Του Αντιναυάρχου ε.α. Π. Κονιάλη
Φθινόπωρο του 1941...
Από το Πάσχα οι γερμανικές στρατιές είχαν καταλάβει την πατρίδα μας κι από πίσω ακολούθησαν, με περίσσιο θράσος, οι ηττηθέντες στην Αλβανία Ιταλοί, που γρήγορα-γρήγορα ανέλαβαν καθήκοντα στρατού κατοχής στην Πελοπόννησο και τη Δυτική Ελλάδα.
Στην Αθήνα, ο κόσμος δεν είχε ακόμα καλοπιστέψει τι του είχε συμβεί ούτε φανταζόταν τα δεινά που τον περίμεναν. Το καλοκαίρι, με τα μπάνια του και τα υπαίθρια σινεμά, είχε περάσει σχετικά ανέμελα κι εμείς, τα πρωτοετή δοκιμάκια, μόλις είχαμε αρχίσει από τον Οκτώβριο την φοίτησή μας στο Πολυτεχνείο, όπου μας μετέταξαν μετά το αναγκαστικό κλείσιμο της σχολής μας.
Εδώ πρέπει να εξηγήσω ότι, όταν τον Απρίλιο του ’41 υπέστημεν κι εμείς, όπως τόσες άλλες ευρωπαϊκές χώρες πριν από μας, την βάναυση επίθεση των Γερμανών, οι δύο τελευταίες τάξεις των δοκίμων που από την αρχή του Ελληνο-ιταλικού πολέμου είχαν ονομασθεί αντίστοιχα σημαιοφόροι και αρχικελευστές, ακολούθησαν όπως ήταν φυσικό, το στόλο μας στην επική διαφυγή του προς την Αλεξάνδρεια. Οι δόκιμοι, όμως, των δύο πρώτων τάξεων, που είχαμε παραμείνει στη σχολή συνεχίζοντες τα μαθήματά μας, αιφνιδιασθήκαμε από τα γεγονότα και, πλην ολίγων από τους πιο τυχερούς δευτεροετείς που κατόρθωσαν να επιβιβασθούν την τελευταία στιγμή σε μερικά αποπλέοντα πλοία μας, όλοι οι υπόλοιποι βρεθήκαμε εγκαταλελειμμένοι στην Αθήνα.
Εμείς τα «πρωτάκια», έσχατο κλιμάκιο του τότε μόνιμου προσωπικού του ναυτικού μας, στερούμενοι οποιασδήποτε άνωθεν κατευθύνσεως αλλά διακαώς επιθυμούντες ν’ ακολουθήσουμε το στόλο μας στην μεγάλη του περιπέτεια, καιροφυλακτούσαμε στον περίγυρο της πλατείας Κλαυθμώνος, όπου έδρευε το υπουργείο Ναυτικών, προσπαθώντας να εκμαιεύσουμε κάποια απόφαση για την περαιτέρω τύχη μας. Κάποια μέρα κυκλοφόρησε μια φήμη ότι προοριζόμαστε να φύγουμε κι εμείς με ορισμένα από τα διασωθέντα μικρά τορπιλοβόλα μας, που ήταν αγκυροβολημένα σε διασπορά στον όρμο της Βάρκιζας. Αμέσως, όσοι από μας πρωτομάθαμε αυτό το ευχάριστο νέο, σπεύσαμε προς την υποτιθέμενη πηγή της φήμης, για να δοκιμάσουμε όμως πικρή απογοήτευση όταν πληροφορηθήκαμε ότι τα «λιλιπούτεια» αυτά πολεμικά μας (μόλις 150-200 τόνων!) είχαν ήδη βυθισθεί κατά τους σφοδρούς Γερμανικούς βομβαρδισμούς από βόμβες που έπεσαν δίπλα τους.
Έτσι λοιπόν βρεθήκαμε απρόθυμοι «φοιτητές», στην πρώτη τάξη του Πολυτεχνείου, όπου ελάχιστα μαθήματα παρακολουθούσαμε, αναλίσκοντας τον περισσότερο χρόνο μας στην κατάστρωση των πιο απίθανων σχεδίων διαφυγής μας από την κατεχόμενη Ελλάδα.
