Τετάρτη
24 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4966RSS FEED
Μια ενδοτική συμφωνία
19/06/2018

Γράφει ο Δρ. Δημήτριος Δρογίδης*

 

Η προσπάθεια επίλυσης του ζητήματος που ακούει στη φράση «μακεδονικό ζήτημα», έρχεται να δώσει μία διαφορετική τροπή τόσο σ αυτά που υπερασπίστηκε η Ελλάδα στο πέρασμα του ιστορικού παρελθόντος όσο και σε αυτά που θα προσπαθήσει να αποδεχτεί στο μέλλον.

Η πραγματικότητα που διαμορφώνει η επικείμενη συμφωνία Ελλάδας-Σκοπίων είναι σαφέστατα ενδοτική για τα ελληνικά δίκαια και οδηγεί  σε παραχάραξη της ιστορικής πραγματικότητας, χωρίς να αποσαφηνίζονται οι λόγοι για τους οποίους η Ελληνική Πολιτεία αποδέχεται μία τέτοια πραγματικότητα.

Η παραχώρηση του ονόματος Μακεδονία / Μακεδόνας δεν αποτελεί δικαίωμα της οποιασδήποτε κυβερνητικής πλειοψηφίας, σε διαφορετική περίπτωση αυτοί οι οποίοι θα το επιχειρήσουν, θέτουν τον εαυτό τους υπόλογο απέναντι στην ιστορία και στη συνείδηση των Ελλήνων που κλήθηκαν να υπηρετήσουν τα συμφέροντά τους.      Η εθνική ταυτότητα και ιθαγένεια μιας χώρας δεν αποτελεί προϊόν μιας νομικής συμφωνίας. Στην περίπτωσή μας το «μακεδονικό ζήτημα» αποτελεί ένα τμήμα του γενικότερου «ανατολικού ζητήματος» που προέκυψε μετά την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αυτό έχει να κάνει με την τριχοτόμηση της περιοχής του  μακεδονικού χώρου, ώστε κανένα από τα ελεύθερα βαλκανικά κράτη να μην έχει τη δυνατότητα της κυριαρχίας σε ολόκληρη την περιοχή.

Σε διαφορετική περίπτωση μία τέτοια πραγματικότητα θα έθετε ένα ελεύθερο κράτος κυρίαρχο, όχι μόνο στην περιοχή της βαλκανικής αλλά και στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο. Η Ελλάδα με βάση τα ιστορικά τεκμήρια είναι κληρονόμος μιας πραγματικότητας που ξεκινάει από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και καταλήγει στη χιλιόχρονη παρουσία του Βυζαντίου. Έχοντας αυτή την ιστορική κληρονομιά και χωρίς να διεκδικεί, έστω και στο ελάχιστο, κανένα τμήμα από τα γειτονικά κράτη, δεν επιτρέπεται να εκχωρήσει τη μακεδονική ταυτότητα (πολιτικά γλωσσικά και πολιτιστικά) σε οποιονδήποτε επίδοξο διεκδικητή.

Αυτό σημαίνει ότι το άρθρο 1 στις παραγράφους 3 α β γ και δ της επικείμενης συμφωνίας είναι αντίθετο σε επίπεδο ιστορικής κοινωνικής και πολιτικής δεοντολογίας και πρακτικής. Μία τέτοια παραδοχή θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου και θα δημιουργούσε καινούργια τετελεσμένα τόσο απέναντι του ελληνικού λαού όσο και απέναντι της διεθνούς κοινότητας, θα αποδείκνυε μάλλον ότι η ιστορική συνείδηση παραχαράσσεται και αλλοιώνεται ανάλογα με τους πολιτικούς τακτικισμούς.

Το επιχείρημα ότι 140 κράτη έχουν αναγνωρίσει η συγκεκριμένη κρατική οντότητα με το όνομα της Μακεδονίας δεν ευσταθεί και αυτοαναιρείται από μόνο του από το άρθρο 2 παράγραφος 1, 2 και 3 της παρούσας συμφωνίας που αναφέρει ότι η Ελλάδα δεν θα αντιταχθεί στην υποψηφιότητα ή την ένταξη των Σκοπίων σε διεθνείς οργανισμούς και περιφερειακούς οργανισμούς. Είναι άλλωστε επόμενο ότι κανένα από τα 140 κράτη που έχουν αναγνωρίσει τη συγκεκριμένη περιοχή δεν έχουν κανένα λόγο (ιστορικό πολιτικό πολιτιστικό) να εναντιωθούν στις οποίες επιδιώξεις του γειτονικού κράτους.

