Πέμπτη
7 Νοεμβρίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 5162RSS FEED
Γιώργος Σαραντάρης: Ο ποιητής ήρωας του Έπους του 40
Γράφει ο
Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος

Ο Γιώργος Σαραντάρης, ο μέγας αυτός ποιητής και στοχαστής της γενιάς του 1930,  δεν είναι όπως οι άλλοι ήρωές μας του ελληνοϊταλικού πολέμου. Πολέμησε ηρωικά στην πρώτη γραμμή, αλλά δεν έπεσε νεκρός εκεί, όπως ο συνταγματάρχης Δαβάκης, ο Υπολοχαγός Διάκος και εκατοντάδες υπαξιωματικοί και στρατιώτες. Το ισχνό και ασθενικό σώμα του υπέφερε αγόγγυστα τις κακουχίες, αρρώστησε από αυτές και πέθανε σε νοσοκομείο της Αθήνας, στις 25 Φεβρουαρίου του 1941, 33 ετών.

 

Λίγες μόνο δεκάδες οκάδες ζύγιζε ο Σαραντάρης και σε όλη του τη βραχύχρονη ζωή του παρέμεινε παντελώς αγύμναστος. Το μόνο που γνώριζε ήταν να διαβάζει αδιαλείπτως και να γράφει ακατάπαυστα ποιήματα και φιλοσοφικούς στοχασμούς. Είχε αυξημένο βαθμό μυωπίας, κάτι που τον εμπόδιζε να χειριστεί σωστά το όπλο, που ούτως η άλλως δυσκολευόταν να σηκώσει μαζί με τον βαρύ γυλιό του. Αυτός ο αδύναμος, αγύμναστος και μύωπας ποιητής επελέγη να επιστρατευθεί μυστικά μετά τον τορπιλισμό της Έλλης και να σταλεί στα σύνορα, για να αντιμετωπίσει μαζί με όλους τους άλλους Έλληνες τον στρατό της φασιστικής Ιταλίας... Έγραψε σχετικά ο Οδυσσέας Ελύτης:

 

«Δεν έχω γνωρίσει, θα ΄θελα να το διακηρύξω, μορφή πνευματικού ανθρώπου αγνότερη από τη δική του. Άπραγος, αδέξιος, ανίκανος για οτιδήποτε πρακτικό, ζούσε με το τίποτε, και δεν του χρειαζότανε τίποτε άλλο έξω από την Ποίηση... Έτσι όμως είχε φτάσει ως το σημείο να μπορεί να υψώνει τα μεγάλα του ασθενικά μάτια ως τις πλατωνικές Ουσίες» (1).

 

Για την επιστράτευσή του και το πώς την αντιμετώπισε γράφει ο Ανδρέας Καραντώνης, ένας από τους σημαντικότερους κριτικούς ποίησης του περασμένου αιώνα:

 

«Το Σεπτέμβριο του 1940  ένα Διάταγμα του Υπουργείου των Στρατιωτικών, κάλεσε στα όπλα την κλάση του 1930 – σ’ αυτήν ανήκε στρατολογικά ο Σαραντάρης – και τον έστειλε να φυλάξει τα σύνορα που φοβέριζε ο Ιταλικός φασισμός. Τον είδα για τελευταία φορά στην πλατεία Κάνιγγος, ανάμεσα στο πλήθος των επιστρατευμένων εφέδρων που πολιορκούσαν την πόρτα του Στρατολογικού Γραφείο. Το πρόσωπό του ήρεμο και χαμογελαστό πάντα, ήταν ολότελα αποπνευματωμένο. <Φεύγω μου λέει, φίλε μου, πάω φαντάρος>. Αποχαιρετιστήκαμε με συγκίνηση. Τον είδα να χάνεται μέσα στο πλήθος, κάνοντας μελαγχολικές σκέψεις καθώς συλλογιζόμουν πώς θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα με τις δυσκολίες και τις τραχύτητες της στρατιωτικής εμπόλεμης ζωής, αυτός ο καθόλου στρατιώτης. Κι όμως ακολούθησε καρτερικά τη μοίρα του, με τη συναίσθηση ότι δίνει και αυτός, όπως όλοι οι άλλοι, το παρών του στο κάλεσμα της Πατρίδας». (2).