Από την περιστασιακή και ολιγόχρονη «φοίτησή» μας στο διακεκριμένο αυτό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, το μόνο που θυμάμαι ήταν η ομηρική μάχη που δώσαμε εμείς οι λίγοι δόκιμοι και οι πολύ περισσότεροι ευέλπιδες (που κι αυτοί είχαν αναγκαστικά ακολουθήσει την τύχη μας), εναντίον των κανονικών φοιτητών.
Πεδίο αυτής της «μάχης» ήταν το μεγάλο αμφιθέατρο, όπου ο καθηγητής των μαθηματικών προσπαθούσε να μας μυήσει στα μυστήρια των «οριζουσών».
Εμείς, βέβαια, οι λίγοι παρόντες δόκιμοι, έχοντες καταλάβει τα τελευταία πίσω έδρανα, περνάγαμε την ώρα μας ψιλοκουβεντιάζοντας και ανταλλάσοντας αστεϊσμούς με τους συναδέλφους ευέλπιδες, προς μεγάλη δυσφορία τόσο του καθηγητού όσο και των επιμελών φοιτητών. Κάποια στιγμή, ένας αγανακτισμένος φοιτητής σηκώνεται όρθιος και σ’ έξαλλη κατάσταση βροντοφωνάζει: «Έξω οι αλεξιπτωτιστές».
Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται!
Πρώτοι οι θερμόαιμοι ευέλπιδες εφόρμησαν πάνω από τα έδρανα κι εμείς οι λίγοι δόκιμοι, κι ο καυγάς γενικεύτηκε. Το μάθημα, βέβαια, διακόπηκε και το αποτέλεσμα ήταν να εισπράξουμε, δόκιμοι κι ευέλπιδες, τριήμερη αποβολή και να κληθούμε να πληρώσουμε τα σπασμένα!
Με αυτά και άλλα περνούσε ο καιρός χωρίς να βλέπουμε κάποιο «φως» για την πραγματοποίηση των ονείρων μας. Τους πρώτους, όμως, εκείνους μήνες της κατοχής δεν είχε ακόμα «οργανωθεί» το δρομολόγιο μέσω Τουρκίας, από το οποίο αργότερα διέφυγαν πολυάριθμοι πατριώτες για να συνεχίσουν τον πόλεμο στο εξωτερικό.
Έτσι, τα περισσότερα από τα παράτολμα πρώτα σχέδιά μας βασιζόντουσαν μόνο σε κάτι αόριστες πληροφορίες για μερικές περιπτώσεις περισυλλογής πληρωμάτων μικρών αλιευτικών από συμμαχικά υποβρύχια στ’ ανοικτά των ακτών της Κρήτης και μεταφοράς τους στην Αλεξάνδρεια.
Με βάση λοιπόν αυτές τις αόριστες πληροφορίες και ακόμα περισσότερο, παρασυρμένοι από την παρόρμηση να συνενωθούμε το ταχύτερο με τους συναδέλφους μας στα πλοία του στόλου μας, συλλάβαμε κι εμείς, επτά νεαροί δόκιμοι, το παράτολμο σχέδιο να κατευθυνθούμε προς κάποιο μικρό λιμάνι της νότιας Πελοποννήσου, κι από εκεί να επιβιβασθούμε με κάποιο τρόπο, σε κάποιο πλεούμενο, για ν’ ανοιχτούμε στο πέλαγος με την ελπίδα ότι κάποιο συμμαχικό πλοίο θα μας περιμαζέψει!
Νίκος Συξέρης (4), Μενέλαος Μπικουβάρης (5), Νίκος Ανδρονόπουλος (6),
Π. Κόνιαλης (7).
ΦΩΤΟ: Περίπλους. ΕΠΕΞ: Περί Αλός
Την ομάδα των επτά αυτών επίδοξων θαλασσοπόρων αποτελέσαμε οι πρωτοετείς τότε δόκιμοι: Νίκος Οικονόμος, Κώστας Ταμπακόπουλος, Ευάγγελος Λύττας, Νίκος Συξέρης, Μενέλαος Μπικουβάρης, Νίκος Ανδρονόπουλος και ο υποφαινόμενος!
