Το Άρθρο 37 ούτε είναι, ούτε μπορούσε να είναι απαίτηση της τρόικαςΓράφει ο
Προκόπης Παυλόπουλος
Όπως προκύπτει από τις παρατηρήσεις που έπονται –και τις οποίες έχω συνοψίσει στο σημείωμα το οποίο αποτυπώνει τις παρεμβάσεις μου στη Βουλή κατά τη διάρκεια της πρώτης ανάγνωσης- οι σχετικές διατάξεις του σχεδίου νόμου, μέσα από μια βάναυση παραβίαση των οικείων διατάξεων του Συντάγματος, μια ισοπεδωτική λογική σε βάρος των δημόσιων υπαλλήλων και της αξιοκρατίας και μια προκλητική άγνοια βασικών δεδομένων της διοικητικής επιστήμης, είναι αδύνατο –ευτυχώς- να εφαρμοσθούν. Πέραν τούτου επισημαίνεται ότι τίποτα απ’ αυτά δεν έχει ζητήσει η Τρόικα, όπως άλλωστε η ίδια έχει διαρρεύσει με πολλούς τρόπους. Το υπό συζήτηση «γονατογράφημα» και θεσμικό τερατούργημα είναι, λοιπόν, αποκλειστικής πρωτοβουλίας και «έμπνευσης» της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, η οποία και φέρει, στο ακέραιο, την ευθύνη για τις καταστροφικές του συνέπειες.
Ι. Κινητικότητα (άρθρο 5).
Το σχέδιο νόμου καθιερώνει την ανεξέλεγκτη, χωρίς κριτήρια, μετακίνηση υπαλλήλων από Υπουργείο σε Υπουργείο ή σε αποκεντρωμένη διοίκηση και αντιστρόφως ή και μεταξύ αποκεντρωμένων διοικήσεων, για χρονικό διάστημα που δεν ορίζεται στο νόμο, αλλά θα ορίζεται με την απόφαση μετακίνησης. Έτσι όμως η μετακίνηση υπαλλήλου ούτε σε κριτήρια υπακούει -για το ποιος δηλαδή μεταξύ περισσοτέρων θα επιλεγεί προς μετακίνηση- ούτε σε ανώτατο χρονικό όριο, αφού ο νόμος δεν θέτει κάτι τέτοιο.
1. Η μετακίνηση γίνεται με κοινή απόφαση του αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης. Το νομοσχέδιο αγνοεί τα θεσμοθετημένα υπηρεσιακά συμβούλια, μολονότι η επονομαζόμενη «μετακίνηση» υποκρύπτει εμφανώς απόσπαση, για την οποία ο Υπαλληλικός Κώδικας απαιτεί γνώμη των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων (άρθρο 68). Άρα μετά την αποσύνθεση των υπηρεσιακών συμβουλίων, τώρα επιχειρείται η πλήρης εξαφάνισή τους.
2. Είναι προφανές ότι η νέα ρύθμιση θεσπίζεται για να παρακάμψει το άρθρο 68 του Υ.Κ. Και, συγκεκριμένα, για να παρακάμψει τα θεσμοθετημένα υπηρεσιακά συμβούλια και το ανώτατο χρονικό όριο της απόσπασης που είναι στα 2 έτη με δυνατότητα παράτασης για ένα (1) έτος ακόμη, αλλά μόνο αν το ζητά ο ίδιος ο υπάλληλος. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι δεν εξαιρεί από τη μετακίνηση ούτε τους προϊσταμένους των οργανικών μονάδων.
3. Με τον τρόπο αυτό καθιερώνεται όμως, εμμέσως πλην σαφώς, και καθεστώς αναγκαστικών μετατάξεων. Όλες αυτές οι αλλαγές και οι αυθαίρετες μεταβολές θίγουν τη μονιμότητα και τις αρχές της συνέχειας της δημόσιας υπηρεσίας και της χρηστής διοίκησης.
4. Με μια Κυβέρνηση, η οποία έχει παράδοση στην κομματικοποίηση του κράτους, αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς τον κίνδυνο που ενέχει η προωθούμενη ρύθμιση ανεξέλεγκτης κινητικότητας για τη λειτουργία της Διοίκησης και το ηθικό των δημόσιων υπαλλήλων. Ήτοι αναρχία και χάος στη δομή και την ιεραρχία της δημόσιας διοίκησης.
ΙΙ. Σύστημα βαθμολογικής εξέλιξης και προϋποθέσεις επιλογής σε θέσεις ευθύνης (άρθρο 6-11 και 28).