 

Η οικογένεια του ποιητή ζούσε από τις αρχές του 19ου αιώνα στην Ιταλία. Όμως όλα τα αγόρια της οικογένειας έρχονταν στην Ελλάδα να υπηρετήσουν τη στρατιωτική τους θητεία και διατηρούσαν την ελληνική τους υπηκοότητα. Το ίδιο συνέβη και με τον Γιώργο Σαραντάρη. Μεγάλωσε, πήγε σχολείο και σπούδασε τις νομικές επιστήμες στα  ιταλικά πανεπιστήμια της Μπολόνια και της Ματσεράτα, αλλά το 1931 ήρθε να υπηρετήσει στον ελληνικό στρατό και έμεινε πλέον  στην Ελλάδα έως τον θάνατό του. Γράφει ο φίλος του ποιητή Νίκος Σημηριώτης,  που ήταν και ο ίδιος ποιητής και μεταφραστής έργων του Πόε, του Λόρκα και άλλων:

 

«Είμαστε πια στο ΄40. Τότε που είχαν αγριέψει τα πράγματα μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, τέλη Αυγούστου, εκεί. Καθίσαμε σε ένα τραπεζάκι σε ένα μαγαζί  στη Σταδίου προς το Σύνταγμα. Ήταν αγανακτισμένος με τον τορπιλισμό της <΄Ελλης> και έλεγε πως ήταν χαρακτηριστικό των Ιταλών, ότι κάνουν το σπουδαίο εκεί που δεν κινδυνεύουν. Μπαμπεσιά.

 

Ήταν πολύ Έλληνας. Στην ομιλία του ήταν σαφές αυτό. Όταν συνέκρινε έναν Έλληνα με έναν Ιταλό έλεγε ότι ο Έλληνας είχε αίμα ζεστό στις φλέβες του ενώ ο Ιταλός είχε ...σιρόπι.

 

Όχι δεν έδειξε να φοβάται για τον ίδιο. Δεν σκεφτόταν τον εαυτό του. Δεν ενδιαφερόταν για το πεπρωμένο του στο μέλλον. Δεν τον ένοιαζε αν πάθαινε κάτι. Αν ήταν να το πάθει, ας το πάθαινε...Μια χριστιανική άποψη των πραγμάτων». (3)

 

Ο συστρατιώτης του συγγραφέας Θεμιστοκλής Αθηνογένης μίλησε για τις τελευταίες ημέρες του Γιώργου Σαραντάρη στο μέτωπο της Αλβανίας:

 

«Φύγαμε από την Αθήνα την 5η Οκτώβρη, μια μέρα που ήταν χαρά Θεού, τάχα για να ασκηθούμε στα όπλα...Μετά από δυο μέρες μας πήραν μ’ αυτοκίνητα στρατιωτικά και μας μετέφεραν στο Καστράκι – ένα θαυμάσιο χωριό έξω από την Καλαμπάκα...Οι περισσότεροι φαντάροι κατέβαιναν στην Καλαμπάκα να πιούν κρασί στις ταβερνούλες της μικρής κωμόπολης. Κάποτε πήγαμε μαζί σε μια ταβέρνα. Καθίσαμε έξω. Μείναμε ως αργά τη νύχτα. Εκείνος δεν ήπιε κρασί. Είχε όμως μεθύσει από τα ίδια του τα λόγια που έρχονταν μετρημένα σε στίχους κι απλώνονταν κάτω απ’ τον γυμνό άξονα του αιθέρα.- Ήταν παράξενα και γοητευτικά ν’ ακούς τη φωνή του Σαραντάρη ν’ απαγγέλλει σ’ ένα ταβερνάκι στη Θεσσαλία ποιήματά του, πότε στα Ελληνικά, πότε στα Ιταλικά...

