Παρασκευή
19 Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4960RSS FEED
Ἀνοικτὴ ἐπιστολὴ πρὸς Κώστα Ζουράρι
Γράφει ο
Γιώργος Κακαρελίδης

Ἀγαπητέ Κώστα,

 

Σὲ γνώρισα μέσα ἀπὸ τἡν αἰχμηρή γραφίδα σου, ποὺ ἐπὶ τόσα χρόνια, προσπαθοῦσες νὰ σταματήσῃς τὴν βλακεία, ποὺ δέρνει τὸ ἐξουσιαστικὸ μηχανισμό σ’αύτὴν τὴν χώρα καὶ ποὺ, εὐφήμως αὐτοονομάζεται, πολιτικὸ σύστημα.

‘Συναντηθήκαμε’καὶ σὲ κοινὸ ἀγῶνα ἐνάντια στὸ Ρεπούσιο ἄγος. Τότε ποὺ ἐξεγερθήκαμε μπροστά στὸ ὑβριστικὸ γιὰ τοὺς νεκροὺς ἀνοσιούργημα περί συνωστισμοῦ τοῦ βιβλίου ἱστορίας, ποὺ καθηγήτρια συνέγραψε, ἐνῷ τὴν διέψευδε πανηγυρικά ὁ τότε ἀμερικανὸς πρόξενος στὴν Σμύρνη Τζώρτζ Χόρτον, καταθέτοντας μάλιστα τὴν μαρτυρία του, στὸ συγκλονιστικὸ βιβλίο του «Ἡ Μάστιγα τῆς Ἀσίας». Ἁγόρασα τότε, μάλιστα, τὸ βιβλίο σου «Βέβηλα Κίβδηλα Σκύβαλα». Πέρα ἀπὸ τὸ ὅτι ἔκανες μὲ τὰ κρεμμυδάκια, τὴν ἀνωτέρω μαντάμ, στὸ ἴδιο βιβλίο κατακεραύνωνες τὴν προσπάθεια νὰ φέρουν ὠς πρότυπα, ἀντὶ τῶν κυκλίων χορῶν, τὰ «οἱονεί ἄφυλα ἀνδρόγυνα τῶν παρὰ φύσιν ‘φιγούρων’». Νὰ θεωρήσω ὅτι λησμόνησες τὸ ἔργο σου, ὅταν ἐψήφισες ἀντὶ τοῦ «Ἐκεῖνος καὶ Ἐκείνη», τό βδελυρό νόμο περὶ ‘κοινωνικῶν φύλων’;

Σὲ ‘γνώρισα’ καὶ στὸ ἔργο σου «Χέσαιτο ἤ Μαχέσαιτο» ὅπου περιγράφεις τὴν άναγκαιότητα νὰ συνταχθοῦμε μὲ τὴν περίφημο ρήση κατὰ πάση μορφὴς καρέκλας, τοῦ Ἰωάννη τοῦ  Χρυσοστόμου «.. καὶ τὰ φοβερὰ τοῦ κόσμου ἐμοὶ εὐκαταφρόνητα καὶ τὰ χρηστὰ καταγέλαστα». Νὰ εἰκάσῳ ὅτι ἡ βουλευτικὴ σου ἕδρα εἶχε ἑδραιωθῆ στὴν ἕδρα σου, μὲ κόλλα ντουροστίκ; Κι ἔτσι ψήφιζες κάθε μνημονιακή ἤ ἄλλη ἀνοησία;

Θἄθελα ὅμως νὰ μοῦ πῇς γιατὶ γράφεις (στὸ ἴδιο βιβλίο, σελ.104) ὅτι σοῦ γυρνᾶνε τὰ ἄντερα, ὅλοι ἐκεῖνοι τοῦ ‘μετώπου τῆς λογικῆς’, ποὺ [συμφωνοῦν] μὲ τούς σκοπιανούς νὰ ὑφαρπάξουν τὸ ὄνομα. Τοὺς θεωρεῖς μάλιστα πλαδαρούς παράλογους διότι, κατὰ τὸ Ἀριστοτελικό «περὶ ἑρμηνειας» δὲν μπορεῖ μιὰ λέξη νὰ σημαίνῃ δύο πράγματα καὶ ἄρα « οὐχ ἕδος ἐστί νὰ κάτσουν οἱ Σκοπιανοί, πάνω στὸ ἔδαφος τοῦ δικοῦ μας ὀνόματος».