Υπήρχε κι ένα όγδοο, συνεργαζόμενο –ας πούμε- μέλος: ο συμμαθητής μου Βασίλης Μητσάκος, του οποίου ο γαμπρός, ονόματι Κοιλάκος, ήταν μόνιμος κάτοικος Λακωνίας και θα μπορούσε να μας βοηθήσει στην εξεύρεση κατάλληλου πλοιαρίου από το λιμάνι του Γυθείου, που είχαμε κατ’ αρχήν επιλέξει σαν βάση εξορμήσεως για την εφαρμογή του σχεδίου μας. Εφόσον όλα θα πήγαιναν καλά, ο Μητσάκος θα εκινείτο κι αυτός προς το Γύθειο, μέσω Καλαμάτας. Από την στιγμή που πήραμε οριστικά την απόφαση να προχωρήσουμε στην πραγματοποίηση του σχεδίου μας, αρχίσαμε αμέσως, υπό πλήρη μυστικότητα, τις προετοιμασίες μας. Και λέγοντας: «υπό πλήρη μυστικότητα», διευκρινίζω ότι ούτε στους γονείς μας δεν είχαμε πει τίποτα, γιατί φοβόμαστε ότι –με το δίκιο τους– θα έκαναν το παν για να μας εμποδίσουν.
Πρώτα-πρώτα χρειαζόμαστε χρήματα για την αγορά του πλοιαρίου, για τον εφοδιασμό του με τρόφιμα και λοιπά υλικά, για τις μετακινήσεις μας κ.λ.π. Μην έχοντας άλλη πηγή χρηματοδότησης, καταφύγαμε στο ακμάζον την εποχή εκείνη δημοπρατήριο (κοινώς: γιουσουρούμ!) όπου πουλήσαμε ότι είχαμε και δεν είχαμε από τα δικά μας είδη, αλλά και μερικά «περισσευούμενα» από τα σπίτια μας!
Για την πλοήγηση του σκάφους σκεφτήκαμε ότι θα χρειαζόμαστε κάποιο ναυτικό χάρτη της ανατολικής Μεσογείου και ένα δρομόμετρο. Και τον μεν χάρτη τον «αφαιρέσαμε» κρυφά κατά τη διάρκεια μιας αθώας –δήθεν– επίσκεψης στην διεύθυνση υδρογραφίας, που τότε εστεγάζετο στην οδό Φειδίου, το δε ξύλινο υποτυπώδες δρομόμετρο το κατασκευάσαμε μόνοι μας, σύμφωνα μ’ ένα σχέδιο του «Εγχειριδίου Αρμενιστού».
Ιδιαίτερη προσοχή δώσαμε στο θέμα του ρουχισμού μας, ιδίως όταν κάποιος από μας ο πιο διαβασμένος - επεσήμανε το γεγονός ότι αν μας συλλαμβάνανε στο ανοικτό πέλαγος και φορούσαμε ρούχα «πολιτικά» θα θεωρούμεθα κοινοί «αντάρτες» ή «κατάσκοποι» και θα κινδυνεύαμε να τουφεκιστούμε. Αντίθετα, αν φορούσαμε τις στολές μας, θα έπρεπε να θεωρηθούμε στρατιωτικοί αιχμάλωτοι πολέμου που σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, θα είχαμε κάθε δικαίωμα να προσπαθήσουμε να δραπετεύσουμε! Έτσι μέσα στις λίγες αποσκευές μας, αναγκασθήκαμε να στριμώξουμε και τις στολές «ναύτου» που φορούσαμε μέσα στη σχολή, μαζί με τον χρησιμότατο «επενδύτη». Για την περίπτωση δε, που θα έψαχναν τις βαλίτσες μας, φροντίσαμε να καλύψουμε τα «χρυσά» κουμπιά του επενδύτη με μαύρο ύφασμα!
