Την Ιστορία και την ψυχοπολιτική επιστράτευσε ο Αμερικανός Πρόεδρος Ομπάμα, κατά την επίσκεψή του στην Αθήνα, για να εξηγήσει την εκλογική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ.
Και έπραξε σωστά – όπως κάθε πολιτικός που γνωρίζει Ιστορία. Είπε:
«Πιστεύω ότι η ιστορία δεν είναι μια γραμμική διαδικασία. Υπάρχουν εποχές σημαντικών πιέσεων, ο κόσμος κάτι αναζητά, χωρίς να ξέρει ενδεχομένως τι αναζητά. Θέλει αλλαγή, χωρίς να ξέρει η επερχόμενη αλλαγή τι θα φέρει. Νομίζω ότι μια ισχυρή πλειοψηφία του αμερικανικού λαού συμφωνεί με εμένα. Βέβαια το ερώτημα πώς εξελέγη ο Τραμπ εκκρεμεί, όμως πολλές φορές ίσως ο κόσμος έχει την ανάγκη να δοκιμάσει κάτι άλλο, διαφορετικό, μήπως αυτό φέρει κάτι καλύτερο. Αυτό το φαινόμενο επηρέασε το αποτέλεσμα των εκλογών».
Και: «Μπορεί να μην κερδίζουμε πάντα, αλλά είμαι βέβαιος ότι μακροπρόθεσμα θα βγούμε κερδισμένοι, διότι οι κοινωνίες ενώνονται γύρω από αξίες και ιδανικά. Αυτές οι κοινωνίες θα είναι και οι πιο επιτυχημένες σε σύγκριση με τις άλλες».
Με τα λόγια αυτά, ο Πρόεδρος Ομπάμα έδωσε - άθελά του, βέβαια, και στην προσπάθειά του να πει ότι ο Αμερικανικός λαός έκανε λάθος (αν και επανέλαβε πολλές φορές πως και αυτό θα το δείξει ο χρόνος) – και την απάντηση σε όσους εδώ στην Ελλάδα έχουν επανειλημμένα αναρωτηθεί γιατί ο λαός ψήφισε τον Δηλιγιάννη αντί του Τρικούπη, καταψήφισε τον Ελευθέριο Βενιζέλο ενώ μόλις είχε επιστρέψει με τη Συνθήκη των Σεβρών στο χέρι, έφερε στην εξουσία το δίδυμο Τσίπρα-Καμμένου.
Κάπως έτσι είχε αντιδράσει και ο Ελευθέριος Βενιζέλος μετά την ήττα του το 1920, όταν δεν εξελέγη ούτε βουλευτής. Μόνο που εκείνος είχε, στις πρώτες του συνομιλίες με τους συνεργάτες του, αναγνωρίσει ότι ο λαός κουράστηκε από τις πολύχρονες πολεμικές εκστρατείες για να μεγαλώσει η Ελλάδα. «Πίεσα πολύ τον λαό μας», φέρεται να είχε πει.
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχουμε κάτι τέτοιο – αν και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Π. Παυλόπουλος ζήτησε να τερματιστεί ο πόλεμος στη Συρία για να δοθεί λύση στο προσφυγικό.
Κάτι που απέφυγε ο κ. Τσίπρας. Διότι δεν έχει νόημα να αναζητούμε εύσημα για την αντιμετώπιση των συνεπειών του πολέμου, αλλά να απαιτούμε να σταματήσει ο πόλεμος.
Το πρόβλημα της Ελλάδας αυτή τη στιγμή, περισσότερο και από το χρέος, είναι η προσφυγική κρίση, που έχει γονατίσει τη χώρα.
Η τοποθέτηση του κ. Ομπάμα ήταν μάλλον γενικόλογη περί ειρήνης και ευημερίας. Και με ευχαριστίες για την εκ μέρους της Ελλάδας για την συμβολή της στην αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης (που έχει προκληθεί από τους πολέμους στην περιοχή, από τη Λιβύη ως τη Συρία). Χωρίς αναφορά δηλαδή στα αίτια της προσφυγικής κρίσης, την οποία, αν έκανε, θα ήταν μια πραγματικά γενναία πράξη αυτοκριτικής.
Οι πόλεμοι αυτοί (όπως και η κρίση στην Ουκρανία και ο νέος ψυχρός πόλεμος με τη Ρωσία) ξεκίνησαν επί της δικής του θητείας (και με υπουργό των Εξωτερικών την Χίλαρι Κλίντον).
Θυμάμαι μάλιστα πως τον Ιούνιο του 2011, οι Νιου Γιορκ Τάιμς είχαν κατηγορήσει τον κ. Ομπάμα ότι αγνόησε τη νομική συμβουλή του Πενταγώνου, σύμφωνα με την οποία οι αμερικανικές αεροπορικές επιδρομές στη Λιβύη έπρεπε να χαρακτηριστούν νομικά «εχθροπραξίες», με σκοπό αυτές οι επιδρομές να μην διακοπούν.
Κι’ αυτό, διότι αν χαρακτηρίζονταν «εχθροπραξίες», τότε ο Πρόεδρος όφειλε να ζητήσει την ψήφο του Κογκρέσου, μετά την 20ή Μαΐου, όταν και έληξε η σχετική προθεσμία, με βάση την Απόφαση για τις Εξουσίες Πολέμου που ισχύει στις ΗΠΑ.
Η Απόφαση για τις Εξουσίες Πολέμου του 1973 εγκρίθηκε κατά τον πόλεμο στο Βιετνάμ, με σκοπό να καθορίσει τις εξουσίες του Προέδρου και του Κογκρέσου σε σχέση με την εμπλοκή των ΗΠΑ σε πολέμους εκτός της αμερικανικής επικράτειας. Συγκεκριμένα, απαγορεύει στις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ να εμπλέκονται σε στρατιωτικές ενέργειες για περισσότερες από 60 ημέρες χωρίς την εξουσιοδότηση του Κογκρέσου.
Σύμφωνα με τους Τάιμς, ο Πρόεδρος Ομπάμα στηρίχθηκε στη νομική ομάδα μέσα από το Λευκό Οίκο και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, σύμφωνα με την οποία οι αποστολές βομβαρδισμού δεν ήταν ακριβώς «εχθροπραξίες» και, ως εκ τούτου, μπορούσαν να συνεχιστούν χωρίς το πράσινο φως του Κογκρέσου.
Αγνοήθηκε επίσης και το γεγονός ότι αργότερα όλες οι μετρήσεις έδειχναν πως έξι στους δέκα Αμερικανούς δεν επιθυμούσαν στρατιωτική παρέμβαση στη Συρία για την απομάκρυνση του Άσαντ.
Οπότε, επαληθεύθηκε για άλλη μια φορά η ιστορική φράση του Καναδού θεωρητικού της επικοινωνίας Μάρσαλ Μακλούαν:
«Ο πόλεμος στο Βιετνάμ δεν χάθηκε στα πεδία των μαχών, αλλά στα σαλόνια των αμερικανικών σπιτιών»…