Σαββατοκύριακo
20-21  Απριλίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 4962RSS FEED
ΜΕΓΑΛΗ ΒΔΟΜΑΔΑ...
29/04/2021

Γράφει η Ελένη Καρασαββίδου 

Ο σημαντικός ψυχαναλυτής Serge Tisseron μιλάει στα Οικογενειακά Μυστικά για την Κρύπτη, μέσα στην οποία αναπαύεται ένας αγαπημένος "νεκρός" τον οποίον ή την οποίαν δεν πενθήσαμε αρκετά, ώστε να επεξεργαστούμε με επάρκεια το Μυστικό που μοιραστήκαμε μαζί του. Μυστικό λύπης ή παράνομης χαράς, μυστικό οργής ή ντροπιαστικής παραίτησης. Μυστικό μιας ερώτησης που σταυρώνεται κάθε Μεγάλη Παρασκευή για ν αναστηθεί μονάχα για μια μέρα. Η πρώτη φορά που κατάλαβα καλά την έννοια της θρησκευτικότητας ήταν όταν μελέτησα (και το μελετώ δεν είναι ίδιο με το διαβάζω) τον μύθο του τυφλού μάντη Τειρεσία. Υπήρχε, βέβαια, από πάντα γύρω μου, ως σχεδόν «εθιμικό δίκαιο», οικογενειακή κι ευρύτερη «παράδοση» κι ως ριτουαλιστική συμπεριφορά. Σπανιότερα, σπανιότατα, κι ως ουσιαστική.

Αλλά η σχέση τυφλότητας και προφητείας, εφιαλτική και γοητευτική ταυτόχρονα έτσι όπως διηγείται την δύσβατη διαδρομή του συλλογικού ασυνείδητου προς κάποια μορφή συνειδητότητας, συνήθως ακριβοπληρωμένη ανάμεσα σε προσωπικές βολέψεις και σχέσεις εξουσίας που οι πολιτικοί και θρησκευτικοί θεσμοί εκπροσωπούν, χειραγωγώντας γνήσιες ανάγκες όπως το θρησκεύεσθαι κι επίκτητα αισθήματα όπως του φόβου και της ενοχής αν δεν το κάνεις, ανάμεσα από χειραγωγήσεις και αλλοτριώσεις, θυμίζει πως όλη η φιλοσοφία του ανθρώπου, όποια μορφή κι αν ντύθηκε, με όποιο πρόσωπο κι αν ήρθε να μας αντικρύσει, ίσως είναι αυτό. Μετριασμένες προσπάθειες να ξεπεράσουμε την «τυφλότητα». Να την δικαιολογήσουμε έστω. Να της δώσουμε μορφή.

Mεγάλη εβδομάδα λοιπόν, και δεν μπορώ να φανταστώ κάτι ομορφότερο από την μυρωδιά του αγιοκλίματος σε έναν λευκό αιγαιοπελαγίτικο τοίχο, ή μια ανθισμένη Πασχαλιά κάπου στη Μεσογαία. Τίποτε συγκινητικότερο από τις εκπληκτικές Βυζαντινές υμνωδίες του τελευταίου τριήμερου. Τίποτε ουσιαστικότερο από την γιαγιούλα που κουτσαίνοντας ακολουθεί την κηδεία ενός Θεού για να τιμήσει τους ματωμένους ανθρώπους. Αλλά και τίποτε πιο επικίνδυνο από την μετάπλαση του αρχαίου μύθου της Δήμητρας σε μια τελεολογική μορφή απόλυτου δρόμου, «μιας αλήθειας» και πιστών που θεωρούν αλαζονικά πως ξεπέρασαν την γενικευμένη μας τυφλότητα και πως την κατέχουν θεωρώντας ανάξιο της φώτισης στο βάθος όποιον/αν τολμά να θέτει τις τρομερές, αναπάντητες από την φύση τους ερωτήσεις. Αλλά αυτό ας το αφήσουμε…

OOrtega Y Gasset στο δοκίμιο του « Το Θέμα του Καιρού μας» ορίζει ως το μεγάλο διακύβευμα της εποχής μας ή των γενεών που συμβιώνουμε εντός της την αναγκαιότητα να ζούμε σε έναν κόσμο πολλαπλών δυνατοτήτων με το μεγαλύτερο εσωτερικό άχθος. Και να επιζούμε μ’ αυτό. Η ιδιαίτερη αυτή αρχαιοελληνική λέξη «άχθος» σημαίνει την ίδια στιγμή και λύπη μα και φορτίο, αφήνοντας στα χέρια σου  το μακρύ αίμα της γενιάς του Σίσυφου.