 

Μείναμε στο Καστράκι ως το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου....Κάποια στιγμή, ξημερώματα, σήμαναν οι σειρήνες του συναγερμού και μεις βρεθήκαμε στην πλατεία του χωριού περιμένοντας τον ταγματάρχη μας Παπαδημητρίου να μας πει τι συνέβαινε και να μας δώσει διαταγές... Εμφανίστηκε ο ταγματάρχης:

 

<Η Ιταλία μας κήρυξε τον πόλεμο. Οι συνοριακές φρουρές μας προσπαθούν να αποκρούσουν τον εχθρό που κατεβαίνει μέσα από τα φαράγγια της Πίνδου. Πρέπει να σπεύσομε να ενισχύσομε τα παιδιά του 4ου Συντάγματος Λαρίσης που αντιμετωπίζουν τις Ιταλικές φάλαγγες της Μεραρχίας Julia....Άρχισε η πορεία. Μια πορεία αδιάκοπη. Σε κάποιες στάσεις οι φαντάροι μοιράζονταν ζάχαρη και ξηρούς καρπούς. Η πορεία κράτησε 40 ώρες.- Τότε τον έχασα (Σημ. Τον Σαραντάρη)....Τη νύχτα με πλησίασε ο διμοιρίτης μου. Με διέταξε να φύγω από το λόχο μου και να ακολουθήσω τον 3ο λόχο, γιατί το δικό τους οπλοπολυβόλο είχε αχρηστευθεί και έπρεπε να αναπληρώσω το κενό εγώ με το δικό μου. Υπάκουσα.

 

Σε λίγο βρισκόμουν στο λόχο του Γιώργου Σαραντάρη. Ήταν ο λόχος ο δικός του, ο 3ος λόχος. Χάρηκε πολύ σαν με είδε έτσι απρόσμενα, ξαφνικά μπροστά του. Δεν το περίμενε. Ήταν πολύ κουρασμένος, βρεγμένος.

 

Μούσφιξε το χέρι: <Τι θα γίνει τώρα;>

 

Η αισιοδοξία είχε φύγει. – Γυρέψαμε κάπου να κουρνιάσουμε τη νύχτα στο χωριό Βωβούσα. Βρήκαμε ένα πεζούλι εκκλησίας. Κοιμηθήκαμε εκεί. Ήταν ώρες φοβερές. Το άγνωστο. Οι αρβύλες μεσ’ στη λάσπη.

 

Τα χαράματα μας ξύπνησαν για να βαδίσομε έξω από τη Βωβούσα. Έπρεπε να ενισχύσουμε τους φαντάρους του 4ου Συντάγματος Λαρίσης. Υποχωρούσαν μπρος στη μεγάλη αριθμητική υπεροχή των Ιταλών.

 

Θυμάμαι καλά τον Σαραντάρη που βάδιζε πίσω από εμένα, να με ακολουθεί στο στενό μονοπάτι χωρίς μιλιά και χωρίς θόρυβο γιατί οι Ιταλοί ήταν κοντά. – Είχαμε μπει πια για καλά στη μάχη.

 

Σαν έφεξε η μέρα ακροβολιστήκαμε σ’ ένα ύψωμα και περιμέναμε διαταγές. Ακούστηκαν οι σάλπιγγες των Λαρισινών κι αμέσως άρχισαν να κροταλίζουν τα ιταλικά πολυβόλα. Απ’ το δικό μας λόχο δεν είχαμε κανένα θύμα. Οι Λαρισινοί όμως πλήρωσαν ακριβά. – Ήταν η πρώτη μας επαφή με τον εχθρό και την κρυάδα του πολέμου.

 

Εκεί τον έχασα. Δεν ήταν κοντά μου.

 

Η προέλαση συνεχίστηκε...

 

Πολλές φορές συναντηθήκαμε με τον Σαραντάρη στα λασποχώρια απ’ όπου περνούσαμε. ΄Ήμαστε εξουθενωμένοι και οι δύο. Πολύ περισσότερο όμως εκείνος. Δεν είχε, από την αρχή, πολλά αποθέματα αντοχής.

 

Κάποτε βρέθηκα έξω από ένα χωριό, το Κιλαρίτσι. Σε κάτι στάβλους είδα τον Σαραντάρη καθισμένο κάτω στο χώμα σε φοβερή εξάντληση. Ήταν χλωμός, αδύναμος. Τα μάτια του φωσφόριζαν παράξενα. Τον πλησίασα. Θυμάμαι ότι γονάτισα να του μιλήσω καθώς ήταν καθισμένος.