1. Στην ισχύουσα βαθμολογική κλίμακα του Υπαλληλικού Κώδικα (Ε, Δ, Γ, Β, Α) το σχέδιο νόμου προσθέτει έναν ακόμη βαθμό και γίνεται εξάβαθμη (ΣΤ, Ε, Δ, Γ, Β, Α). Με αφορμή αυτό αυξάνει τον χρόνο βαθμολογικής εξέλιξης στις κατηγορίες ΠΕ και ΤΕ κατά πέντε (5) έτη. Δηλαδή, κατ’ αποτέλεσμα, επιβραδύνει την βαθμολογική τους εξέλιξη κατά 5 έτη.
2. Για την εξέλιξη από βαθμό σε βαθμό θεσπίζει ποσόστωση επί των εκάστοτε κρινόμενων. Το ποσοστό εξέλιξης στον καταληκτικό βαθμό Α είναι 20%. Αυτό, πέραν των θεμάτων συνταγματικότητας λόγω παράβασης της αρχής της ισότητας και της αξιοκρατίας, οδηγεί σε καταφανή παρεμπόδιση της εξέλιξης των υπαλλήλων, οι οποίοι θα συσωρευθούν στους βαθμούς Γ΄και Β΄. Και, τελικώς, ο βαθμός Β΄ θ’ αποτελέσει τον «λαιμό της μπουκάλας» για το πέρασμα στον βαθμό Α΄. Ή, ακόμη χειρότερα, την «προκρούστεια κλίνη» της βαθμολογικής εξέλιξης των δημόσιων υπαλλήλων. Πέραν δε της διαφαινόμενης αντισυνταγματικότητας της ποσόστωσης και έως ότου αυτό κριθεί από το δικαστήριο, ένα είναι βέβαιο : Η βαθμολογική νανοποίηση των δημόσιων υπαλλήλων σημαίνει και τη μισθολογική τους ισοπέδωση λόγω της σύνδεσης βαθμού και μισθού. Και ναι μεν προβλέπονται μισθολογικά κλιμάκια εντός βαθμού, αλλά τούτο ελάχιστα βελτιώνει τις παρενέργειες της ποσόστωσης. Άρα εδώ διαφαίνεται και ο απώτερος στόχος του σχεδίου νόμου: Στο βωμό της άναρχης δημοσιονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης θυσιάζεται όλη η δομή αλλά και το στελεχιακό δυναμικό της δημόσιας διοίκησης.
3. Το σχέδιο νόμου προβλέπει νέο σύστημα αξιολόγησης των υπαλλήλων που θα θεσμοθετηθεί με προεδρικό διάταγμα. Αυτό θα βασίζεται, μεταξύ άλλων, στο σύστημα στοχοθεσίας, μέσω του οποίου θ’ αξιολογείται τόσο η απόδοση των υπαλλήλων όσο και των αντίστοιχων υπηρεσιακών μονάδων, βάσει του βαθμού επίτευξης των στόχων. Όμως σύστημα στοχοθεσίας, σύμφωνα με το οποίο αξιολογείται η απόδοση του υπαλλήλου, δεν υφίσταται. Και απορεί, συνεπώς, οιοσδήποτε πώς το σύστημα αξιολόγησης των υπαλλήλων θα στηριχθεί σ΄ ένα ανάλογο σύστημα στοχοθεσίας για υπαλλήλους, το οποίο δεν υπάρχει. Αυτό συμπαρασύρει και το σύστημα βαθμολογικής εξέλιξης των υπαλλήλων καθώς και το σύστημα επιλογής προϊσταμένων, όπου η επίτευξη των στόχων, και μάλιστα σε υψηλά ποσοστά, αποτελούν προϋπόθεση. Άρα ούτε το σύστημα βαθμολογικής εξέλιξης ούτε το σύστημα επιλογής προϊσταμένων μπορούν να εφαρμοσθούν. Οι αρμόδιοι Υπουργοί έχουν πλήρη επίγνωση αυτής της πραγματικότητας. Απλώς στο πλαίσιο της στοχοποίησης των δημόσιων υπαλλήλων, που από καιρό «επιμελώς» ενσταλάζει η Κυβέρνηση στο κοινωνικό σύνολο, σπεύδει να εισαγάγει ατελείς ρυθμίσεις οι οποίες «ικανοποιούν», υποτίθεται, τη δυσμενή αντίληψη για τους δημόσιους υπαλλήλους που επιχειρεί να περάσει στην κοινωνία, γνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται να εφαρμοσθούν. Είναι γνωστή η πασοκική νοοτροπία προσφυγής, ιδίως σε δύσκολες στιγμές, στις αποτρόπαιες και πολιτικώς ανήθικες μεθόδους του «κοινωνικού αυτοματισμού». Αυτό, άλλωστε, προκύπτει και από τις μεταβατικές διατάξεις (άρθρο 25 παρ. 6-7), όπου προβλέπεται ότι έως ότου εισαχθεί το νέο σύστημα αξιολόγησης μέσω στοχοθεσίας, η αξιολόγηση των υπαλλήλων, οι προαγωγές και οι επιλογές προϊσταμένων θα γίνονται σύμφωνα με όσα ισχύουν σήμερα. Δηλαδή καμία χρονική δέσμευση εφαρμογής των νέων ρυθμίσεων, που έτσι παραπέμπονται μεθοδικώς στις ελληνικές καλένδες.
