Αν θέλουμε να δούμε το ποτήρι μισογεμάτο, τότε τα νέα από τον δημόσιο τομέα – και ειδικά τον χώρο των ΟΤΑ, που, αν και τόσο νευραλγικός για την κοινωνία, δυστυχώς έχει ποικιλοτρόπως ταλαιπωρηθεί από αιρετούς και μη, συνδικαλιστές και μη – είναι μάλλον καλά.
Σύμφωνα με στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης, στην απεργία που κήρυξε η ΑΔΕΔΥ στις 23 Σεπτεμβρίου, το ποσοστό συμμετοχής δεν ξεπέρασε το 8,49%.
Όπως έγινε γνωστό, τα ποσοστά σε διάφορους τομείς ήσαν τα εξής: Στα υπουργεία απήργησε το 8,89%, στις αποκεντρωμένες διοικήσεις το 6,08%, στα ΝΠΔΔ των αποκεντρωμένων διοικήσεων το 3,52%, στις περιφερειακές αυτοδιοικήσεις το 5,27%, στους ΟΤΑ α' βαθμού το 8,76% και στις ανεξάρτητες αρχές το 9,37%.
Δηλαδή, από ένα σύνολο 65.502 εργαζομένων στους παραπάνω φορείς, απέργησαν 5.564.
Μικρά τα ποσοστά και μικρός ο αριθμός των απεργών, που σημαίνει ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι πλέον σε θέση να καταλάβουν για ποιους λόγους πρέπει να απεργούν και για ποιους λόγους όχι.
Κατάλαβαν δηλαδή πως και η αξιολόγηση είναι αναγκαία και ο έλεγχος της νομιμότητας είναι απαραίτητος.
Και πως αυτός που πραγματικά δουλεύει και νόμιμα απέκτησε αυτή τη θέση εργασίας, δεν έχει κανένα λόγο να παρεμποδίζει τη λειτουργία του κράτους και να καλύπτει την παρανομία.
Για σήμερα, οι συνδικαλιστές έχουν προαναγγείλει καταλήψεις σε δήμους.
Με βάση τα ανωτέρω ποσοστά, οι περισσότεροι δημόσιοι λειτουργοί προφανώς διαφωνούν.
Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι για να προχωρήσεις σε μια παράνομη πράξη, δεν χρειάζεται να συμφωνούν όλοι μαζί σου, ούτε απαιτείται μεγάλος αριθμός καταληψιών.
Το 2007, έκθεση του ΟΟΣΑ έδειξε πως η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει το ίδιο επίπεδο κρατικών παροχών με 65 δις ευρώ αντί των 92 που δαπανούσε κάθε χρόνο. Εξαιτίας της αναποτελεσματικότητας του δημόσιου τομέα, πληρώναμε ένα «καπέλο» της τάξης του 29%, ενώ, όπως μας είχαν πει, με μια αποτελεσματική διαχείριση θα εξοικονομούνταν για κοινωνικές παροχές και επενδύσεις 6,5 δις ευρώ.
Μας είχαν επίσης τότε πει πως το ελληνικό γραφειοκρατικό τέρας απορροφά το 20% του συνόλου των δημοσίων δαπανών, ενώ ο μέσος όρος στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ ήταν μόλις 13,5%. Με αποτέλεσμα, το σπάταλο κράτος να διογκώνει το δημόσιο χρέος.
Οπότε, δεν είναι να απορούμε γιατί φτάσαμε ως εδώ.
Και επειδή πολύς λόγος γίνεται, ακόμη και σήμερα, ακόμη και κάτω από τις σημερινές τραγικές συνθήκες, για τις (ανύπαρκτες) αξιολογήσεις και τις (υπαρκτές) παρανομίες, τα στοιχεία, που δεν αμφισβητούνται, δείχνουν πως όχι μόνο δεν έγινε καμιά προσπάθεια, αλλά οργανώθηκε μια ολόκληρη επιχείρηση υφαρπαγής ψήφων, με τον λογαριασμό να πηγαίνει πάντα στους φορολογούμενους.
Από το 1994 (νόμος 2190, με τον οποίο ιδρύθηκε το ΑΣΕΠ) μέχρι το 2004, επινοήθηκαν 49 τροποποιήσεις του, προκειμένου ακριβώς να εξυπηρετηθούν καταστήσεις που, σύμφωνα με τους συνδικαλιστές, πρέπει να παραμείνουν εκτός ελέγχου.
Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, οι περισσότερες προσλήψεις έγιναν τα έτη 1995, 1996, 2000, 2002 και 2003, ενώ το 2001 υπήρξε η χρονιά που εμφάνισε περισσότερες προσλήψεις ακόμη και από το ολυμπιακό 2004.
Αυτό στάθηκε δυνατόν επειδή είχε ψηφιστεί ο νόμος 2839 του 2000, με τον οποίο, σύμφωνα με έγγραφα του ίδιου του ΑΣΕΠ «επήλθαν νέες σημαντικές μεταβολές στο σύστημα προσλήψεων του ΑΣΕΠ προς την κατεύθυνση περαιτέρω εξασθένισης των ελεγκτικών αρμοδιοτήτων του».
Έτσι, σε έκθεση του ΑΣΕΠ για το 2000, αναφερόταν πως μόνο το 20% των φορέων που είχαν ελεγχθεί είχαν ακολουθήσει τη νόμιμη διαδικασία!
