Σαββατοκύριακo
20-21  Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4962RSS FEED
1968-2018: «Θα βρίσκομαι εκεί…» In Memoriam
Γράφει η
Ελένη Καρασαββίδου

«Ε λοιπόν όχι. Οι πράξεις τίποτε δεν αποδεικνύουν.

 Τα πάντα βρίσκονται μέσα στις λέξεις…

…Έμενε εκεί για ημέρες, πρωινά, νύχτες ολόκληρες….

Εγώ δειλά και άτολμα:

-Παβλίκ, πιστεύετε ότι μπορεί να το αποκαλέσει κανείς

στοχασμό –αυτό που κάνουμε τούτη τη στιγμή;

Κι ο Παβλίκ ακόμη πιο άτολμα:

-Αυτό ονομάζεται αναρρίχηση επάνω

στα σύννεφα και κυριαρχία πάνω στον κόσμο όλο.»

 

Μαρίνα Τσβετάγιεβα

«Η ιστορία της Σονέτσκα»

 

  Το κείμενο αυτό δεν έχει την φιλοδοξία να αποτελέσει φιλολογική μελέτη. Κείμενα πολύ σημαντικά που χρήζουν προσοχής και χρόνου. Τέτοιες έχω γράψει αρκετές. Και τέτοιες έχουν γράψει  και πολλοί άνθρωποι καλύτερα από εμένα. Το κείμενο αυτό έχει φιλοδοξία να δείξει πόσο οι λέξεις μπορούν να ξεφεύγουν απ’ τις σελίδες τους και να γίνονται λιλιπούτειες ιστιοσανίδες να επιπλέουμε πάνω τους στο νερό, καραβάκια χάρτινα, μικρά και γενναία, που να τα βάζουν με τα κύματα της πιο ανάρμοστης πραγματικότητας…:

  Το καλοκαίρι μετά την Γένοβα είχα φάει χοντρό κόλλημα με το άλμπουμ  The Ghost of Tom Joad. Και πώς όχι; Ποιος έφηβος και ποια έφηβη που ερωτεύτηκε την αριστερά (όχι με τον αρρωστημένο τρόπο όσων θέλουν να την κατέχουν σαν αλήθεια ή σαν μονόδρομο, μα σαν εκείνη την διαρκή πάλη με την βολή και την συνείδηση σου που, αν επιβιώσεις και δεν αποτρελαθείς, σε κάνει ικανό να κοιτιέσαι δίχως –πολλές- τύψεις στον καθρέφτη σου) δεν βρήκε θραύσματα του ιδεατού εαυτού που θα ήθελε να έχει στα λόγια του εκρηκτικού ήρωα από τα Σταφύλια της Οργής; «Θα βρίσκομαι παντού μέσα στο σκοτάδι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου δίνουν μάχη για να φάνε οι πεινασμένοι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου ο μπάτσος δέρνει τον ανήμπορο. Θα βρίσκομαι εκεί όπου οι άνθρωποι φωνάζουν επειδή είναι έξαλλοι και δεν αντέχουν άλλο. Αλλά θα βρίσκομαι και εκεί όπου τα παιδιά γελούν επειδή πεινούν μα ξέρουν ότι το δείπνο τα περιμένει. Και θα βρίσκομαι εκεί όταν οι άνθρωποι θα τρώνε τους δικούς τους καρπούς και θα ζουν στα σπίτια που οι ίδιοι έφτιαξαν. Θα βρίσκομαι εκεί…»

Είχαμε γυρίσει μαύροι και μαύρες στο ξύλο κι έχοντας γλυτώσει την ασφυξία και το ποδοπάτημα μέσα από αυτό που πολύ σωστά ο Gurdian έχει ονομάσει το θέρετρο της χειρότερης βίας που γνώρισε μεταπολεμικά η Ευρώπη κι ένα από τα χειρότερα στον κόσμο. Κι έχω πάει στα νιάτα μου με κινήσεις αλληλεγγύης στην Μέση Ανατολή. Είχε δίκιο. Για βδομάδες μετά περπατώντας σε φιλήσυχους δρόμους  ακούγαμε στ’αυτιά (το διαπίστωσα ρωτώντας συντρόφους πολύ οριακών στιγμών) τα ελικόπτερα, κάτι σαν αυτό που οι ψυχολόγοι αποκαλούν «μεταπολεμικό τραύμα ή στρες».