Κάποτε συμπληρώθηκαν οι προετοιμασίες μας κι ένα ωραίο πρωινό της 29ης Νοεμβρίου ξεκινήσαμε για το Γύθειο, μ’ ένα σαραβαλοειδές φορτηγό «γκαζοζέν» από εκείνα που εκτελούσαν κατά την κατοχή τις περιπετειώδεις και κάπως επικίνδυνες διαδρομές επικοινωνίας. Μετά πολλές στάσεις και ελέγχους από Ιταλικά «μπλόκα», φθάσαμε κατά το σούρουπο στο Γύθειο, όπου καταλύσαμε και οι επτά σε δύο δωμάτια κάποιου παραλιακού ξενοδοχείου.
Από την άλλη μέρα το πρωί αρχίσαμε τις προσπάθειες να έλθουμε σ’ επαφή με τον Κοιλάκο (γαμπρό του συναδέλφου μας Μητσάκου) χωρίς όμως να μπορέσουμε να τον εντοπίσουμε. Έτσι, αποφασίσαμε πλέον να ψάξουμε μόνοι μας για την ανεύρεση κατάλληλου σκάφους.
Εν τω μεταξύ, οι ημέρες περνούσαν και η ζωή μας στο πρωτόγονο, την κατοχική εκείνη εποχή, Γύθειο, γινόταν ολοένα και πιο δύσκολη. Το μεγαλύτερο μας πρόβλημα ήταν το φαγητό, γιατί οι ελλείψεις επισιτισμού είχαν ήδη αρχίσει να γίνονται αισθητές σε όλη την Ελλάδα. Ευτυχώς, εντοπίσαμε κάποιο μαγειρείο, από τα ελάχιστα που λειτουργούσαν τότε στο μικρό αυτό επαρχιακό λιμάνι, όπου ο γραφικός ταβερνιάρης, ονόματι Ποτήλας, μας πήρε με καλό μάτι και πάντα μας φύλαγε μερικές μερίδες πατάτες βραστές και χόρτα «λαχανίδες», με τις οποίες καταφέρναμε, όπως –όπως, να ικανοποιούμε τη νεανική μας– και καλομαθημένη όρεξη!
Υπ’ αυτή, λοιπόν, την πίεση του χρόνου, σπεύσαμε να κλείσουμε συμφωνία με κάποιον ψαρά, ονόματι Bορρέα, για την αγορά του μικρού ιστιοφόρου αλιευτικού του, με την αιτιολογία ότι το χρειαζόμαστε να πάμε στην Αρεόπολη της Μάνης για να φέρουμε λάδι για τις οικογένειές μας.
Έτσι, μετά από ολιγοήμερη εντατική εργασία για κάποιο στοιχειώδες καλαφάτισμα κι άλλες μικροεπισκευές του σκάφους μας, το δέσαμε στην προκυμαία του Γυθείου κι αρχίσαμε να το φορτώνουμε με τις αποσκευές μας και τα λιγοστά τρόφιμα που είχαμε συγκεντρώσει.
Όλα ήταν έτοιμα να ξεκινήσουμε για τη μεγάλη μας περιπέτεια, όταν το πρωί της 14 Δεκεμβρίου εμφανίστηκαν δύο Ιταλοί λιμενοφύλακες της Guardia di Finanza, οι οποίοι, χωρίς περιστροφές, μας συνέλαβαν και μας οδήγησαν στο Ιταλικό λιμεναρχείο. Μετά από λίγο, βλέπουμε έκπληκτοι να καταφθάνουν «σιδηροδέσμιοι» και οι δύο αδελφοί ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου όπου διαμέναμε, καθώς και ο συμπαθής ταβερνιάρης μας Ποτήλας.