Σύμφωνα με την Ειδική Έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη που δόθηκε στη δημοσιότητα το 2007 και αφορούσε στον έλεγχο των προσλήψεων κατά την δεκαετία 1994-2004, κατά το 2000, εννέα στις δέκα προσλήψεις έγιναν κατά παράβαση του νόμου Πεπονή και στη δεκαετία 1994-2004 επτά στους δέκα διορισμούς ελέγχονται για τη νομιμότητά τους.
Ως γνωστόν, με τους νόμους 2527 του 1997 και 2830 του 2000, δόθηκε η δυνατότητα στα υπουργεία να προσλαμβάνουν περί τα 15.000 άτομα το χρόνο στις κεντρικές υπηρεσίες τους, με συμβάσεις έργου και χωρίς διαγωνισμούς.
Με τον νόμο 2956 του 2001 εισήχθη ο θεσμός των ενοικιαζομένων εργαζομένων, στους οποίους δόθηκε το προνόμιο να χαρακτηρίζεται η δουλειά τους ως προϋπηρεσία στο Δημόσιο.
Με τον νόμο 2539 του 1997, ορίστηκε πως οι οργανικές θέσεις που άδειαζαν στους δήμους να καλύπτονται από τους ίδιους τους δήμους χωρίς διαγωνισμό και το ΑΣΕΠ απλώς να… παρακολουθεί τη διαδικασία και να ελέγχει κατόπιν ενστάσεως (η οποία ένσταση σχετιζόταν με τη νομιμότητα και όχι με την κρίση αυτή καθεαυτή της Επιτροπής). Με τον τρόπο αυτό, οι προσλήψεις στους δήμους κατέβηκαν εντελώς από το τρένο του ΑΣΕΠ.
Με τον νόμο 2527, επίσης του 1997, ορίστηκε οι προσλήψεις διοικητικού προσωπικού στους ΟΤΑ, τις δημόσιες επιχειρήσεις και τις θυγατρικές εταιρίες τους, καθώς και τις θυγατρικές τραπεζών να διενεργούνται από τους ίδιους τους φορείς. Οι προσλήψεις υπόκεινταν σε έλεγχο από ΑΣΕΠ, αλλά, σύμφωνα με τον νόμο, αν δεν υπήρχε παρατήρηση εντός 20 ημερών θεωρείτο ότι αυτό συμφωνούσε. Για το εργατικό και το τεχνικό προσωπικό απλώς ελέγχετο αν τηρούνταν οι διατάξεις. Για το επιστημονικό προσωπικό ήταν υποχρεωτική η συνέντευξη από επιτροπή του φορέα, που μπορούσε μόνο να αποκλείσει και δεν βαθμολογούσε. Έτσι, ένα ευρύ πεδίο του δημόσιου τομέα εξαιρέθηκε των προσλήψεων μέσω ΑΣΕΠ.
Με τον νόμο 2839 του 2000, θεσπίστηκε η δυνατότητα τα δικαιολογητικά των πτυχιούχων να ελέγχονται από τον ίδιο τον φορέα και όχι από το ΑΣΕΠ και μάλιστα χωρίς πρόβλεψη υποβολής ενστάσεων. Αρκούσαν οι υπεύθυνες δηλώσεις των υποψηφίων, οι φορείς μπορούσαν να διορίζουν αποκλειστικά με δικό τους έλεγχο και δεν υπήρχε δυνατότητα υποβολής ενστάσεων. Όπως μάλιστα έγινε γνωστό από πολύ επίσημα χείλη (αντιπρόεδρος του ΑΣΕΠ Αγησίλαος Μπακόπουλος), δεν έγινε ποτέ ούτε δειγματοληπτικός έλεγχος.
Με τον νόμο 3051 του 2002, καταργήθηκε τελικά και η διαδικασία ελέγχου των δικαιολογητικών από τους φορείς.
Με τον νόμο 3212 του 2003 δόθηκε για πρώτη φορά η δυνατότητα σε υπηρεσία του Δημοσίου (το ΥΠΕΧΩΔΕ) να προσλάβει 900 άτομα (αορίστου χρόνου) εκτός ΑΣΕΠ, μέσω επιτροπών, με πρόσχημα τις ανάγκες στελέχωσης για αντισεισμικό σχεδιασμό.
Εκείνος ο νόμος προέβλεπε ότι… το πρακτικό διορισμών απλώς αποστέλλεται στο ΑΣΕΠ για... ενημέρωση.
Με τον Νόμο 3320 του 2005, για πρώτη φορά μπήκε το κριτήριο της συνέντευξης (από επιτροπή του ΑΣΕΠ, όταν το ζητήσει ο φορέας και όταν το δεχτεί το ΑΣΕΠ).
Ο Νομπελίστας Οικονομίας Μίλτον Φρίντμαν, είχε πει πως «κανένας δεν ξοδεύει τα χρήματα κάποιου άλλου τόσο προσεκτικά όσο ξοδεύει τα δικά του. Γι’ αυτό ένας κόσμος όπου η οικονομία οργανώνεται έτσι ώστε κάποιοι άνθρωποι να ξοδεύουν χρήματα άλλων ανθρώπων είναι απίθανο να έχει τον οποιοδήποτε βαθμό ευημερίας ή πολλή ελευθερία. Βρισκόμαστε μπροστά σε παλιές απειλές, που όλες εκπορεύονται από την υπερβολική δράση του κράτους, από κάποια άτομα εντός της κοινότητας που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τη συγκεντρωμένη εξουσία του κράτους, προκειμένου να ωφεληθούν οι ίδιοι και να παράσχουν στους εαυτούς τους ειδικά προνόμια και μονοπώλια».