Του Δρος Βενιαμίν Καρακωστάνγλου*
Η πρόσφατη δημόσια συζήτηση για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης (Χάγης) και/ή συνεκμετάλλευση των ενδεχόμενων αποθεμάτων υδρογονανθράκων της Ανατολικής Μεσογείου και του Αιγαίου, μεταξύ της Ελλάδος, της Τουρκίας και της Κύπρου, πρέπει να λάβει υπόψιν της τα εξής ιστορικά και νομικό – διπλωματικά δεδομένα του παρελθόντος.
Διαπραγμάτευση ή Χάγη;
Η Ελλάδα απάντησε, στις 2-10-1975, ότι η Τουρκία υπέβαλε κείμενο (για την συνάντηση των εμπειρογνωμόνων) στο οποίο δεν αναφερόταν καν η λέξη «συνυποσχετικόν» και υποστήριξε ότι το θέμα της υφαλοκρηπίδας «δεν υφίστατο καθ’ εαυτό, αλλά εν συναρτήσει προς άλλα θέματα» και η εξουσιοδότηση προς τους εμπειρογνώμονες θα έπρεπε να είναι ευρεία ώστε να καταστεί δυνατή η συζήτηση «του γενικότερου προβλήματος του Αιγαίου»
Το Τουρκικό Υπουργείο Εξωτερικών, στις 18-11-1975, με νέα ρηματική διακοίνωση τόνισε ότι «το Αιγαίο Πέλαγος είναι μια περιοχή που έχει ίση σπουδαιότητα για την Ελλάδα και την Τουρκία και οι δύο χώρες έχουν ζωτικά, στρατιωτικά, οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα στην περιοχή. Καθ’ όλη την ιστορία οι πόροι του Αιγαίου έχουν ελεύθερα και εξίσου διαμοιρασθεί και χρησιμοποιηθεί από τους λαούς των χερσονήσων της Ανατολίας και της Ελλάδας». Ακολούθησε ελληνική απάντηση (19-12-1975) όπου επαναλαμβανόταν η πρόταση για παραπομπή στο Διεθνές Δικαστήριο «μιας αναγνωρισμένης και ασυμβίβαστης διαφοράς».
Τα παραπάνω αποδεικνύουν σαφώς τις πάγιες θέσεις της Τουρκίας για εξίσου διαμοιρασμό του Αιγαίου, συνεκτίμηση πολλών άλλων ζητημάτων μαζί με το θέμα οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και καταδεικνύουν την κωλυσιεργία και την αμφιθυμία της για δικαστική επίλυση, και αντίθετα την σαφή επιλογή της για απευθείας διμερή πολιτική διαπραγμάτευση επί των θεμάτων που η ίδια προβάλλει συνολικά στο Αιγαίο.
Μετά τις αποφάσεις 395/1976 του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΟΗΕ) και 1976 (Ασφαλιστικά Μέτρα) και 1978 (αρμοδιότητα του Δικαστηρίου), του Δ. Δ. Χάγης, το θέμα παραπέμφθηκε σε επί της ουσίας διαπραγματεύσεις 1977-1981 ( Πρακτικό της Βέρνης ), που δεν παρήγαγαν προσέγγιση και λύση, ενώ το ίδιο επαναλήφθηκε το 1987-88 (Νταβός) και εκ νέου το 1997 (Μαδρίτη) κα πιο πρόσφατα 1999 (Ελσίνκι) μέχρι τον Δεκέμβριο 2017 (επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα). Τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά και η μη δημοσιοποίηση του αποδεικνύει ότι απείχαν από μια επαρκή προσέγγιση θέσεων ώστε να επιτευχθεί λύση ή κοινή προσφυγή στο Δ. Δ. Χάγης.
Συνεκμετάλλευση – Προϋποθέσεις
Η Ελλάς ούτε απέρριψε, ούτε απεδέχθη τις αόριστες τουρκικές απόψεις περί κοινής ελληνοτουρκικής εκμετάλλευσης των ενδεχόμενων πηγών φυσικού πλούτου του βυθού του Αιγαίου, που εκφράζονται από το 1975. Θεωρούσε όμως ότι είναι πρόωρη η οιαδήποτε εξέταση του και αυτό γιατί:
α) Της πρότερης οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας
β) Του περιορισμού μιας ενδεχόμενης τέτοιας επιχείρησης σε μέρος μόνο της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, αφού ληφθεί υπόψιν η τουρκική υφαλοκρηπίδα, με βάση το ισχύον θετικό διεθνές δίκαιο.
Η ελληνική θέση τότε ήταν σαφέστατη, ενώ σήμερα, μάλιστα, πρέπει επιπλέον να συνεκτιμήσει τον παρελθόντα ιστορικό χρόνο (1975-2020) και τις νέες διαστάσεις που έχει λάβει ο τουρκικός επεκτατισμός – αναθεωρητισμός, απέναντι στην Ελλάδα, την Κύπρο και άλλους γείτονες της Τουρκίας. Αλλά και την ενίσχυση της νομικής θέσης της χώρας μας, με την καθολική αποδοχή της Σύμβασης του 1982 για το νέο Δίκαιο της Θάλασσας που στο μεγαλύτερο μέρος της αποτελεί και εθιμικό, γενικής ισχύος, δίκαιο, από το οποίο δεν μπορεί να εξαιρεθεί η Τουρκία. Για παράδειγμα το άρθρο 121 που αφορά το καθεστώς των νησιών, που όταν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή, έχουν τις ίδιες θαλάσσιες ζώνες με τις ηπειρωτικές ακτές. Θεμελιώδη ρύθμιση που αρνείται η Τουρκία πεισματικά να αποδεχτεί, σε αντίθεση με ό,τι πράττουν πάνω από 160 κράτη της διεθνούς κοινότητας.
*Διεθνολόγου, Λέκτορα Νομικής Α.Π.Θ. και Προέδρου του Περιφερειακού Συμβουλίου Κεντρικής Μακεδονίας