Χωρίς χρονοτριβή, οι ηρωικοί Ιταλοί λιμενοφύλακες, που από μια απλή έρευνα των αποσκευών μας (στολές δοκίμων, δρομόμετρο κλπ.) δεν δυσκολεύτηκαν να καταλάβουν την ταυτότητά μας, άρχισαν να μας ανακρίνουν, ξεχωριστά έναν – έναν, με τη συνοδεία βέβαια των απαραίτητων χαστουκιών και γρονθοκοπημάτων. Από τις επίμονες ερωτήσεις τους γρήγορα αντιληφθήκαμε ότι υποψιαζόντουσαν πως η παρουσία μας στο Γύθειο ήταν κατά κάποιο τρόπο συνυφασμένη με τις συχνές την εποχή εκείνη εμφανίσεις του θρυλικού υποβρυχίου μας «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗΣ» στα παράλια του Λακωνικού Κόλπου! Φανερό ήταν επίσης ότι για τον ίδιο λόγο συνέλαβαν ως «συνεργούς» και τους τρεις ταλαίπωρους Γυθειώτες!
Υπό τις συνθήκες αυτές, βέβαια, δεν αργήσαμε να συνειδητοποιήσουμε ότι θα ήταν μάταιο να επιμένουμε στην προκατασκευασμένη «ιστοριούλα» μας, ότι δηλαδή απλά πηγαίναμε στην Αρεόπολη εις αναζήτηση λαδιού. Έτσι αποφασίσαμε ομόφωνα να ομολογήσουμε ευθαρσώς ότι επιδιώκουμε να διαφύγουμε στη μέση Ανατολή για να συνενωθούμε με το ναυτικό μας που συνέχιζε τον πόλεμο από το εξωτερικό.
Τα πρώτα γκαζοζέν αυτοκίνητα. ΦΩΤΟ: Αρχείο Κωνσταντίνου Μεγαλοκονόμου,
στο βιβλίο του Γιάννη Καιροφύλα «Η Αθήνα του 40 και της κατοχής»,
εκδ. Φιλιππότης 1989.
Εν τω μεταξύ, με το τέλος της ανάκρισης, είχε πλέον νυχτώσει και οι Ιταλοί, που με τη χαρακτηριστική τους ιδιοσυγκρασία πανηγύριζαν για το μεγάλο τους κατόρθωμα, μας κλείδωσαν σ’ ένα δωμάτιο του λιμεναρχείου, χωρίς να παραλείπουν, κάθε λίγο και λιγάκι, να μας απειλούν ότι θα μας τουφεκίσουν την αυγή (!) αν δε τους αποκαλύψουμε τις διασυνδέσεις μας με τον «ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ».
Αν ήταν, βέβαια, Γερμανοί αυτοί που μας εκτόξευαν τέτοιες απειλές, ασφαλώς θα μας τρόμαζαν, αλλά προερχόμενες από Ιταλούς, δεν τις παίρναμε στα σοβαρά.
Εκείνο όμως που μας ανησυχούσε ιδιαίτερα ήταν το ενδεχόμενο να βρουν οι Ιταλοί τον ναυτικό χάρτη που έφερε την σφραγίδα της υδρογραφικής υπηρεσίας και μπορούσε να εμπλέξει τη διοίκηση του ναυτικού μας στην ανάκριση. Έπρεπε λοιπόν, πάση θυσία, να εξαφανίσουμε αυτόν τον χάρτη που μέχρι κι εκείνη τη στιγμή ήταν κρυμμένος σ’ ένα μεγάλο καπέλο (ρεπούμπλικα) που φορούσε μονίμως στο κεφάλι του ο Βαγγέλης ο Λύττας, προφασιζόμενος ότι ήταν κρυωμένος!
Αφού, ψιθυριστά, μέσα στο μισοσκόταδο του προσωρινού κρατητηρίου μας, εξαντλήσαμε όλες τις δυνατές λύσεις εξαφανίσεως αυτού του χάρτη, καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος παρά να τον φάμε.
Πράγματι, με μύριες προφυλάξεις για να μην μας αντιληφθούν οι δεσμοφύλακές μας, κόψαμε τον χάρτη σε μικρά κομματάκια, τα οποία μασουλήσαμε μέχρι πολτοποιήσεως και κατάπιαμε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.