  Εκείνο το καλοκαίρι λοιπόν η μουσική κάλυπτε τους θορύβους και παρηγορούσε το μυαλό για έναν θάνατο λίγα μέτρα μακριά μας. Κι  ο Bruce (με έναν παλαιότερο του δίσκο που τον είχε βγάλει για να την πει στον Bush τον νεότερο, -γνωστό και ως σκατόψυχο παρά το καλό χιούμορ του- και την «Νέα Τάξη Πραγμάτων» που πρόβαρε με βόμβες ανά τον κόσμο) είχε αναλάβει να κάνει μέσα μου επίκαιρο τον Steinbeck.  Και από πάνω, με τους εκπληκτικούς στίχους του τραγουδιού του, τού έδινε ορίζοντα καινούργιο: Κι εκείνο το «με άδεια κοιλιά κι ‘ένα όπλο στο χέρι» πόσα πράγματα εξηγεί… Κι αφού οι λέξεις περνούν ωκεανούς και δεκαετίες  όταν τις επαναδιεκδικούμε από τους εμπόρους της πολιτικής και μιλούν για τον γνήσιο πόνο και την ατόφια ανάγκη ανθρώπων όλων των ιδεολογιών πλυν των φασιστών, εκείνο το «κοίτα τον στα μάτια μάνα και θα δεις εμένα» πόσο θυμίζει τον δεκαπεντασύλλαβο στον επιτάφιο του Ρίτσου «Και να που ανασηκώθηκα, /το πόδι στέκει ακόμα./Φως ιλαρό λεβέντη μου/μ’ ανέβασε απ’ το χώμα.
Σημαίες τώρα σε ντύσανε, /παιδί μου εσύ κοιμήσου./Κι εγώ τραβώ στ’ αδέρφια σου/και παίρνω τη φωνή σου.»

 Και πάνω απ’ όλα το «Ναι, η λεωφόρος είναι γεμάτη απόψε, αλλά κανείς δεν κοροϊδεύει κανέναν για το που πάμε...» Αυτή η έλλειψη μεγαλεπήβολων συνθημάτων, αυτή η αξιοπρέπεια δηλαδή,  (τόσο χαρακτηριστική για την γειωμένη, αντιγραφειοκρατική αριστερά της Αμερικής -που λάτρεψα σαν την γνώρισα φτάνοντας μέχρι το απώτατο άκρο του αυτοκινητόδρομου 66 μπρος στον Ειρηνικό και στα ερωτήματα που σου φέρνει με την μορφή των κυμάτων- αριστερά που απαιτούσε προσωπικές στάσεις ζωής, μιας κι επαναστατικό ήταν το προσωπικό κι όχι η εντυπωσιακή μπουρδολογία με την οποία μεγαλώσαμε και την οποία ασπαστήκαμε κατά περιόδους), αυτή η φράση για το αδιέξοδο λοιπόν, πόσο απαντούσε σε εκείνο το σπαρακτικό ερώτημα, που βασανίζει τον άνθρωπο από την εποχή του Μωυσή και του Οδυσσέα κρυμμένο πίσω από ονόματα όπως «Παράδεισος» και «Σοσιαλισμός»… Το ίδιο που έβαλε ο Αγγελόπουλος στο στόμα του ήρωα του Ταξιδιού του  Οδυσσέα: «Τόσα Ταξίδια κάναμε κι είμαστε ακόμα στον ίδιο τόπο... Πότε επιτέλους θα φτάσουμε σπίτι μας;»  