4. Το σύστημα επιλογής προϊσταμένων οδηγεί σε απίστευτα παράδοξα. Π.χ. Για τη θέση ευθύνης επιπέδου Διεύθυνσης συμπίπτουν προς επιλογή υπάλληλοι των βαθμών Α΄, Β΄και Γ΄. Αν επιλεγεί υπάλληλος βαθμού Γ΄, του απονέμεται με την τοποθέτησή του ο βαθμός Β΄. Πώς είναι δυνατόν όμως να έχει υπ΄ αυτόν υπαλλήλους βαθμού Α΄ που δεν επελέγησαν; Στο επίπεδο Τμήματος τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα. Εκεί συντρέχουν υπάλληλοι των βαθμών Α, Β, Γ και Δ. Αν λοιπόν επιλεγεί υπάλληλος βαθμού Δ, του απονέμεται αυτοθρόως με την τοποθέτησή του ο βαθμός Γ΄. Πώς όμως συμβιβάζεται με την ιεραρχική κλίμακα των βαθμών, όταν θα έχει υπ΄αυτόν υπαλλήλους Α και Β βαθμού; Πρόκειται για πραγματικό τραγέλαφο, που θα οδηγήσει σε πλήρη ρήξη της όποιας εσωτερικής συνοχής έχει απομείνει στη Διοίκηση. Το σύστημα αυτό προκαλεί έτσι ουσιαστική αποδυνάμωση και του περιβόητου και πολυδιαφημισμένου νόμου Ραγκούση ως προς τους προϊσταμένους οργανικών μονάδων. Πέραν τούτου ως την εφαρμογή του –που είναι ανέφικτη- διαιωνίζεται το σημερινό προσωρινό καθεστώς και παραμένουν οι νυν υπηρετούντες, όπως ήδη εκτέθηκε.
5. Η κατάταξη του υπηρετούντος προσωπικού στους νέους βαθμούς δεν γίνεται με βάση τον χρόνο εξέλιξης από βαθμό σε βαθμό που προβλέπεται στο νομοσχέδιο, αλλά με βάση αυξημένο χρόνο που αυθαιρέτως καθορίζει, ώστε κανένας υπάλληλος να μην κατατάσσεται στον καταληκτικό βαθμό Α, μ’ εξαίρεση τους νυν υπηρετούντες γενικούς διευθυντές. Έτσι όλοι οι υπάλληλοι που έχουν συνολική υπηρεσία πάνω από 23 χρόνια κατατάσσονται στο βαθμό Β. Άρα ευνοούνται, και πάλιν, οι νυν υπηρετούντες. Επιπλέον, δεν αναγνωρίζεται πλεονάζων χρόνος στο βαθμό κατάταξης για προαγωγή στον επόμενο βαθμό. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο υπάλληλος, σε όποιον βαθμό και αν κατατάσσεται, έχει μηδενικό χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό αυτό. Και προκειμένου να προαχθεί στον επόμενο βαθμό πρέπει να διανύσει, εκ νέου, όλο τον προβλεπόμενο χρόνο προαγωγής! Παράδειγμα: Υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ με 31 χρόνια υπηρεσίας κατατάσσεται στο βαθμό Β. Ο συνολικός χρόνος που χρειαζόταν, βάσει του νομοσχεδίου, για να προαχθεί στο βαθμό Β΄ που τώρα κατατάσσεται, είναι 14 χρόνια. Συνεπώς στο βαθμό κατάταξης Β΄ του πλεονάζουν 17 χρόνια. Αυτά τα 17 χρόνια το νομοσχέδιο τα διαγράφει παντελώς σε σχέση με την προαγωγή στον επόμενο βαθμό Α΄. Και για να προαχθεί στον βαθμό Α΄ θα πρέπει να παραμείνει 4 ακόμη χρόνια στο βαθμό της κατάταξης Β΄! Δηλαδή τον βαθμό Α΄ για την απόκτηση του οποίου, βάσει του χρόνου εξέλιξης που το ίδιο το νομοσχέδιο προβλέπει, απαιτούνται 18 χρόνια, ο υπάλληλος του παραδείγματός μας θα τον αποκτήσει, αν είναι « τυχερός» (λόγω της ποσόστωσης που επιβάλλεται), κατά την έξοδό του από την υπηρεσία. Το πιθανότερο, όμως, λόγω της ποσόστωσης, είναι ότι δεν θα τον αποκτήσει ποτέ. Τέτοια ισοπέδωση της ιεραρχίας και της αξιοκρατίας στη δημόσια διοίκηση έχουμε να δούμε από τον «αλήστου μνήμης» νόμο «Κουτσόγιωργα» του 1982. Πράγμα που αποδεικνύει ότι και οι νυν Υπουργοί του ΠΑΣΟΚ συμπεριφέρονται με τη νοοτροπία «Κουτσόγιωργα».