 

<Έχεις τίποτα να μου δώσεις να φάω;> μου είπε. Έψαξα στο σακίδιο. Βρήκα ένα κομμάτι ξερή κουραμάνα. Τούδωσα. Ύστερα με κόπο ανάσυρε από το χιτώνα του ένα μάτσο χαρτιά. Το πρώτο που μούδειξε χαμογελώντας ήταν μια ιατρική γνωμάτευση που τον έστελνε στο νοσοκομείο στα Γιάννενα, πούλεγε πως μπορούσε να αφήσει το μέτωπο και να γυρίσει πίσω.

 

Του είπα:

 

<Μπράβο Γιώργο!. Εσύ σώθηκες. Κανείς δεν ξέρει εμένα τι με περιμένει>.

 

Το δεύτερο χαρτί ήταν ένα ποίημα. Μου το  εμπιστεύτηκε. Με μεγάλη συγκίνηση το έβαλε στο χέρι μου. Τότε για πρώτη φορά κατάλαβα πως ο Σαραντάρης ήταν Ποιητής. Ενώ εγώ αγωνιζόμουν να επιβιώσω, εκείνος, τις ώρες τις ελάχιστες που έμενε ελεύθερος από πορείες, κακουχίες και αγγαρείες αποσυρόταν στη γωνιά ενός αντίσκηνου κι έγραφε ποιήματα....Το ποίημα αυτό το έχασα. Θυμάμαι όμως πολύ καλά πώς άρχιζε:

 

Εγώ που οδοιπόρησα

Με τους ποιμένες της Πρεμετής

Είχα τα μάτια μου

Παντοτινά στραμμένα

Στο εωθινό σου πρόσωπο...»(4)

 

Ο επίσης συστρατιώτης του Σαραντάρη Γιώργος Πολιτάρχης γράφει γι’ αυτόν και για  την εμπειρία του στην Πίνδο:

 

«Μερικές ημέρες μετά την κήρυξη του πολέμου, μπαίναμε στην Αλβανία με το 7ο Σύνταγμα Χαλκίδας. Υπηρετούσα ως έφιππος ανιχνευτής. Είχα ήδη λάβει μέρος σε τρεις μάχες: στη μάχη της Σαμαρίνας, στη μάχη του Δουτσικό, στη μάχη του Σμόλικα. Ήταν δειλινό κατά τις έξι, σκοτείνιαζε. Εκεί πάνω σκοτεινιάζει γρήγορα. Ήμασταν κατάκοποι και χαμένοι μές στα έλατα, το χιόνι και την ταλαιπωρία.

 

Κατεβαίναμε μια πλαγιά. Μπροστά μας ήταν ένα γείσωμα, μετά πάλι κατωφέρεια. Εκεί στο γείσωμα βλέπομε κάποιον που μας φάνηκε σα χαμένος Ιταλός στρατιώτης. Κρατούσε μια ιταλική καραβάνα στο ένα χέρι και στο άλλο μια κοντή ιταλική ξιφολόγχη. Στεκόταν ακίνητος στην ερημιά και περίμενε. Κάτι μου θύμιζε. Κοίταξα καλύτερα. Ήταν ο Γιώργος Σαραντάρης. Έτρεξα κοντά του. Με γνώρισε.

 

<Έχασα τα γυαλιά μου, Γιώργη. Δε βλέπω τίποτε, τίποτε...>

 

Ήταν κι εκείνη η ασπρίλα του χιονιού.

 

<Μη φοβάσαι μωρέ Γιώργο> του λέγω. <Άνθρωποι είμαστε. Ό, τι χρειαστεί εγώ θάμαι κοντά σου.>

 

Να, τα λόγια της παρηγοριάς.

 

Δεν αντέδρασε. Ήταν εξουθενωμένος. Τον κράτησα από την πλάτη και τον βοήθησα να κατεβούμε τη χαράδρα. Δεν είχε δύναμη. Τον κρατούσα. Κάπου κάτω απ’ τα κάτασπρα έλατα, ψευτοκατασκηνώσαμε. Οι δικοί μου προχώρησαν. Τους άφησα...Δε σκέφτηκα τίποτα.