«Αγωνίζομαι.  Κανένας δεν το ξέρει. Μερικοί το υποψιάζονται. Είναι αναπόφευκτο, αλλά κανένας δεν το ξέρει» έγραψε ο Κάφκα. Την ίδια ειρωνεία, στην πιο απόλυτη όμως εκδοχή της, περιγράφουν οι ευαγγελικοί στίχοι του τροπαρίου: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου, ο εν ύδασι την γην κρεμάσας. Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται, ο των αγγέλων βασιλεύς.» Ο σταυρικός θάνατος του Ιησού δεν ήταν ούτε ο μοναδικός ούτε ο πιο βάρβαρος, κι όποιος.α δει μέσα από ιστορικά κείμενα τα Ρωμαϊκά αρχεία εύκολα μπορεί να το διαπιστώσει. Η συμβολοποίηση του απέκρυψε το μέγα πλήθος των σταυρικών θανάτων της εποχής του. Αυτό που τον έκανε  όμως συμβολικά μοναδικό ήταν η συμβίωση του άλγους, του Μέγα Πόνου, με τις άπειρες Δυνατότητες του Ισχυρού Υιού Θεού. Κι ακόμη, συμβολικά, το μυστικό της φύσης του που κανείς από τους διώκτες του δεν υποπτευόταν…

Κάθε βασανιστήριο φυσικά (και ζούμε σε έναν κόσμο που πολλές πολλοί και πολλά βασανίζονται κάθε λεπτό και που βασανίζουμε και τον ίδιον τον πλανήτη) θέτει το ίδιο ερώτημα, για την εξουσία και τα όρια της, για την αντινομία και την αυτονομία του ατομικού σώματος και του πολιτικού, για το ανέστιο της ετερότητας και για το δικό μας, του καθενός και της καθεμιάς μας. «Κι ο εαυτός είναι ένας άλλος» έγραψε ο Ρεμπό: Το κρεμασμένο σώμα στον Σταυρό, την κρίσιμη ώρα, την ώρα της ύστατης δοκιμασίας, καλείται να ανακτήσει τη φωνή του, και το ουσιαστικότερο δώρο που αυτή μπορεί να προσφέρει: την αφήγηση της δικής του καταγωγής.

Λένε κάποια ‘προοδευτικά’ ‘πατερικά’ κείμενα πως ο Ιησούς, (βάζοντας το τρελό στοίχημα αλλαγής της ανθρώπινης τάξης και φύσης)  παρέμεινε ο Μέγας Ξένος. (Δος μοι Τούτον τον Ξένο…) Δεν το γνωρίζω με επάρκεια. Υποπτεύθηκα όμως πώς θα μπορούσε να είναι το κυνηγημένο βλέμμα του στα μάτια παιδιών που είδα σε στρατόπεδα, γυναικών που είδα στα νοσοκομεία, ζώων που είδα (από βίντεο στην περίπτωση αυτήν) σε σφαγεία. Άλλωστε δεν είναι ο Θεός που επέλεξε να γεννηθεί ανάμεσα στα ζώα και να πεθάνει ανάμεσα στους ληστές; Όπως και να έχει ο Ξένος, ο ακατανόητος, βρίσκεται διαρκώς σε μια βαθιά εξορία δίχως διέξοδο. Ίσως ακόμη κι ο καθένας κι η καθεμιά από μας, έτσι όπως από το εντός μας μεταναστεύουμε διαρκώς. «Η φυγή, η μετανάστευση δεν είναι μόνο ημερομηνίες, στατιστικές και ποσοστώσεις, αλλά πάνω απ' όλα προσωπικά πεπρωμένα». Με αυτή τη φράση ξεκινά η ανθολογία κειμένων πάνω στη μετανάστευση με τίτλο «Νέες Οδύσσειες» που δημοσιεύτηκε λίγα χρόνια πριν στο Magazine Litteraire. Τα προσωπικά πεπρωμένα όμως σε έναν κόσμο που «ο δρόμος για τον πλησίον –πόσο μάλλον για τον μακρινό- είναι μακρύς» καταντούν συλλογική μοίρα, οδηγούν σε συμπαντικό «θάνατο». Αφού, άλλωστε με έναν τρόπο, και με χίλιους τρόπους μαζί, “η εξορία είναι χειρότερη από το θάνατο”, ίσως η γνωστότερη φράση του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας που αποδίδεται στον Ρωμαίο.