Επομένως η ελληνική εξωτερική πολιτική απεμπολεί από μόνη της το πλεονέκτημα υπεράσπισης όχι μόνο της ιστορικής μνήμης αλλά και αυτής της ίδιας της πολιτιστικής και εθνικής της ταυτότητας. Είναι γεγονός ότι η μακεδονική γλώσσα δεν έχει καμία σχέση με το σλαβικό ιδίωμα που χρησιμοποιεί η γειτονική χώρα, αλλά αποτελεί κομμάτι της αρχαίας ελληνικής (δωρικής διαλέκτου). Μία διαφορετική παραδοχή θα προκαλούσε μία εσκεμμένη ιστορική και επιστημονική παραχάραξη. Αυτή η παραχάραξη εντοπίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 1 2 3 και 4 γιατί προσπαθεί να δημιουργήσει διακριτές γραμμές ανάμεσα στο ιστορικό παρελθόν και στον πολιτισμό της μακεδονικής ταυτότητας, συμψηφίζοντας την ταυτότητα των νοτίων σλάβων με μία επίπλαστη μακεδονική επικάλυψη.

 Αυτή είναι μία πραγματικότητα που προσπάθησε να επιβάλει ο Τίτο για να εξυπηρετήσει ζητήματα εσωτερικής συνοχής μέσα στο κράτος της Γιουγκοσλαβίας, παρόλα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθεί ιστορικό τεκμήριο και πολιτικό θέσφατο που θα επέτρεπε είναι οικειοποίηση του ονόματος της Μακεδονίας, ακόμη και αν είχε την υπογραφή ελλήνων πολιτικών ηγετών. Ιδιαίτερα όταν αυτή η μακεδονική ταυτότητα δεν έχει ιστορικό προηγούμενο αλλά αποτελεί μία προσπάθεια εθνικής διάκρισης απέναντι στη βουλγαρική πολιτική κάτι που αποδεικνύει και το παρακάτω απόσπασμα  (Μέρτζου 2013,10)

“Στις αρχές του 2008 κυκλοφόρησε στη Σόφια συλλογική μελέτη με τίτλο Bulgarian Policies on the Republic of Macedonia, την οποία υπέγραφαν σημαντικές προσωπικότητες της πνευματικής, πολιτικής και διπλωματικής ζωής της Βουλγαρίας. Σύμφωνα με τον επιμελητή της μελέτης Lyubomir Ivanov, δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς πως στο πλαίσιο του αυτοπροσδιορισμού, μετά το 1944, έχει σχηματισθεί στη Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας μία «μακεδονική» συνείδηση διάφορη της βουλγαρικής. Η εθνογένεση αυτή, όμως. σύμφωνα με τον Ivanov, δεν ήταν τυχαία αλλά προέκυψε μέσα στο πλαίσιο αποβουλγαροποίησης του ιστορικού παρελθόντος της περιοχής, τακτική που είχε υπαγορευθεί από τις σερβικές και εν συνεχεία από τις γιουγκοσλαβικές ηγεσίες”

Όταν λοιπόν επιλέγεται η οικειοποίηση μιας ταυτότητας στη βάση της αναγκαιότητας του αυτοπροσδιορισμού απέναντι σε γειτονικούς λαούς, αυτό το κίνητρο δεν αποτελεί de facto νομιμοποίηση για οποιαδήποτε πολιτιστική, γλωσσική και κοινωνική παρουσία απέναντι στη διεθνή κοινότητα. Η προσπάθεια οικειοποίησης της μακεδονικής ταυτότητας, από γειτονικές χώρες που δεν έχουν καμία σχέση και κανένα δεσμό με αυτή την έννοια, θα προκαλούσε μία μεγάλη επιστημονική συζήτηση.

Η πραγματικότητα που προσπαθεί να διαμορφώσει το κείμενο της συμφωνίας Ελλάδας Σκοπίων δίνει καινούργια διάσταση σε αυτό που ονομάζουμε «ανατολικό ζήτημα», κάτι που έχει να κάνει με γεωπολιτικές επιλογές όλων όσων δεν αρκούνται απλά την τριχοτόμηση του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας, αλλά προσπαθούν να δημιουργήσουν νομικά τετελεσμένα. Κάτι τέτοιο δεν θα αποδεχόταν κανένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, ενώ θα προσπαθούσε να προστατεύσει τα εθνικά του δίκαια.

