Αλλοδαποί φονιάδες και ημεδαπή… αταραξίαΓράφει ο
Θανάσης Νικολαΐδης
ΖΟΥΣΑΜΕ, κοινωνικά, ήρεμοι. Με τους κλεφταράκους και απατεωνίσκους να ταράζουν τα νερά της καθημερινότητας, εγκληματίες να μετρώνται στα δάχτυλα και σπανιότατα φονιάδες να προκαλούν θύελλα συναισθημάτων. «Κλειστοί» στους ξένους και το οτοστόπ, μεσάνυχτα, δείχτη διαπροσωπικής εμπιστοσύνης και δημόσιας ασφάλειας.
ΥΣΤΕΡΑ ανοίξαν’ οι πόρτες. Μπήκαν με τη σέσουλα, βγήκαμε να τους… προϋπαντήσουμε και βροχή τα διαβατήρια. Για την ψήφο τους, για την… ανασφάλειά μας. Κι έγινε η Ελλαδίτσα μας πτυελοδοχείο της Ευρώπης. Στην καθημερινότητά μας που άλλαξε, στον φόβο που στέριωσε στην ψυχή μας, και τριγύρω ο… πολιτισμός τους. Κι ανακατεύθηκαν τα πολλά ξένα σκουπίδια με τα λιγοστά δικά μας. Σκουπίδια ζωντανά και άψυχα. Με τον «Ξένιο Δία» να τιμάται, αλλά η ζωή να εκτιμάται όσο ένα πορτοφόλι, μια κάμερα, ένα ταμείο. Κι άρχισε να μπαινοβγαίνει το μαχαίρι σε κορμιά ελλήνων. Σε γειτονιές «επικίνδυνες», δίπλα σε γκέτο, και χιλιόμετρα απ’ τους «ασφαλείς» νομοθέτες μας και τους ενοίκους των βορ. Προαστίων.
ΕΧΟΥΜΕ και την Αστυνομία που καθένας μας τη θέλει στα μέτρα του. Κατά τις αντιλήψεις και την «ιδεολογία» του. Και, βέβαια, μπερδέψαμε την (επιμέρους και κατά περίπτωση) βαρβαρότητα των ΜΑΤ με τη στάση αστυνομικών απέναντι σε αδίσταχτους κακοποιούς.
ΑΡΜΑΤΩΜΕΝΟΙ οι 5 Αλβανοί και το καλάσνικοφ πήρε φωτιά. Νεκρό το παλικάρι της ΕΛΑΣ, άφαντοι οι δειλοί και άνανδροι δραπέτες και το κακό έγινε. Με την Ελλάδα να κλαίει άλλη μια φορά, ωστόσο, μόνο το κλάμα των γονιών είναι θρήνος πραγματικός και διαρκείας.
ΑΚΟΥΣΑΜΕ τον αδερφό του νεκρού. Ήταν συγκρατημένος και ανθρώπινος. Για τον αδερφό στη γειτονιά των αγγέλων. Αποθαυμάσαμε το ήθος του. Κι αν άρπαζε κι αυτός ένα καλάσνικοφ; Θα’ ταν δίκαιο και ανθρώπινο, μιας και ο «πολιτισμός» άρπαξε το όπλο απ’ το εκτελεστικό απόσπασμα και το’ δωσε στον δολοφόνο.
ΚΙ αν ο ηρωικός αστυνομικός πυροβολούσε πρώτος; Θα’ χε να κάνει με αντιρρησίες κομμάτων, παρατάξεων και «ιδεολογιών» που το παίζουν ευαίσθητοι, αλλά με ξένο αίμα.
ΚΑΙ πάμε στον κ. Δένδια. Τον περιμέναμε να «βράζει» και να «τάζει». Τη γλώσσα του να βγάζει φωτιές και να υπόσχεται αστυνομικούς. Απ’ τα γραφεία στους δρόμους. Στο κατόπι για ληστές και δολοφόνους. Να τους αρπάζει απ’ τη φύλαξη πολιτικών κι απ’ τα πόστα της λούφας, ανενεργούς και άπραγους και να τους ρίχνει στη δουλειά. Απ’ τις άσκοπες και δαπανηρές σκοπιές της (προληπτικής) αντιτρομοκρατίας.
ΜΙΛΗΣΕ για έναν ήρωα και για ευρώ μισθό, σβήσαν’ τα φώτα κι όλα στη λήθη. Με το κοιλάρφανο να συναντάει τον κόσμο περίτρομο και τη μάνα να θρηνεί ως τα στερνά της.