Μένει λοιπόν το άχθος, το αγωνιζόμενο σώμα, ο και η αγωνιζόμενος/η άνθρωπος. Όχι επειδή θα πει το «Γεννηθήτω το Θέλημα σου». Αλλά ενάντια σε αυτό. Ψαχουλεύοντας το κορμί θα γειώσει την ελευθερία στα σταυρωμένα χέρια του. Θα πλάσει ξανά τα Φτερά από τον Πυλό τον Πρώτο. Και θα αποτύχει καλύτερα. Κι ας αποτύχει καλύτερα. «Η Ελπίδα θα γεννηθεί από τους απελπισμένους».

«Τόσα ταξίδια κάναμε κι είμαστε ακόμη στον ίδιο τόπο. Πότε επιτέλους θα φτάσουμε σπίτι μας;»   Αναρωτιόταν ο ήρωας (Χάρβει Καιτελ) σε μια ταινία του Θ. Αγγελόπουλου. Αν σπίτι είναι αυτός ο άλλος τόπος που η ανθρωπότητα κι η Ελλάδα αναζητά, κρυμμένο πίσω από διαφορετικά ονόματα, ανά τους αιώνες, είναι σημαντικό την ώρα που γευόμαστε το άχθος να ψιθυρίζουμε προς τον Ουρανό, όμοια με τον Βυρωνικό Μάνφρεντ, πως δεν θα πάψουμε ποτέ να προσπαθούμε να γεννηθούμε από την ίδια μας την ερημιά. Ίσως, αυτό, να είναι τελικά όλο το νόημα της προσωπικής επιλογής, που όσο πιο αναπόδραστη τόσο πολυτιμότερη.

Ίσως αυτό ναι είναι και το κρυφό, «ανίερο» μέσα στην ιερότητα του, «Γεννηθήτω το Θέλημα σου». Μεγάλη εβδομάδα λοιπόν, εβδομάδα της μόνωσης πάντα και του εγκλωβισμού τούτη τη φορά, και με πολύ σεβασμό στην βαθιά, παγκόσμια ανάγκη του θρησκευτικού συναισθήματος και στα εκπληκτικά πολιτιστικά προϊόντα που έχει δημιουργήσει και έχει καταστρέψει, θα δημοσιεύω στίχους που μου φαίνονται πως κάτι έχουν να μας ψιθυρίσουν. Όχι μόνο για τον Σταυρωμένο Θεό, αλλά και για τον Σταυρωμένο Άνθρωπο, και το σταυρωμένο Ζώο, που σταυρώνονται από αυτούς που σταυρώνουν Όλους, Όλες κι Όλα τα’ άλλα:

«Ανέτοιμος, ναι˙ –δεν το μπορώ˙ μου λείπει η αναλογία/εκείνη η απαραίτητη με το τοπίο, την ώρα, με τα πράγματα και με τα γεγονότα˙ – όχι λιγοψυχία, – ανέτοιμος/μπροστά στο κατώφλι της πράξης, ολότελα ξένος/μπροστά στον προορισμό που οι άλλοι μού έταξαν. Πώς γίνεται οι άλλοι να ορίζουν λίγο λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν κι εμείς να το δεχόμαστε;/…/. Και πώς γίνεται να το αποδέχεται η δική μας μοίρα, ν' αποσύρεται/και να κοιτάει σαν ξένη εμάς τους ίδιους η ξένη μοίρα μας;…» (Ρίτσος, Ορέστης). Αυτή η άρνηση της όρασης της άλλης ζω΄ξς και της δράσης δεν είναι κρύπτη;

Ας γυρίσουμε στην κρύπτη λοιπόν… Αυτήν «μέσα στην οποία αναπαύεται ένας αγαπημένος "νεκρός" τον οποίον ή την οποίαν δεν πενθήσαμε αρκετά, ώστε να επεξεργαστούμε με επάρκεια το Μυστικό που μοιραστήκαμε μαζί του. Μυστικό λύπης ή παράνομης χαράς, μυστικό οργής ή ντροπιαστικής παραίτησης.» Μυστικό της ερώτησης που διακυβεύει το Πάσχα κρύβοντας και κρυβόμενη (σ)το σώμα του αμνού. Η Κρύπτη μπορεί να συνδέεται με ένα τραύμα που πυορροεί στον εσωτερικό ψυχικό κόσμο του ατόμου, μπορεί όμως και να αφορά μια οικογένεια, μια συλλογικότητα, μια χώρα, ίσως κι έναν πλανήτη, τις μεθόδους με τις οποίες, και μέσα από τις οποίες, χειρίζεται τις καταστροφές, εις βάρος ποιών συντελούνται, τα ψέματα που την μαστίζουν, τον τρόπο με τον οποίον (δεν θέλει να)‘θυμάται’. Το παιδικό ή μάλλον το παιδιάστικο και καθόλου παιδικό τραγουδάκι «ήταν ένα μικρό καράβι’ βοά αυτήν την αλήθεια όπως κι εκατοντάδες άλλα πολιτιστικά προϊόντα, αφού η κρύπτη έχει να κάνει όχι μόνο με την προσωπική, αλλά και με την κοινωνική οργάνωση και την κουλτούρα.