Την άλλη μέρα το πρωί, οι Ιταλοί μας μετέφεραν στις φυλακές του Γυθείου, που ακόμα σώζονται στον δρόμο προς τη Σπάρτη, όπου οι «ευγενείς» τρόφιμοί τους – κυρίως μαυραγορίτες κι άλλοι μικροεγκληματίες του ποινικού δικαίου – μας υποδέχθηκαν με τον προσήκοντα, για «ηρωικούς» αγωνιστές, σεβασμό. Την εποχή εκείνη, βέβαια, η κατάσταση στη φυλακή αυτή ήταν τραγική, τόσο από πλευράς ενδιαιτήσεως (κοιμόμαστε όλοι μαζί σ’ ένα ξύλινο ράντσο), όσο κι από πλευράς φαγητού, το οποίο συνίστατο σε 6 ξερά σύκα το πρωί, ένα πιάτο βρασμένες λαχανίδες το μεσημέρι και 10 σύκα το βράδυ.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι τις πρώτες ημέρες ανοίγαμε προσεκτικά τα σύκα, πριν τα φάμε, για να πετάξουμε τα σκουλήκια που πολλές φορές φώλιαζαν μέσα σ’ αυτά. Μετά, όμως, από μια εβδομάδα, η πείνα μας ήταν τέτοια, που τα καταβροχθίζαμε αστραπιαία, χωρίς να πολυνοιαζόμαστε αν καταπίναμε και κανένα σκουλήκι.
Θυμάμαι, επίσης, ότι μερικά βράδια που ορισμένοι από τους πλέον προνομιούχους τροφίμους της φυλακής κατόρθωναν να προμηθευτούν λίγες περιζήτητες φακές, μας προσκαλούσαν, τιμής ένεκεν, κι εμάς τα ηρωικά δοκιμάκια, στο συμπόσιό τους.
Εκεί, στο μισοσκόταδο κάποιου κελιού, γύρω από τη γαβάθα με τη φακή, καθόντουσαν στο δάπεδο οι συνδαιτυμόνες μας και μ’ ένα και μοναδικό κουτάλι που περνούσε από χέρι σε χέρι, γευόμαστε όλοι από τη λαχταριστή αυτή ... αμβροσία.
Με αυτά και άλλα ευτράπελα, αλλά και με συχνά πήγαιν’ έλα στο Ιταλικό λιμεναρχείο για συμπληρωματικές ανακρίσεις, πέρασαν οι ημέρες μέχρι το πρωί των Χριστουγέννων, που μας επεφύλαξε μία πολύ ευχάριστη έκπληξη!
Εκεί που περιμέναμε καρτερικά κάποια μικρή -γιορτινή ας πούμε- βελτίωση του συσσιτίου μας (δηλαδή μερικά σύκα παραπάνω!), μας ειδοποιούν ότι ένα χωριατόπουλο είναι στη πύλη της φυλακής και ζητάει να μας δει. Και, ω του θαύματος, βλέπουμε έναν ροδοκόκκινο μπόμπιρα να κρατάει ένα ολόκληρο ταψί γεμάτο με αχνιστό πιλάφι με ορτύκια, και να μας το προσφέρει, με κάθε μυστικότητα, από τον συμμαθητή μας Κουμανάκο, του οποίου το οικογενειακό κτήμα ευρίσκετο κάπου κοντά στο Γύθειο.
Το τι επακολούθησε δεν περιγράφεται!
Όχι μόνο απολαύσαμε, κατά τον καλύτερο τρόπο, την μεγάλη αυτή χριστιανική γιορτή, αλλά και το ηθικό μας ανυψώθηκε ανάλογα.
Στις αρχές Ιανουαρίου, οι Ιταλοί μας φόρτωσαν σ’ ένα στρατιωτικό φορτηγό, για να μας μεταφέρουν στην Τρίπολη, όπου επρόκειτο να δικασθούμε στο στρατοδικείο τους που έδρευε εκεί.