Ο Tom Joad όμως είχε βρει από παλιά το σπίτι του σε σελίδες αθάνατες στα Σταφύλια (που πρώτη ψυχανεμίστηκε το πάγωμα τους η Κατερίνα Γώγου ίσως), σελίδες που επιτρέπουν διαλόγους που ξεπερνούν τόπους κι εποχές, κι έβγαινε από κει για να επισκέπτεται δωμάτια εφήβων κάθε ηλικίας σε έναν γνήσιο διεθνισμό ψυχών και σελίδων μουσικής… Γιατί ξέχασα… τον είχε πριν «πιάσει» κι ο μυθικός Woody Garthy κι ο άλλος δύσκολος, αντιφατικός μύθος, ο Bob Dylan, με την ομώνυμη μπαλάντα του, ο Garthy που γι’ αυτόν o Steinbeck, ο «πατέρας» του Tom Joad, είχε γράψει τούτα τα αληθινά λόγια: «Η φωνή χοντρή και ρινική, η κιθάρα του κρέμεται σαν ένα παλιό σίδερο ελαστικών σε σκουριασμένο χείλος, δεν υπάρχει τίποτα γλυκό στον Woody και δεν υπάρχει τίποτα γλυκό στα τραγούδια του, αλλά υπάρχει κάτι πιο σημαντικό για όσους θα ακούσουν: είναι η βούληση του λαού να υπομείνει τον αγώνα ενάντια στην καταπίεση. Νομίζω ότι είναι αυτό που αποκαλούμε Αμερικανικό πνεύμα. " John Steinbeck. Λόγια τόσο πολύτιμα για όσους ξεχωρίζουν επιτέλους (παρά την επιμέρους διαπερατότητα κάποιων συνόρων) την πολιτική από την πολιτιστική Αμερική:
www.youtube.com/watch?v=dimhKln0KBg
Όπως και να ’χει όμως (κι αντιγράφω από το site της Πολιτείας αφού αρνούμαι να αναλάβω αυτόν τον ρόλο στο κείμενο αυτό) «ελάχιστα μυθιστορήματα έφτασαν ποτέ να συμβολίσουν μια ολόκληρη εποχή. Και το πιο εντυπωσιακό από αυτά είναι το πιο πολυσυζητημένο αμερικανικό βιβλίο του 20ού αιώνα. Από το 1939 που πρωτοεκδόθηκε, έχει κυκλοφορήσει σε εκατοντάδες εκατομμύρια αντίτυπα και έχει μεταφραστεί και ξαναμεταφραστεί στις περισσότερες γλώσσες. Η εποχή είναι η δεκαετία του '30, το μεγάλο κραχ, η αρχετυπική οικονομική κρίση που εντυπώθηκε με τρόμο στο συλλογικό φαντασιακό. Και ο λογοτέχνης που την περιέγραψε και την εξήγησε τόσο δυνατά και τόσο καθαρά, ώστε το έργο του θα μείνει για πάντα στην ιστορία, είναι ο Τζον Στάινμπεκ, με τα "Σταφύλια της οργής".»
   Ο Τζον Στάινμπεκ (27/2/1902 – 20/12/1968) πέθανε τέτοιες μέρες, παραμονές Χριστουγέννων, 50 χρόνια πριν, και δεν τον θυμηθήκαμε όπως του άξιζε, αφού τέτοια λογοτεχνία είναι στα όρια της παρανομίας πια για τα μεγάλα συγκροτήματα στην εποχή του σκότους που αποπειράται να σε πλησιάσει πίσω από τα χρώματα όλα... Μια βόλτα όμως στο εφηβικό μου δωμάτιο τον έφερε, αυτόν τον δασκαλο μου μέσα από τις λέξεις που ωθούν σε πράξεις σημαντικές, μπροστά μου και καθίσαμε αντίκρυ για να πιούμε, σαν παλιοί σύντροφοι, καφέ. Και μου μίλησε, σε ένα τραγούδι που το βρήκα σε μια μεταγενέστερη περφορμανς από αυτήν που άκουγα εκείνο το καλοκαίρι, (και με ελληνικούς υποτίτλους κι ευχαριστώ τον Ορέστη Φιλιππίδη γι’ αυτό) όπου ο Tom Morello των Rage κάνει ίσως τα πιο δυνατά σόλο της καριέρας του κάνοντας την κιθαρα στόμα που κραυγάζει για όσους δεν έχουν φωνή, δίπλα στον αγαπημένο Springsteen. Και μου μίλησε ο Steinbeck “μελοποιημένος» σε ένα τραγούδι όπου η φυσαρμόνικα χρησιμοποιείται σαν μουσική/πολιτιστική υποσημείωση που σχολιάζει την ίδια την ιστορία της φολκ και τους ατέλειωτους  (ατέλειωτους με έννοια διττή)  αγώνες των λαών της Αμερικής και του κόσμου,  με την μορφή και τα λόγια του Tom Joad: «Θα βρίσκομαι εκεί…»
https://www.youtube.com/watch?v=Rj_DrdBlpf0&list=RDRj_DrdBlpf0&start_radio=1