Η αποδοχή μιας τέτοιας πραγματικότητας θα μπορούσε να προκαλέσει αλυσιδωτές αντιδράσεις  και αλυτρωτικές βλέψεις σε γειτονικές χώρες που αναζητούν ευκαιρία να θέσουν μειονοτικά ζητήματα και σε άλλες περιοχές για τους δικούς τους λόγους.

Η προσπάθεια απάλειψης των αλυτρωτικών κινδύνων δεν αποτελεί ασφαλιστική δικλείδα για οποιαδήποτε μελλοντική διεκδίκηση κάτω από ένα διαφορετικό status quo και στη βάση διαφορετικών συμμαχιών που θα αναδειχθούν, κατά περίπτωση. Σε μία τέτοια πραγματικότητα δεν αναιρούνται τα οποιαδήποτε πλεονεκτήματα που παραχωρούνται στο κράτος των Σκοπίων απέναντι στη διεθνή κοινότητα, ενώ νομιμοποιείται ένας επίπλαστος πολιτικός μύθος κάτω από το μανδύα της εθνικής αυτοτέλειας και του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού.

Ακόμα κι αυτή τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, η γειτονική χώρα αναζητά τρόπους να περιορίσει, αν όχι να απαλείψει, το επίθετο βόρεια (Severna) διατηρώντας το ουσιαστικό Makedonija, αφού ένα μέρος του πολιτικού κόσμου και του λαού των Σκοπίων δεν αποδέχεται, για τους δικούς του λόγους, το γεωγραφικό προσδιορισμό.

Αποτελεί απορίας άξιον πώς αποσιωπάται ένα αδιάσειστο ιστορικό τεκμήριο όπως είναι η παρουσία του μακεδονικού τάφου στην περιοχή του Λόφου Καστά του Νομού Σερρών. Οι έντονες πιέσεις της διεθνούς πολιτικής σκηνής να δώσει στο γειτονικό κράτος τη μακεδονική ταυτότητα, θα πρέπει να μας προβληματίσουν για τις οποίες γεωπολιτικές ανακατατάξεις ετοιμάζονται στην περιοχή των Βαλκανίων, άλλωστε παρόμοια φαινόμενα ζήσαμε στο παρελθόν κατά την περίοδο του α και του β Παγκοσμίου Πολέμου λίγο πριν διαμορφωθούν οι πρόσκαιρες συμμαχίες που οδήγησαν στις συγκρούσεις.

Η προσπάθεια της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας να δώσει αβασάνιστα μία λύση και η σπουδή του Έλληνα Υπουργού Εξωτερικών να αναφερθεί και στα ζητήματα της Ελλάδας με την Αλβανία, πριν ακόμη ολοκληρωθεί η οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με το κράτος των Σκοπίων, αφήνει πολλά ερωτηματικά ενώ παράλληλα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παρακινδυνευμένη.

Αυτό μας δίνει το δικαίωμα να σκεφτούμε ότι η Ελλάδα ετοιμάζεται να κάνει ανιστόρητες υποχωρήσεις, για να εξυπηρετήσει δεδομένα που δεν έχουνε καμία σχέση με τα εθνικά δίκαια. Η σπουδή που δείχνει ένα κομμάτι του πολιτικού κόσμου να υιοθετήσει την επικείμενη συμφωνία, αφήνει πολλά ερωτηματικά σχετικά με τα ανταλλάγματα που διακυβεύονται σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο και οπωσδήποτε αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τη συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων και έρχονται σε ευθεία αντίθεση με το λαϊκό αίσθημα.

Θα πρέπει να προσέξουν πολύ οι πρωταγωνιστές της πολιτικής σκηνής και να αναλογιστούν τις ευθύνες τους απέναντι στην ιστορία, ενώ παράλληλα η οποιαδήποτε απόφαση θα πρέπει να περιέχει και το αντίστοιχο πολιτικό και ηθικό κόστος. Αναζητώντας τις αξίες και το βάρος της ευθύνης που έχει σήμερα τόσο ο πολιτικός κόσμος όσο και ο ελληνικός λαός, είμαστε υποχρεωμένοι να επισημάνουμε όλους τους κινδύνους που υπάρχουν στο πλαίσιο της αποδοχής μιας ενδοτικής συμφωνίας. Οι κίνδυνοι από μία τέτοια απόφαση δεν έχουν μόνο οικονομικό αντίκτυπο αλλά Εθνικό ιστορικό και γεωπολιτικό δεδομένο με απρόβλεπτες συνέπειες.

 

*Διδάκτωρ Ιστορίας Πανεπιστημίου Paris 1 Panthèon Σορβόννης

τ. Υπότροφος UNESCO