6. Πρέπει να επισημανθεί συνολικώς ότι το νομοσχέδιο για το νέο βαθμολόγιο τροποποιεί σε πολλά σημεία τον ισχύοντα Υπαλληλικό Κώδικα, χωρίς όμως να ενσωματώνει τις νέες ρυθμίσεις στ’ αντίστοιχα άρθρα του Υ.Κ., αντικαθιστώντας ή τροποποιώντας τα. Και τούτο διότι έχει συνταχθεί υπό ασφυκτική χρονική πίεση και με πρωτοφανή προχειρότητα και άγνοια. Αυτό θα οδηγήσει σε πλείστες όσες ερμηνευτικές δυσχέρειες και μεγάλη σύγχυση στην εφαρμογή του, αν βεβαίως υπάρξει. Συνεπώς, το σχέδιο νόμου όχι μόνο δεν αποτελεί δείγμα καλής νομοθέτησης, αλλά συνιστά αντιπροσωπευτικό δείγμα νομοτεχνικής προχειρότητας και θεσμικής βαρβαρότητας. Δηλαδή δείγμα του ότι το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να καθιερώσει και στη δημόσια διοίκηση και «σοσιαλισμό» και βαρβαρότητα!
7. Τέλος, ο στόχος του νομοσχεδίου είναι προφανής : Καθυστέρηση, όσο γίνεται μεγαλύτερη, στην βαθμολογική εξέλιξη των υπαλλήλων λόγω της σύνδεσης του βαθμού με τον μισθό, ώστε να συντηρηθεί το μισθολογικό κόστος σε χαμηλά επίπεδα. Πρόκειται για πραγματική καρατόμηση της καριέρας των υπαλλήλων, που συνεπιφέρει και τη μισθολογική τους εξαθλίωση.
ΙΙΙ. Προσυνταξιοδοτική διαθεσιμότητα – Εφεδρεία (άρθρα 33-34).
1. Με τη ρύθμιση της προσυνταξιοδοτικής διαθεσιμότητας οδηγείται αναγκαστικά σε έξοδο, συλλήβδην, όλο το έμπειρο δυναμικό της κρατικής μηχανής. Το σχέδιο νόμου εξαιρεί από την έξοδο μόνο τους προϊσταμένους γενικών διευθύνσεων. Άρα, οι προϊστάμενοι των Διευθύνσεων θα οδηγηθούν όλοι, σχεδόν, σε έξοδο. Αυτός ο στιγμιαίος αποκεφαλισμός των οργανικών μονάδων των Υπουργείων, ΝΠΔΔ, ΟΤΑ κλπ. θ’ αποδιοργανώσει πλήρως τη λειτουργία της κρατικής μηχανής, με σοβαρότατες συνέπειες στο έργο των δημόσιων υπηρεσιών, ΝΠΔΔ και ΟΤΑ. Αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη ότι η επιλογή νέων διευθυντών με το σύστημα Ραγκούση είναι εξαιρετικά χρονοβόρα -αφού προαπαιτεί γραπτό διαγωνισμό του ΑΣΕΠ που ακόμη δεν έχει καθορισθεί- τίθεται το ζήτημα πότε και πώς θα γίνει, έτσι ώστε να μπορέσουν μετά να προχωρήσουν τα υπηρεσιακά συμβούλια στην περαιτέρω διαδικασία αξιολόγησης. Για πολλούς λοιπόν μήνες ή και πάνω από χρόνο οι Διευθύνσεις θα λειτουργούν, κατ΄ ανάγκη, με αναπλήρωση. Και το ερώτημα είναι: Γιατί δεν προβλέφθηκε μια ποσόστωση, ώστε να παραμείνει ένας πυρήνας έμπειρων Διευθυντών; Γιατί πρέπει να αλλάξουν όλοι; Η απάντηση είναι απλή: Η πασοκικής έμπνευσης διαχρονική κομματοκρατία στην αποθέωσή της! Με άλλες λέξεις επιχείρηση επανόδου στα χνάρια της κομματοκρατίας, πασοκικού τύπου του 1982.