Εδώ πρέπει να κάνω μια παρένθεση για να σημειώσω ότι η όλη συμπεριφορά των Ιταλών απέναντι μας χαρακτηριζόταν από την γνωστή, κλασσική μορφή της εθνικής τους ιδιοσυγκρασίας. Δηλαδή, από εναλλασσόμενες εκδηλώσεις φαινομενικής μιλιταριστικής σκληρότητας και συγκινητικής -κατά βάθος- ανθρωπιάς. Άπειρες ήταν οι περιπτώσεις που οι φρουροί μας, από την μία μεριά προσπαθούσαν να μας τρομάξουν με τις αγριοφωνάρες τους, ενώ, την ίδια στιγμή, μας γλιστρούσαν στο χέρι και καμιά ζεστή «πανιόττα» (νοστιμότατο στρογγυλό ψωμάκι).
Το πρώτο βράδυ που φθάσαμε στην Τρίπολη μείναμε στις κοινές ποινικές φυλακές που «φιλοξενούσαν» μυριάδες τροφίμους κάθε κατηγορίας. Η γνωριμία μας με συγκρατούμενούς μας παρατάθηκε μέχρι αργά τη νύκτα μια και η πολυπληθής ομήγυρις δεν μας άφηνε να πάμε να κοιμηθούμε πριν τους διηγηθούμε με κάθε λεπτομέρεια (...και με αρκετή πρόσθετη «σάλτσα» εκ μέρους μας) όλες μας τις ηρωικές περιπέτειες.
Με την σειρά τους, πολλά από τα καλά παιδιά του ακροατηρίου μας θεώρησαν αναγκαίο να μας εξιστορήσουν και μερικές από τις δικές τους «εμπειρίες», με αποτέλεσμα το σεμινάριο αυτό να τραβήξει μέχρι σχεδόν τα ξημερώματα.
Θυμάμαι ιδιαίτερα έναν από του πιο «σκληρούς» τροφίμους που μας εξιστορούσε, με κάθε λεπτομέρεια, πως είχε σκοτώσει κάποια συγγενή του που είχε «ατιμάσει» την οικογένειά του και πως οι Μανιάτες ένορκοι, σύμφωνα με τα τοπικά έθιμα της εποχής εκείνης, τον είχαν σχεδόν αθωώσει.
Κατά κακή του όμως τύχη, ο τότε αυστηρός υπουργός Άγις Ταμπακόπουλος (θείος του παρόντος συμμαθητού μας Κωστή Ταμπακόπουλου) διέταξε την επανάληψη της δίκης στην Τρίπολη, με αποτέλεσμα ο θερμόαιμος αφηγητής μας να καταδικασθεί σε 20ετή φυλάκιση. Όταν, αργότερα, ήρθε η ώρα να πούμε τα ονόματά μας και ήρθε η σειρά του Κωστή, που να τολμήσει ο καημένος να ξεστομίσει το αληθινό του όνομα. Με τρεμουλιαστή φωνή ψέλλισε πως λεγόταν Κώστας Αναγνωστόπουλος.
Την άλλη μέρα μας μετέφεραν σ’ ένα μικρό επιταγμένο κτίριο, λίγο έξω από την πόλη, όπου εκρατούντο μόνο οι «πολιτικοί υπόδικοι». Εκεί είχαμε στη διάθεσή μας ένα ολόκληρο κελί, στη μια πλευρά του οποίου είχε στηθεί ένα μακρύ σιδερένιο «πατάρι» όπου κοιμόμαστε στην αράδα, και οι επτά της παρέας.
Στη φυλακή αυτή, όπου έμελλε να περάσουμε τους επόμενους δύο μήνες, εσωτερικοί φρουροί ήταν Έλληνες χωροφύλακες, μ’ επικεφαλής έναν πραγματικά λεβέντη ενωμοτάρχη από τη Ζάκυνθο, ονόματι Σπύρο Καψάσκη. Ο «φρούραρχος» μας αυτός, εκτός του ότι ήταν συμπαθέστατος και γενικά καλλιεργημένος άνθρωπος, διέθετε και πολλά άλλα προσόντα, μεταξύ των οποίων τα πιο χαρακτηριστικά (κι ενδεικτικά της καταγωγής του) ήταν οι επιδόσεις του στη μουσική και το τραγούδι.