Νὰ ὑποθέσῳ τὸ ὅτι ἐψήφισες, νὰ λέγεται ‘μακεδόνας’ ὁ Σκοπιανὸς ποὺ ἔκατσε πάνω στό δικό σου αὐτοχαρακτηρισμό ὡς Μακεδόνος, τὸ ἔκανες ἀνοήτως κατὰ τὰ γραφόμενά σου;

Φυσικά ἔκανες γαργάρα  τὸ ὅτι «πόλη καμμιά δέν εἶναι ἑνός ἀνθρώπου ..», ποὺ ἀναφωνεῖ κατάμουτρα, δηλαδή, δημοκρατικώτατα, στόν Κρέοντα, ὁ γιός του Αἵμων, στὸν στίχο 731 τῆς τοῦ Σοφοκλέους Ἀντιγόνης. Κανενός δεν εἶναι. Μέσα στὴν Πόλη, κάθε νόμος ἔχει ἰσχύ ἐφ’ὅσον ‘πᾶντες ὁμονοοῦσι καὶ ἕκαστος προσεπιμαρτυρεῖ’, στὴν Βουλή. Ἀφοῦ προηγουμένως ὅμως, πᾶντες ὁμολογήσουν τὴν κοινὴ μεταφυσική τους ἄποψη (θύσαντες τοῖς Θεοῖς καὶ Ἥρωσι). Ἐνῷ ἔπρεπε, κατὰ τὴν προσφιλῆ σου Ἡρακλείτια (53ε) ἔκφρασι «ἕπεσθαι τῷ ξυνῷ· τοῦ λόγου δ᾽ ἐόντος ξυνοῦ ζώουσιν οἱ πολλοὶ ὡς ἰδίαν ἔχοντες φρόνησιν». Ποὺ δὲν ἀφήνει περιθώρια τὴν εὐθύνην διαφυγεῖν. Νὰ ὑπακούςῃς δηλαδή στούς πολῖτες. Ρωτῶντας τους.

Κανείς, βέβαια, δὲν ἀναμένει ὁ συγγραφέας ἀστυνομικῶν μυθιστορημάτων, γιὰ νὰ εἶναι ‘συνεπής’ μὲ τούς δολοφόνους ... ἥρωές του, νὰ ξεπαστρεύῃ ὅποιον βρῆ. Γιατί συντάσσεται πάντοτε μὲ τὴν Νέμεση καὶ τὴν Κάθαρση. Ἐσύ ποὺ γράφεις «κοινωνιολογικά», δηλαδή ἐξ ὁρισμοῦ συντάσσεσαι μέ τὴν Κοινωνία, εἰδικὰ τῶν Ἑλλήνων, τὸν πολιτισμὸ τῶν ὁποίων προάγεις, πῶς καὶ τὴν ἐκτελεῖς ἀσυνεπέστατα;

Δυστυχῶς γιὰ ἐμᾶς καὶ τὴν χώρα, μέσα στὴν ἀναίδεια τῆς ψήφου (λόγου) σου, κατέστης ὅμοιος μὲ τοὺς ἀ-μόρφωτους συγκυβερνῆτες καὶ τὰ λεγόμενά τους καὶ ἀγνοήσατε ὅλοι μαζί, τὸν τελευταῖο, προσαγορευτικό συμφορῶν, στίχο τῆς Ἀντιγόνης: «Λόγια μεγάλα ξιπασιᾶς μὲ συμφορὲς μεγάλες πληρώνονται».