Παρασκευή
15 Νοεμβρίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 5171RSS FEED
Ο Ήφαιστος ξεσκεπάζει τον Θεό Άρη και τη γυναίκα του Αφροδίτη
Γράφει ο
Πολύβιος Μαργιάς

Ο Βασιλέας των Φαιάκων ΑΛΚΙΝΟΟΣ προκειμένου να χαρίσει μια εύθυμη και ευχάριστη βραδιά αποχαιρετισμούς του ΟΔΥΣΣΕΑ, τον οποίον με καράβι του την επομένη θα μεταφέρει τον πολύπαθο ΟΔΥΣΣΕΑ από το νησί των Φαιάκων στην ΙΘΑΚΗ, γλέντι τρανό οργάνωσε με τον ΔΗΜΟΔΟΚΟ και την κιθάρα του όπου περιγράφονται τα βάσανα και οι δάφνες Δόξης των Αχαιών ηρώων.

Εκείνη όμως την βραδιά ο Δημόδοκος έπαιξε και τραγούδησε τους έρωτες του ΑΡΗ και της ΑΦΡΟΔΙΤΗΣ με το ωραίο διάδημα πως πρωτοσυναντήθηκαν κρυφά στα ανάκτορα του Ηφαίστου, της χάρισε πολλά δώρα και ατίμασε το συζυγικό κρεβάτι του κυρ-Ηφαίστου. Αμέσως όμως του επήγε μαντατοφόρο ο ΗΛΙΟΣ που τους είδε πλαγιασμένους αγκαλιαστά.

Σαν έμαθε ο  Ήφαιστος την θλιβερή είδηση, κίνησε και πήγε στο σιδεράδικο, σχεδιάζοντας κακά στο μυαλό του, στήριξε το μεγάλο αμόνι στην βάση του και άρχισε να δουλεύει πλεμέτια άσπαστα και ακατάλυτα, για να μένουν εκεί με σιγουριά.

Και όταν κατασκεύασε την παγίδα γεμάτος οργή για τον ΑΡΗ, ξεκίνησε να πάει στο δωμάτιο όταν βρισκόταν το αγαπημένο του κρεβάτι και άπλωνε τα πλεμάτια απ’ όλες τις μεριές γύρω από τα πόδια του κρεβατιού πολλά όμως είχε απλωμένα και από τη στέγη επάνω, λεπτά σαν ακτίνα της αράχνης που δεν θα μπορούσε να τα διακρίνει κανένας ακόμη και από τους Θεούς. Όταν λοιπόν όλη του την παγίδα την σκόρπισε γύρω στο κρεβάτι κοιμήθηκε πως φεύγει για την Λήμνο την όμορφη πόλη που του ήταν πιο αγαπημένη. Και ο ΧΡΥΣΟΧΑΛΙΝΟΣ Άρης δεν παραφύλαγε με κλειστά μάτια γιατί είδε τον Ήφαιστο τον έξοχο τεχνίτη να πηγαίνει μακριά και ξεκίνησε να πάει στο μέγαρο του ξακουσμένου Ηφαίστου λαχταρώντας την γάπη της Αφροδίτης με το ωραίο διάδημα. Κι αυτή μόλις φτασμένη από τον παντοδύναμο πατέρα της καθόταν κι εκείνος μόλις μπήκε της έσφιξε το χέρι και της μίλησε.

«Αγαπημένη μου, έλα στο κρεβάτι, ας χαρούμε την αγάπη πλαγιασμένοι, γιατί ο Ήφαιστος δε βρίσκεται παι στην πόλη, αλλά έχει πάει στη Λήμνο στους ΣΙΝΤΙΕΣ με τις άγριες φωνές. Εκείνη καλοδεχούμενη αποκοιμήθηκαν στο κρεβάτι, μα ολόγυρα είχαν απλωθεί τα φτιαγμένα με τέχνη πλεμάτια του μυαλωμένου Ηφαίστου και ήταν αδύνατο να κουνήσουν ή ν’ ανασηκώσουν κανένα από τα χεροπόδαρά τους και τότε κατάλαβαν πως δεν υπάρχει τρόπους να ξεφύγουν (ΟΔ./Θ/330).

Κοντά τους έφτασε τότε ο ξακουσμένος κουτσός που γύρισε πίσω, προτού να απάει στην ΛΗΜΝΟ γιατί ο Ήλιος κατασκόπευε για χάρη του και τούπε το μαντάτο. Σταμάτησε στην εξώπορτα ενός θυμού μεγάλου τον κρατούσε, έβγαλε τρομερή φωνή κι ακούστηκε απ’ όλους τους Θεούς.

«Δία πατέρα και οι άλλοι τρισευτυχισμένοι και αθάνατοι Θεοί, ελάτε να δήτε δουλειές για γέλια ασυγχώρητες δηλαδή πόσο άπιστη είναι η γυναίκα πάντα σε μένα τον κουτσόν η Αφροδίτη, η κόρη του ΔΙΑ, κι αγάπη τον ΑΡΗ τον εξολοθρευτή, επειδή εκείνος όμορφος και με πόδια γερά, ενώ εγώ εγεννήθηκα αρρωστιάρης. Βαθύ και δικαιολογημένο το παράπονο του μεγάλου της τέχνης δημιουργού δεν αποζήτησε τον ουρανό αλλά την κατανόηση και της αξίας του την παραδοχή! Χωλός τους πόδες μα τρανούς του ΝΟΥ και της Τέχνης Θεός.

Έτσι, φίλε αγαπητέ  Ήφαιστε πορεύεται η Ζωή του έρωτα και τα παραπατήματά του.