Μήπως θα ποινικοποιηθεί και η ψήφος των βουλευτών;23/05/2013
Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Η ένταση με την οποία διεξάγεται η συζήτηση γύρω από το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο – του οποίου το περιεχόμενο ελάχιστοι γνωρίζουν, πλην όμως όλοι έχουν και από μία γνώμη – γεννά ερωτηματικά για τους πραγματικούς σκοπούς αυτής της επιμονής.
Ουσιαστικά, η εντύπωση που δημιουργείται είναι πως οι σκοποί αυτοί είναι καθαρά επικοινωνιακοί και αποσκοπούν στη συσπείρωση γύρω από ένα θέμα, που τελικά ρυθμίζει ζητήματα τα οποία θα ήσαν ρυθμισμένα αν εφαρμόζονταν οι νόμοι.
Διότι, ως γνωστόν, ο ελληνικός ποινικός κώδικας ρυθμίζει τα πάντα.
Ενδεχομένως, αυτό που χρειάζεται είναι η περαιτέρω ρύθμιση πολιτικών συμπεριφορών που υποθάλπουν το μίσος, τον διχασμό και τον ρατσισμό.
Οι ενστάσεις, όμως, που όλοι έχουμε – όχι επειδή γνωρίζουμε το περιεχόμενο του νόμου, αλλά επειδή γνωρίζουμε τι ισχύει στην Ευρώπη – σχετίζονται με την ελευθερία της έκφρασης, το δικαίωμα στη γνώμη και την ελευθερία της σκέψης, που, ως γνωστόν, δεν φυλακίζεται.
Η πρακτική που ακολουθήθηκε τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη, μας επιτρέπει να ανησυχούμε.
Τον Δεκέμβριο του 2005, ο ερασιτέχνης ιστορικός Ντέιβιντ Ίρβινγκ συνελήφθη στην Αυστρία και φυλακίστηκε για τις απόψεις του περί Ολοκαυτώματος – υποστήριζε ότι το Ολοκαύτωμα δεν ήταν τόσο μεγάλο όσο παρουσιάζεται και δεν ήταν σε γνώση του Χίτλερ.
Την ίδια ώρα, ένας Γερμανός εκδότης αρνήθηκε να εκδώσει βιβλίο του Λουτσιάνο Κάνφορα που αναθεωρούσε τα εγκλήματα του σταλινισμού, υποστηρίζοντας κι’ αυτός με τη σειρά του πως δεν ήταν τόσο μεγάλα όσο παρουσιάζονται.
Και είναι βέβαιο πως αν ζούσε σε πρώην ανατολική χώρα (από αυτές που καταδικάζουν τις θετικές γνώμες για τον υπαρκτό σοσιαλισμό) θα είχε και αυτός συλληφθεί.
Ο Ίρβινγκ καταδικάστηκε τον Φεβρουάριο του 2006 σε φυλάκιση τριών χρόνων, καθώς, όπως είπαν, η Αυστρία ήθελε να εξασφαλίσει «πιστοποιητικό αντιναζιστικής νομιμοφροσύνης».
Ο Ίρβινγκ καταδικάστηκε με νόμο του 1947, που προβλέπει δεκαετή κάθειρξη για όποιον αρνείται το Ολοκαύτωμα.
Ανάλογοι νόμοι ψηφίστηκαν στα χρόνια που ακολούθησαν και σε Γερμανία, Βέλγιο, Τσεχία, Γαλλία, Λιθουανία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία, Ελβετία.
Με τον τρόπο αυτό έχει ποινικοποιηθεί η γνώμη, η άποψη, η σκέψη.
Μπορεί να είχε άδικο, μπορεί να έλεγε ανοησίες, αλλά από πότε απαγορεύεται η βλακεία ή αποτελεί ποινικό αδίκημα; – αν ήταν έτσι…
Και αυτό – η φυλάκιση για γνώμη – είναι διαφορετικό από την προσπάθεια να καταδικαστεί το εφιαλτικό παρελθόν.
Για παράδειγμα, τον Φεβρουάριο του 2008, στη Γερμανία εκδόθηκε νέο λεξικό που εκτόπισε από την καθομιλουμένη την γλώσσα του Γ’ Ράιχ – με αποτέλεσμα να… διασωθεί μόνο το «Φερμπότεν»!
Συνολικά, «καταργήθηκαν» χίλιες λέξεις, ενώ κυκλοφόρησε και βιβλίο - κόμικ που αφηγείται το Ολοκαύτωμα και το οποίο άρχισε να διδάσκεται πιλοτικά σε 15 γυμνάσια.
Εντάξει, αλλά να μην έχει κανείς ο δικαίωμα να πει την (βλακώδη) γνώμη του;
Και δεν είναι μόνο ο Ίρβινγκ.
Τον Ιούνιο του 2012 πέθανε στα 99 του χρόνια ο Γάλλος φιλόσοφος Ροζέ Γκαροντί, που στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αιχμαλωτίστηκε στην Αλγερία και αργότερα τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, ανάμεσά τους και το αντιστασιακό μετάλλιο.