Η μεταπολεμική κρυφοναζί Αυστρία, η μετεμφυλιακή Ελλάδα που δημιούργησε μέσω του πολιτικού μπούλινγκ ανώριμους νικητές κι ανώριμους ηττημένους με προφανή αποτελέσματα, οι νεκροί ποιητές του Σταλινισμού, οι αμαρτίες της δυτικής δημοκρατίας, το κακοποιημένο παιδί, η υποσυνείδητη γνώση της κατάρας που στέλνουν εναντίον μας ως ανθρωπότητα τα πονεμένα τετράποδα και δίποδα πλάσματα του πλανήτη κι η επιρροή της γνώσης αυτής στην συμπεριφορά μα και στην απόλυτη άρνησης και στην ειρωνεία («κατάφατσα τα πρόσωπα δεν βλέπονται καλά. Τα πιο σπουδαία φαίνονται καλύτερα από μακριά», έγραψε ο δολοφονημένος αυτόχειρας Sergei Yesenin), αποτελούν διαφορετικές κλίμακες του ίδιου φαινομένου που έρχεται να μας βρει τις πιο ακατάλληλες στιγμές, κι εκδηλώνεται με τους πιο διαφορετικούς τρόπους. Μέσω της κρύπτης ο Tisseron ξέθαψε το ναζιστικό παρελθόν του Ερζε (τεν τεν) και σόκαρε τον πλανήτη.

Ο Ιησούς σόκαρε τους μαθητές του όταν (αυτός, ο μαστιγωτής των απολαύσεων που ζητούσε την αναδιανομή στους φτωχούς) δέχθηκε το πανάκριβο μύρο να ξοδευτεί αλειμμένο στα πόδια του από «την πόρνη», συμβάν συμβολικό της Μεγάλης Τετάρτης. Και όχι μόνο. Από τα χιλιάδες περιστατικά ανθρώπων που του προσέφεραν κάτι, από τα δυνατότερα θαύματα που αφορούσαν ακόμη και νεκρούς, αυτήν την μια πράξη θα μιμηθεί (συμβολοποιόντας την κι αναβαθμίζοντάς την) πριν πεθάνει. Και θα την αναζητήσει μετά.

«Πλένω τα πόδια σας» (τόσο αντίθετο από το «νίπτω τας χείρας»). Και «Εσύ! θυμήσου με κι άλειψε με, Γυναίκα, ξανά, στην ταφή μου.» Κρύπτη; Κρύπτη! Η συμβολική γλώσσα κραυγή που ζητά την ελευθερία. Όλων μας. Κι αυτός θα ήταν στ’ αλήθεια ο μόνος δρόμος. «Τα πυρπολημένα φτερά του πουλιού κρέμονται από το ίδιο το πουλί» έγραψε ο Wallace Stevens… Για να συμπληρώσει, άθελά του, τον διακειμενικό διάλογο ο Ρίτσος, μιλώντας στο όνομα κάθε χαμένης γενιάς, κάθε χαμένης προσπάθειας, πριν την Ανάσταση και μετά από αυτήν:  «Έλα! Σε χρειάζομαι όχι μόνο για τη νίκη, μα προπάντων, μετά τη νίκη — όταν θα μπούμε, όσοι απομείνουμε, ξανά στα καράβια, γυρίζοντας μαζί με την Ελένη, δέκα χρόνια γερασμένη ... κρύβοντας μες στα δικά της πέπλα και τη δική μας ξενιτιά, την τύψη, την απελπισία και τον μεγάλο, αφυγάδευτο τρόμο της ερώτησης: γιατί ήρθαμε, γιατί πολεμήσαμε, γιατί και πού επιστρέφουμε;» Κάθε Πάσχα η ίδια ερώτηση κρέμεται επί ξύλου. Και προσδοκά τον άλλον δρόμο, την άλλη απάντηση. Την άλλη στάση ζωής.