 

Στη Σαμαρίνα, σ’ ένα άδειο σπίτι, βρήκα μια κάπα βαριά, τσοπάνικια και μια κουρελού. Τα έκοψα και τα δυο στη μέση. Τα μισά τα χάρισα σ’ ένα συνάδελφο (είναι δικηγόρος τώρα) και τη μισή κουρελού την τύλιξα γύρω στο πόδι μου γιατί είχε χαλάσει η αρβύλα. Όταν βρήκα τον Σαραντάρη είχα μια κουβέρτα του στρατού και τη μισή κάπα. Τούδωσα λοιπόν το αντίσκηνο μου, τον τύλιξα καλά-καλά στην κουβέρτα και τούδωσα από τα σύκα και το ψωμί που ένας θεός ξέρει πώς βρισκόταν ακόμα πάνω μου. Τον έβλεπα που έτρωγε το ψωμάκι του αργά, εξαντλημένος και σκεφτόμουνα: < Πού να πάει ο Γιώργος Σαραντάρης χωρίς μάτια και ποιον να ακολουθήσει;>...

 

Αφού τον βόλεψα στο αντίσκηνο, εγώ πήρα τη μισή κάπα, έβαλα τα δυο μου πόδια στο ένα μανίκι, τυλίχτηκα στην υπόλοιπη και ξάπλωσα πάνω στο χιόνι, κάτω από τα έλατα....

 

Σε λίγο τον είχε πάρει ο ύπνος. Αποκοιμήθηκα κι εγώ. Γύρω τα πάντα άσπρα, ερημιά θεού.

 

Όταν ξημέρωσε μου λέει:

 

<Πήγαινε τώρα εσύ. Άσε με εμένα.>

 

Ήθελε να μείνει εκεί. Να πεθάνει. Δεν τον άφησα. Ανεβήκαμε αγκαλιασμένοι στο γείσωμα. Κατά σύμπτωση περνούσε μια στρατιωτική φάλαγγα. Τον παρέδωσα στον ανθυπολοχαγό.

 

Χαιρετιστήκαμε.

 

<Σε ευχαριστώ> μου λέγει.

 

<Άντε Γιώργο μου, άντε. Και μη φοβάσαι. Μη φοβάσαι!>

 

Άσε που δε φοβόταν πια τίποτα. Είχε αφεθεί στον εαυτό του...». (5)

 

Ο Οδυσσέας Ελύτης χαρακτηρίζει τον θάνατο  του Σαραντάρη από τις κακουχίες του πολέμου, ως « τη μόνη και πιο άδικη απώλεια ανθρώπου των γραμμάτων» στον ελληνοϊταλικό πόλεμο. Παράλληλα καταγγέλλει το επιστρατευτικό σύστημα της εποχής:

 

«Θέλω απροκάλυπτα να καταγγείλω το επιστρατευτικό σύστημα που επικρατούσε την εποχή εκείνη και που, δεν ξέρω πώς, κατάφερε να κρατήσει στα Γραφεία και στις επιμελητείες όλα τα χοντρόπετσα θηρία των αθηναϊκών ζαχαροπλαστείων και να ξαποστείλει στην πρώτη γραμμή το πιο αγνό και ανυπεράσπιστο πλάσμα. Έναν εύθραυστο διανοούμενο που μόλις στεκότανε στα πόδια του, που όμως είχε προφτάσει να κάνει τις πιο πρωτότυπες και γεμάτες από αγάπη σκέψεις για την Ελλάδα και το μέλλον της. Ήταν σχεδόν μια δολοφονία. Διπλωματούχος ιταλικού πανεπιστημίου – ο μόνος ίσως σε ολόκληρο το στράτευμα -, θα μπορούσε νά ’ναι περιζήτητος σε οποιαδήποτε από τις Υπηρεσίες που είχαν αναλάβει την αντικατασκοπεία, ή την ανάκριση των αιχμαλώτων. Αλλά όχι. Έπρεπε να φορτωθεί το γυλιό και τον οπλισμό των τριάντα οκάδων, για να χαθεί παραπατώντας μες στα χιονισμένα φαράγγια ένας ακόμη ποιητής, ένας ακόμη αθώος στο δρόμο του μαρτυρίου.