Έτσι, με τη συντροφιά της κιθάρας και της γλυκιάς φωνής του φίλου μας Ενωμοτάρχη, περάσαμε ευχάριστα πολλές βραδιές στη φυλακή αυτή, ξεχνώντας προς στιγμή, τις ταλαιπωρίες μας και τις ανησυχίες μας για το μέλλον.
Όπως ήταν φυσικό, η πρώτη μας έννοια, μόλις φθάσαμε στην Τρίπολη, ήταν να ειδοποιήσουμε με κάθε τρόπο τις οικογένειές μας και σ’ αυτό μας βοήθησε ο αγαπητός ενωμοτάρχης Καψάσκης, στέλνοντας τα σημειώματά μας με χωροφύλακες που συνόδευαν συχνά κρατούμενους στην Αθήνα.
Έτσι, σε μερικές ημέρες, κατέφθασε στην Τρίπολη διμελής αντιπροσωπεία των οικογενειών μας, αποτελούμενη από τον πατέρα του Κωστή Ταμπακόπουλου (αδελφού του πρώην υπουργού Άγι Ταμπακόπουλου) και τον πατέρα του Νίκου Οικονόμου. Με την άφιξη του «κλιμακίου» αυτού βελτιώθηκε κάπως η διαβίωσή μας στη φυλακή, με συχνούς ανεφοδιασμούς σε ρούχα, σαπούνια, βιβλία κλπ.
Ο Αντιναύαρχος Πάτροκλος Κονιάλης κατά την απονομή των θυρεών στους Βετεράνους
του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου στη Σ.Ν.Δ. στις 29 Νοεμβρίου 2007.
ΦΩΤΟ: http://www.sa-snd.gr/f_2007.htm
Από τροφοδοσία όμως, που ήταν και το βασικό μας πρόβλημα, δεν γινόταν τίποτα, γιατί κατά τον πρώτο αυτό φοβερό χειμώνα της κατοχής η όλη επισιτιστική κατάσταση στην Ελλάδα ήταν απελπιστική, σε σημείο που το standard menu των ξερών σύκων και της λαχανίδας να μας έχει φέρει στα όρια της απόγνωσης.
Κι όμως εκ θαύματος, η λύση στο ζωτικό μας αυτό πρόβλημα ήρθε από κει που δεν τη περιμέναμε. Ένα πρωινό, οι φύλακες με ειδοποιούν ότι ήρθε να μ’ επισκεφθεί μια ωραία και κομψή κυρία, που στην κατάσταση που βρισκόμουνα, μου φάνηκε σαν όραμα από κάποιον άλλο κόσμο. Με λίγα παρεφθαρμένα Ελληνικά μου εξήγησε ότι λεγόταν Γιολάντα Αργυροπούλου και ήταν σύζυγος κάποιου μηχανικού Αργυρόπουλου, μακρινού εξαδέλφου της μητέρας μου, που την εποχή εκείνη ήταν διευθυντής της ηλεκτρικής εταιρείας Τριπόλεως.
Όπως κατάλαβα, η κυρία Γιολάντα ήταν Ιταλικής καταγωγής κι έτσι είχε «τα μέσα» με τις αρχές κατοχής, τόσο για να μπαινοβγαίνει ελεύθερα στη φυλακή, όσο και για να εφοδιάζεται με περιζήτητα, για την εποχή εκείνη, τρόφιμα. Απόδειξη δε αυτού ήταν ότι σε λίγο ενεφανίσθη ένας «μπόμπιρας» που την ακολουθούσε κρατώντας ένα μεγάλο ταψί με λαχταριστό περιεχόμενο. Μπρος στην φαντασμαγορική, για το περιβάλλον που βρισκόμαστε, εμφάνιση της κομψής θείας μου και τις ευωδίες που ανεδύοντο από το ταψί, έμεινα κυριολεκτικά άφωνος και είδα κι έπαθα -τελικά- να ψελλίσω μερικές λέξεις ευχαριστίας.
http://perialos.blogspot.gr/2013/09/blog-post.html
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ της Ναυτικής Ιστορίας», τ. 72, σ. 14, έκδοση Ναυτικού Μουσείου Ελλάδος, ΙΟΥΛ-ΣΕΠ 2010)