2. Το γεγονός ότι το Σύνταγμα αφήνει στον κοινό νομοθέτη τον καθορισμό του ορίου ηλικίας για την αποχώρηση των υπαλλήλων από την υπηρεσία δε σημαίνει ότι ο νομοθέτης είναι εντελώς ελεύθερος στον καθορισμό αυτού του ορίου. Η διακριτική αυτή ευχέρεια του νομοθέτη νοείται μέσα στα όρια που χαράσσει ο σκοπός της συνταγματικής αυτής πρόβλεψης σε συνδυασμό και με τη μονιμότητα των υπαλλήλων που κατοχυρώνει η ίδια αυτή συνταγματική διάταξη. Συνεπώς, ο κοινός νομοθέτης δεν πρέπει να παραγνωρίζει την κατά την κοινή πείρα κατάλληλη για παροχή εργασίας ηλικία του ανθρώπου, ώστε με την καταδήλως πρόωρη υποχρεωτική αποχώρησή του από την υπηρεσία να αίρονται ή να περιορίζονται οι κατά το Σύνταγμα εγγυήσεις των υπαλλήλων και να θίγεται η μονιμότητά τους. ΣτΕ : 572/1941, 1093/1958, 1979/1975, 2043, 2478/1979.
3. Με τρόπο αντισυνταγματικό (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος και άρθρο 1 του Πρώτο Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ) στο άρθρο 34 παρ. 1 εδ. ε προβλέπεται ότι στους υπαλλήλους ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου οι αποδοχές που καταβάλλονται εν εφεδρεία συμψηφίζονται –άρα αφαιρούνται- με την αποζημίωση λόγω απόλυσης.
4. Το ΑΣΕΠ, με μετάλλαξη του συνταγματικώς κατοχυρωμένου ρόλου του, μετατρέπεται από αρχή ελέγχου των προσλήψεων σε όργανο νομιμοποίησης των απολύσεων στο δημόσιο τομέα. Ευτυχώς που ο αείμνηστος Σάκης Πεπονής δεν βλέπει τα «έργα και τις ημέρες» των επιγόνων του που, όπως τονίσθηκε, γυρίζουν στην εποχή «Κουτσόγιωργα».
IV. Συλλογική αυτονομία (άρθρο 37)
Τέλος, η κατ’ αποτέλεσμα κατάλυση της συλλογικής αυτονομίας (ήτοι των συλλογικών διαπραγματεύσεων), δια του άρθρου 37, όχι μόνο πλήττει καιρίως το κοινωνικό κράτος στον ιδιωτικό τομέα και είναι καταφανέστατα αντισυνταγματική (λόγω παραβίασης του άρθρου 22 του Συντάγματος), αλλά δείχνει και το πραγματικό πρόσωπο της Κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου. Ειδικότερα οι διατάξεις αυτές έρχονται σε πρόδηλη αντίθεση και με το ευρωπαϊκό κεκτημένο, αφού παραβιάζουν ευθέως πλειάδα Διεθνών Συμβάσεων Εργασίας αλλά και το άρθρο 1 του Πρώτο Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Τούτο σημαίνει ότι η Κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου ουδόλως διαπραγματεύθηκε το θέμα αυτό με τη Τρόικα. Ούτε, άρα, η Τρόικα το ζήτησε. Διότι αν η Τρόικα το είχε ζητήσει, η Κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου θα μπορούσε απλώς ν’ αντιτείνει ότι κάτι τέτοιο η Τρόικα δεν θα μπορούσε να το απαιτήσει, αφού παραβιάζει προδήλως το ευρωπαϊκό δίκαιο, άρα το δίκαιο που διέπει τις ίδιες τις αρμοδιότητες της Τρόικας!
Με απλές λέξεις η κατ’ αποτέλεσμα κατάλυση της συλλογικής αυτονομίας μέσω του άρθρου 37 του σχεδίου νόμου και η επιδρομή στο εισόδημα των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα βαρύνει αποκλειστικώς την Κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου.
(Ομιλία επί του πολυνομοσχεδίου που τίθεται σήμερα προς ψήφιση στη Βουλή)