 

Φαίνεται ότι πέρασε φρικτές ώρες. Τα χοντρά μυωπικά του γυαλιά, που χωρίς αυτά δεν μπορούσε να κάνει βήμα, τά ’χασε μέσα στην παραζάλη. Φώναζε <βοήθεια> στους άλλους φαντάρους, αυτός ο Χριστιανός φώναζε  <αδέρφια> και τ’ <αδέρφια> τον κοροϊδεύανε, τα πιο αδίστακτα βαλθήκανε κιόλας να του κλέβουνε κουβέρτες, μάλλινα, οτιδήποτε χρήσιμο μπορούσε ο δόλιος να κουβαλεί. Απόμεινε σαν το κατατρεγμένο πουλί μέσα στην παγωνιά. Χωρίς να βαρυγκομήσει. Χωρίς να ξεστομίσει έναν πικρό λόγο. Περήφανος, μ’ ένα σώμα ελάχιστο και μια μεγάλη ψυχή, που τον κράτησε όσο που να τραγουδήσει ακόμη λίγο:

 

Εγώ που οδοιπόρησα με τους ποιμένες της Πρεμετής

-       κι ύστερα ν’ ανεβεί <στους τόπους που αγγέλλουν τον ουρανό και συνομιλούν με τον ήλιο>.

 

Έτσι πέθανε ένας Έλληνας ποιητής, όταν οι συνάδελφοί του στη Δύση βλαστημούσανε το Θεό κι εμπιστεύονταν τη μαριχουάνα...». (6)

 

Για το τέλος του Σαραντάρη ο καθηγητής Δημ. Τσάκωνας γράφει:

 

«Στρατιώτης ο Σαραντάρης στο Αλβανικό Μέτωπο έχασε τα γυαλιά του και το σακίδιό του, κοιμόταν γυμνός στο αντίσκηνό του και μολονότι <οδοιπόρησε με τους ποιμένες της Πρεμετής> διεκομίσθη άρρωστος στην Αθήνα, για να υποκύψει στη μοίρα του, στις αρχές του 1941. Ο μόνος σύντροφος που τον συνόδευσε στο διάστημα της τελευταίας του περιπέτειας ήταν το Ευαγγέλιο. Από τον κύκλο των πνευματικών ανθρώπων ήταν ο πρώτος νεκρός του πολέμου». (7)

 

Για το τέλος του Γιώργου Σαραντάρη έχουμε τη μαρτυρία της αδελφής του Λέλας, όπως την μετέφερε στον υπογράφοντα ο πρώτος εξάδελφός τους Παναγιώτης (Τάκης) Σαραντάρης:

 

«Το τέλος του ήταν πολύ κοντά. Εμείς, οι συγγενείς και οι φίλοι, περιτριγυρίζαμε το κρεβάτι του και κλαίγαμε βουβά. Μας είδε και με το γλυκό του χαμόγελο, γεμάτος από ειρήνη και πίστη, άρχισε εκείνος να μας παρηγορεί και να μας ενδυναμώνει, παροτρύνοντάς μας να μην κλαίμε, διότι η ζωή δεν τελειώνει στον κόσμο αυτόν, διότι η ζωή είναι αιώνια και συνεχίζεται, διότι μετά τον θάνατό του θα ζήσει μιαν άλλη, μεγαλύτερη χαρά...» (8).

 

Για το τέλος του Γιώργου Σαραντάρη γράφει και ο φίλος του ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος:

 

«Ας μου επιτραπεί να βεβαιώσω πως είχε ο Σαραντάρης, τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, νικήσει τον φόβο του θανάτου. Άρρωστος βαριά τις πρώτες εβδομάδες του 1941, ύστερ’ από τον υποσιτισμό και τις άλλες κακουχίες του επάνω στα χιονισμένα βουνά της Αλβανίας, όπου υπηρετούσε ως απλός στρατιώτης, ενταγμένος, παρά τη μεγάλη μυωπία του, σε μονάδα της πρώτης γραμμής του μετώπου, είχε μεταφερθεί τελικά σε κλινική των Αθηνών. Εκεί τον επισκέφθηκαν οι αισθαντικοί φοιτητές Καλλίτσης και Παπαμικρόπουλος, μέλη του φιλοσοφικού μας Κύκλου, που θαύμαζαν το πνεύμα του και το ήθος του. Πρόλαβε ο Παπαμικρόπουλος – πριν χαθεί, νομίζω, και αυτός, όπως χάθηκε και ο Καλλίτσης, τόσο πρόωρα και τόσο άδικα στη διάρκεια της Κατοχής – να μου παρουσιάσει, και με αναφορά στο πρόσωπό μου, την τότε εικόνα του Σαραντάρη, γαλήνιου ολωσδιόλου ενώπιον του θανάτου, να ψιθυρίζει προς τους δυο νέους παραινέσεις για εμμονή στον δρόμο της αρετής, υψωμένος ήδη ο ίδιος στη σφαίρα της αγιότητας». (9)

