν τονίζει ότι «βρισκόμαστε σε δύσκολη φάση με την Ελλάδα».
«Η χώρα έχει κάνει πολλά, τόσο σε ό,τι αφορά την εξυγίανση του προϋπολογισμού όσο και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Θέλουμε όμως να ενθαρρύνουμε την Ελλάδα να κάνει περισσότερα. Μια πιο δυνατή και βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη θα βοηθήσει τους έλληνες πολίτες περισσότερο. Αυτός είναι ο λόγος που επιμένουμε ώστε να υλοποιηθούν οι όροι του προγράμματος βοήθειας και στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων. Αυτός είναι ο κύριος λόγος που διαρκεί τόσο πολύ. Η μπάλα βρίσκεται στο γήπεδο των Ελλήνων, περιμένω σύντομα ενημέρωση για το τι θέλουν να κάνουν», αναφέρει.
Ο Επίτροπος εξηγεί πάντως ότι η Ευρώπη έχει δεσμευθεί ξεκάθαρα να συνοδεύσει την Ελλάδα στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και της ανάκαμψης και εξηγεί ότι για αυτόν τον σκοπό ιδρύθηκε το 2011 η Ομάδα Δράσης, η οποία, «μαζί με κράτη-μέλη όπως η Γερμανία προσφέρει πολύ πολύτιμη εργασία στην μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης, της διοίκησης εν γένει» και παραδέχεται ότι «το συλλογικό μας σφάλμα ήταν ότι δεν προσφέραμε αυτή την τεχνική βοήθεια ήδη νωρίτερα», καθώς, όπως λέει, «η ελληνική οικονομία και διοίκηση ήταν στην έναρξη του προγράμματος σε μια κατάσταση όπου συχνά χρειαζόταν περισσότερο την Παγκόσμια Τράπεζα από το ΔΝΤ, ενώ θεσμοί έπρεπε πρώτα δημιουργηθούν από την αρχή».
Πετύχαμε πολλά, υποστηρίζει ο Ευρωπαίος αξιωματούχος, σπεύδοντας ωστόσο να προσθέσει ότι απομένει ακόμη σημαντική δουλειά να γίνει.
«Για αυτό είναι σημαντικό να εμπλακεί μελλοντικά στην Ελλάδα η Παγκόσμια Τράπεζα, ίσως και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανάπτυξης», επισημαίνει.
Αναφερόμενος στην εξέλιξη της κρίσης, ο Όλι Ρεν εκτιμά ότι η χειρότερη φάση ήταν την άνοιξη του 2012 και, ειδικά για την Ελλάδα, σημειώνει:
«Η Ελλάδα μεταξύ Μαρτίου και Ιουνίου 2012 δεν είχε κυβέρνηση η οποία να μπορεί να υλοποιήσει το πρόγραμμα βοήθειας και έτσι μπήκε σε σημαντική καθυστέρηση. Ο τότε πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε, αλλά ηγείτο εκείνους τους μήνες μιας κυβέρνησης χωρίς πολιτική εντολή. Δεν υπήρχε λειτουργούσα διοίκηση. Το Σαββατοκύριακο των δεύτερων ελληνικών εκλογών μέσα σε λίγους μήνες, τον Ιούνιο, ήμασταν προετοιμασμένοι για το χειρότερο. Ήμασταν προετοιμασμένοι να κάνουμε το παν για να αποφύγουμε μια οικονομική καταστροφή. Δόξα τω Θεώ δεν είχαμε «bank run». Η καταστροφή δεν συνέβη, αλλά εκείνες τις μέρες ‘ξύπνησαν' εκείνοι που παίρνουν τις αποφάσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και στο Συμβούλιο της ΕΚΤ».
Η Κριστίν Λαγκάρντ
Από την πλευρά της, η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, απέρριψε χθες τις κατηγορίες ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι «ελαστικό» έναντι των ευρωπαϊκών χωρών.
Σε συνέντευξή της στο περιοδικό Good Weekend που είναι ένθετο σε εφημερίδες του αυστραλιανού εκδοτικού συγκροτήματος Φέρφαξ, η κα Λαγκάρντ δήλωσε:
«Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο πίεσε την Ελλάδα, αλλά και άλλες ευρωπαϊκές χώρες που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα να προβούν σε περικοπές και άλλες μεταρρυθμίσεις, πολύ περισσότερο από τις αλλαγές που απαίτησε από ασιατικές χώρες που αντιμετώπισαν οικονομικά προβλήματα στην δεκαετία του ΄90».
«Προσπαθώ να μην είμαι Γαλλίδα, ούτε καν Ευρωπαία όταν ασκώ τα καθήκοντά μου. Και νομίζω τα καταφέρνω», κατέληξε η κ. Λαγκάρντ.