Διετέλεσε βουλευτής, αντιπρόεδρος της Βουλής και γερουσιαστής. Πλην όμως, το 1996, δημοσίευσε το πιο αμφιλεγόμενο έργο του με τίτλο «Θεμελιώδεις Μύθοι της Ισραηλινής Πολιτικής».
Σε αυτό υποστήριξε ότι «το Ολοκαύτωμα δεν συνέβη όπως μας λένε».
Καταγγέλθηκε από αντιρατσιστικές οργανώσεις και διώχθηκε σύμφωνα με το γαλλικό νόμο που απαγορεύει την αμφισβήτηση της Γενοκτονίας εις βάρος των Εβραίων από το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας, κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Το 1998 καταδικάστηκε σε φυλάκιση με αναστολή, για την άρνηση του Ολοκαυτώματος.
Έπρεπε να φυλακιστεί ο Ροζέ Γκαροντί, ένας ήρωας που πολέμησε το Ναζισμό, αλλά είχε διαφορετική γνώμη, την οποία δεν δίστασε να διατυπώσει;
Για παράδειγμα, αν κάποιος αρνηθεί την Γενοκτονία των Ποντίων – μια γελοία και εξωφρενική άποψη – θα πρέπει να διωχθεί για τη γνώμη του;
Τα θέματα της ελευθερίας της γνώμης είναι πολύ σοβαρά για να αντιμετωπίζονται με τόση ελαφρότητα – και με κάπως γραφειοκρατικό τρόπο.
Και δεν αντιλαμβάνομαι το ύφος ανακοινώσεων (από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ) του τύπου, «ας το φέρουν στη Βουλή και να δούμε ποιοι θα ψηφίσουν και ποιοι όχι».
Συγγνώμη, αλλά τι θα πει αυτό;
Ότι θα ποινικοποιηθεί και η ψήφος των βουλευτών που θα θελήσουν να υπερασπιστούν το δικαίωμα στη γνώμη;
Τι εξυπνάδες είναι τώρα αυτές; Τι είδους μαγκιές;
Για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν το συζητώ.
Τώρα βρήκε ευκαιρία να καταγγείλει τη Νέα Δημοκρατία, ενώ τον Δεκέμβριο του 2011, σε ανάλογη συζήτηση, έλεγε τα αντίθετα – δηλαδή τα σωστά.
Η «Αυγή» έγραφε πως «οι νέες ρυθμίσεις για την καταπολέμηση της ξενοφοβίας και του ρατσισμού αποτελούν απαράδεκτους και αντισυνταγματικούς περιορισμούς της ελευθερίας της έκφρασης. Υπό το πρόσχημα του αντιρατσισμού, επιχειρείται μια επίθεση στην ελευθερία του λόγου...».
Και ο τότε ειδικός αγορητής του ΣΥΡΙΖΑ, Βασίλης Μουλόπουλος, δήλωνε ότι «η πρόταση να αντιμετωπίζεται ποινικά η άρνηση, ο εγκωμιασμός ή η εκμηδένιση των εγκλημάτων γενοκτονίας, των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, των εγκλημάτων πολέμου είναι ατελέσφορη και επικίνδυνη», καθώς «το νομοσχέδιο εγκυμονεί κινδύνους περιορισμού της ελευθερίας της έκφρασης και της διακίνησης ιδεών» και «το μείζον πρόβλημα στην Ελλάδα, είναι η ρατσιστική βία και όχι ο ρατσιστικός λόγος».
Τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ μας λέει πως τότε δεν είχε καταστεί τόσο επικίνδυνο το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής.
Συγγνώμη, αλλά η ψήφιση ενός νόμου δεν μπορεί να εξαρτάται από τη συγκυρία.
Είναι κι’ αυτή άλλη μια επικίνδυνη άποψη.
Και μου θυμίζει την περίπτωση των «τεντιμπόηδων».
Για να αντιμετωπιστεί το διαρκώς εξαπλούμενο φαινόμενο νεαρών που ασχημονούσαν, πετώντας γιαούρτια και παρενοχλώντας τον κόσμο στους δρόμους, ψηφίστηκε (το 1958) ο περίφημος Νόμος 4000.
Προέβλεπε κούρεμα με την ψιλή, σχίσιμο των ρεβέρ των πανταλονιών και δημόσια διαπόμπευση των ταραχοποιών.
Έγινε και τότε μεγάλη συζήτηση για το αν έπρεπε να ψηφιστεί ένας τέτοιος νόμος.
Αυτοί που αντιδρούσαν, είπαν το απλό: «Οι τεντιμπόηδες είναι μόδα και θα περάσει. Ο νόμος θα μείνει».
Και είχαν δίκιο. Για όποιον δεν θυμάται, με το Νόμο 4000 παραπέμφθηκαν και δικάστηκαν οι περισσότεροι από αυτούς που αντιτάχθηκαν στην δικτατορία των Συνταγματαρχών…