 

Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος στην εφημερίδα «Καθημερινή» και στο φύλλο της Κυριακής, 2ας Μαρτίου του 1941,  στην πρώτη  σελίδα από τις μόνο τέσσερις που είχε, λόγω της ελλείψεως χάρτου εξ αιτίας του πολέμου, γράφει τη θλιβερή είδηση του θανάτου του ποιητή:

 

«Μεταξύ των ηρωικώς πεσόντων εις τον αγώνα κατά της ιταλικής βαρβαρότητος καταλέγεται και ο νέος λόγιος Γεώργιος Σαραντάρης. Ο Γ. Σαραντάρης ήτο από τους αξιολόγους ποιητάς της νέας γενεάς, δημοσιεύσας τρεις ποιητικάς συλλογάς και δύο φιλοσοφικά δοκίμια. Υπήρξε συνεργάτης της φιλολογικής σελίδας της «Καθημερινής», δημοσιεύσας σημειώματα δι’ άλλους νέους λογοτέχνας, ως και στίχους του. Στρατιώτης εις το αλβανικόν μέτωπον, προσέφερε την ζωήν του υπέρ του αγωνιζομένου Έθνους. Λόγω των πολεμικών ημερών περιοριζόμεθα εις τας ολίγας αυτάς γραμμάς, εις μνήμην του εκλιπόντος νέου διανοουμένου».

 

Για τον τάφο του Γιώργου Σαραντάρη γράφει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος το 1965:

 

Στα αρχεία του Α΄ Νεκροταφείου στην Αθήνα ο τάφος του Σαραντάρη έχει τον αριθμό: Τμήμα 4/329. Ξέρομε πως πέθανε το Φεβρουάριο του 1941. Γεννημένος το 1908, μόλις και συμπλήρωσε τα 33 χρόνια του. Είχε έρθει στην Ελλάδα το 1932 για να κάνει το στρατιωτικό του και τελικά έδωσε στην Ελλάδα τη ζωή του – στον Ιταλοελληνικό πόλεμο του 1940-1941 – αλλά και το έργο του που στάθηκε, μπορεί να πει κανένας, η ζωή της ζωής του. Το έργο αυτό ανήκει τώρα στην ελληνική γλώσσα.

 

Μερικών η μοίρα μοιάζει παράξενη. Του JohnKeats ο τάφος  στο Νεκροταφείο των Διαμαρτυρομένων στη Ρώμη γράφει στην πλάκα του: <Εδώ κείτεται ένας που το όνομά του γράφτηκε στο νερό>. Του Σαραντάρη το όνομα δεν γράφτηκε πουθενά, μήτε στο νερό. Το ασυμπλήρωτο ουδέτερο υλικό που σκεπάζει τον τάφο του ( στα 1965 όταν πήγα) δεν γράφει τίποτα. Ο προσκυνητής βρίσκει το μέρος, ανάμεσα στα κυπαρίσσια, μοναχά από το τμήμα και τον αριθμό». (10). Σημειώνεται ότι τα πράγματα στον τάφο του Γ. Σαραντάρη έχουν αλλάξει,  με τη φροντίδα του πρώτου του εξαδέλφου Παναγιώτη Σαραντάρη. Το όνομα του ποιητή υπάρχει πλέον στον τάφο της οικογένειας Σαραντάρη.

 

Ο Σαραντάρης ήταν στη ζωή του μακριά από τις κοσμικότητες, μακριά από δημόσιες σχέσεις και την ηδονιστική –υλιστική ζωή. Έτσι έμεινε στο περιθώριο, έστω κι αν η αξία του, ως ανθρώπου, ως ποιητή και ως στοχαστή, είναι πολύ μεγάλη. Ο Τσάκωνας θεωρεί ότι οι πολλοί λογοτέχνες μένουν μακριά από τον Σαραντάρη, γιατί η πρωτοτυπία του θα αποκαλύψει την κοινοτοπία του δικού τους λόγου. Επίσης όσοι από τους λογοτέχνες συνήθισαν να ζουν στην πνευματική νωθρότητα δεν θέλουν να χάσουν την ισορροπία τους αποδεχόμενοι τον Σαραντάρη. Ακόμη και οι άξιοι ποιητές αποφεύγουν να τον πλησιάσουν γιατί δεν τους μοιάζει στην άξια έστω ατομικότητά τους (11). Ο Λορεντζάτος αναλόγως γράφει πως είναι αισιόδοξος ότι ο Σαραντάρης όσο θα περνάει ο καιρός τόσο και περισσότερο θα αναγνωρίζεται από τις ερχόμενες γενιές (12). Αυτό  που πράγματι συμβαίνει.

 

Ο Γιώργος Σαραντάρης ήταν ο πρώτος και ίσως ο μόνος ποιητής και στοχαστής που πέθανε, αφού ρούφηξε στο κορμί και στην ψυχή του όλη τη δοκιμασία  του Ελληνοϊταλικού πολέμου στα βουνά της Πίνδου. Δυστυχώς η θυσία του δεν αναγνωρίστηκε από την Ελληνική Πολιτεία. Το ότι το φέρετρό του στολίστηκε με τη γαλανόλευκη είναι κάτι το ελάχιστο μπρος στη θυσία του. Ο Στρατός και η αρμόδια υπηρεσία του δεν τον γνωρίζει και η μετά θάνατο τιμή προς τον ήρωα έχει μπλέξει στη γραφειοκρατία. Ας ελπίσουμε ότι κάποια ημέρα θα τιμηθεί όπως του πρέπει, όχι για τον ίδιο, αλλά για την Πολιτεία, και για τους καινούργιες γενιές, που έχουν ανάγκη προτύπων υψηλού ήθους και μεγάλης ποιητικής και φιλοσοφικής προσφοράς.

       

 

 

 

Σημειώσεις

  1. Οδυσσέα Ελύτη «Ανοιχτά χαρτιά», Εκδ. «Ίκαρος», 6η Εκδ., Αθήνα 2004, σελ. 344.
  2. Αντρέα Καραντώνη «Νεοελληνική Λογοτεχνία – Φυσιογνωμίες, Β΄ Τόμος, Εκδ. Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα, 1977, σελ. 86.
  3. Ολυμπίας Καράγιωργα «Γιώργος Σαραντάρης, ο Μελλούμενος», Εκδ. Δίαυλος, Αθήνα, 1995, σελ. 381.
  4. Η μαρτυρία είναι στο βιβλίο που αναφέρεται στην προηγούμενη  σημείωση (3) της ποιήτριας και φιλολόγου Ολυμπίας Καράγιωργα, και στις σελίδες 363-369.
  5. Αυτ. σελ. 371-373 
  6. Οδ. Ελύτη «Ανοιχτά χαρτιά», σελ. 392-393
  7. Δημ. Τσάκωνα «Ιδεαλισμός και Μαρξισμός στην Ελλάδα», Εκδ. «Κάκτος», Αθήνα, 1988 σελ. 258.
  8. Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου « Γιώργος Σαραντάρης: Ο άνθρωπος, ο ποιητής, ο διανοούμενος», Εκδ. «Έκπληξη», Αθήνα, 2011, σελ. 82.
  9. Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου «Φήμη Απόντων», Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 1995, σελ. 105.
  10.  Ζήσιμου Λορεντζάτου «Διόσκουροι», Εκδ. «Δόμος», Αθήνα, 1997, σελ. 324
  11. 11. Ενθ. Ανωτ. Σελ. 259
  12.  Ζήσιμου Λορεντζάτου «Collectanea», Εκδ. «Δόμος», Αθήνα, 2009, σελ. 620.