Όπως πλέον έχει αποδειχθεί, το πρόβλημα με τον νεοναζισμό, το νεοφασισμό και τη βία στην Ελλάδα είναι καθαρά πολιτικό και τα μνημόνια αποτέλεσαν απλώς την αφορμή, έγιναν το «νομιμοποιητικό» υπόβαθρο για να αναπτυχθεί αυτό που πάντα υπήρχε, αλλά κρυβόταν στα σκοτάδια και περίμενε την κατάλληλη ευκαιρία να βγει από το λαγούμι του.
Τα πολιτικά προβλήματα, όμως, απαιτούν πολιτικές λύσεις.
Και τις πολιτικές λύσεις – στις «κανονικές», βέβαια, χώρες – τις δίνουν τα κόμματα του συνταγματικού τόξου, παραμερίζοντας τις ιδεολογικοπολιτικές διαφορές τους και χαράσσοντας κοινή δράση κατά της βίας του ολοκληρωτισμού.
Στη χώρα μας – πέραν του προβλήματος ότι φαίνεται πως έχουν δημιουργηθεί και πολιτικοί χώροι που… μπαινοβγαίνουν στον χώρο του συνταγματικού τόξου, ανάλογα με τις εκλογικές ανάγκες τους – υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που δεν δείχνουν διατεθειμένες να εγκαταλείψουν τη δική τους γλώσσα του μίσους και των εύκολων καταγγελιών.
Έτσι, μετά το πρωτοφανές φαινόμενο να μην μπορείς να ξεχωρίσεις σε ποιο κόμμα (εντός ή εκτός του συνταγματικού τόξου) ανήκε μια ανακοίνωση για την επέτειο της 21ης Απριλίου, προσφάτως είχαμε και νέο «κρούσμα».
Η (ανύπαρκτη και κατασκευασμένη) αφορμή δόθηκε με το καθιερωμένο εδώ και σαράντα χρόνια κλείσιμο της Βουλής, προκειμένου να ξεκινήσει η λειτουργία του θερινού τμήματος διακοπής, στη διάρκεια του οποίου λειτουργούν κανονικά τρία τμήματα, αποτελούμενα από εκατό βουλευτές το καθένα, με τη Βουλή να συνεδριάζει κανονικά και σε ολομέλεια και σε επιτροπές, να νομοθετεί κανονικά και οι αποφάσεις της να έχουν κανονική ισχύ.
Η δικαιολογία ήταν πως θα μπορούσε να υπάρξει μεθόδευση, προκειμένου η σύνθεση των τμημάτων να είναι τέτοια ώστε οι βουλευτές που διαφωνούν με ένα νομοθέτημα να μπουν σε τμήμα που δεν θα συζητούσε το συγκεκριμένο νομοθέτημα ή να αντικατασταθούν για να μην βρεθούν σε δύσκολη θέση.
Η αλήθεια, όμως, είναι πως οι βουλευτές καλούνται να δηλώσουν σε ποιο ή ποια τμήματα θέλουν να ενταχθούν χωρίς κανείς να τους υποχρεώνει να επιλέξουν συγκεκριμένο τμήμα.
Και η αλήθεια είναι πως όλοι οι βουλευτές που ανήκουν στα κόμματα τα οποία στηρίζουν την κυβέρνηση έχουν ήδη ψηφίσει το μεσοπρόθεσμο και επομένως θα ήταν τουλάχιστον ανακόλουθο να μην ψηφίσουν κάποιον εφαρμοστικό του νόμο.
Είναι επίσης αλήθεια πως τα πράγματα δεν είναι τόσο οριακά για να ανακατώσει κανείς τα τμήματα, χάριν οποιασδήποτε «μεθόδευσης».
Ένα άλλο επιχείρημα που προβλήθηκε, ήταν πως με το κλείσιμο της Βουλής (που κλείνει κάθε χρόνο τέτοιον καιρό και ουδεμία σημασία έχουν οι πέντε μέρες πάνω, πέντε μέρες κάτω), παραγράφονται αδικήματα που δήθεν συντελέστηκαν σε προηγούμενη κοινοβουλευτική περίοδο.
Όταν ετέθη το ερώτημα σχετικώς με το ποια αδικήματα παραγράφονται, δόθηκαν αόριστες απαντήσεις περί του PSI ή για αποφάσεις προηγουμένων κυβερνήσεων ή για δικογραφίες σε βάρος υπουργών και βουλευτών και άρσεις ασυλίας.
Πέραν του γεγονότος ότι η άρση ασυλίας σχετίζεται πλέον με το ξέπλυμα χρήματος (αδίκημα για το οποίο η παραγραφή είναι εικοσαετής), όλα τα άλλα είτε έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή, είτε έχει απορριφθεί από την Ολομέλεια κάθε αίτημα για προκαταρκτική επιτροπή, είτε έχει συσταθεί εξεταστική επιτροπή, έχει ήδη εκδοθεί πόρισμα και έχουν υπάρξει δίκες και καταδίκες (όπως η περίπτωση των υποβρυχίων).
Αν κάποιος θεωρούσε ότι κακώς απορρίφθηκε, δεν είχε παρά να υποβάλει νέο αίτημα, οπότε προφανώς και η Βουλή δεν θα έκλεινε αν προηγουμένως αυτό δεν εξεταζόταν από την Ολομέλεια.
Ουδείς, όμως, είχε υποβάλει τέτοιο αίτημα και δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι περίμενε τα μέσα Ιουνίου για να το πράξει.
Δεν υπήρχε δηλαδή καμιά τέτοια εκκρεμότητα.
Και τελικά, αυτό που έμεινε από όλη αυτή τη φασαρία ήταν και πάλι να μην μπορείς να ξεχωρίσεις ανακοινώσεις και δηλώσεις βουλευτών (και άλλων) από αυτές της Χρυσής Αυγής.
«Έκλεισε η Βουλή!», άρχισαν να φωνάζουν αυτοί που κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι τη Βουλή θέλουν να την κλείσουν αυτοί ακριβώς τους οποίους οι δήθεν φρουροί του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος καταγγέλλουν.
Και ο κόσμος, που έχει τις δικές του σκοτούρες, μπορεί να παρασυρθεί, καθώς πιθανόν να αγνοεί ότι η Βουλή είναι οιονεί ανοιχτή ακόμη και το Δεκαπενταύγουστο.
Και να πιστέψει πως εκτός από τους νεοναζί και τους υμνητές της χούντας, υπάρχουν και άλλοι που κλείνουν τη Βουλή.
Ακούστηκε: «Το κλείσιμο της Βουλής εμποδίζει δημοκρατικές διαδικασίες διαφάνειας», διότι αποτελεί «ένα ξέπλυμα ολκής ποινικών ευθυνών κυβερνητικών προσώπων που και σήμερα ασκούν εξουσία».
Φυσικά, ο αόριστος ισχυρισμός δεν συνοδεύεται από τη διαβεβαίωση ότι υπήρχε κάποιο συγκεκριμένο αίτημα που παρεμποδίστηκε – διότι τέτοιο αίτημα απλώς δεν υπάρχει.
Ακούστηκε: Το κλείσιμο της Βουλής είναι «επικίνδυνο βήμα περιστολής της δημοκρατίας», διότι «σε συνθήκες κρίσης που περνά η χώρα δεν θα έπρεπε να ισχύει ο θεσμός των θερινών τμημάτων».
Όταν τίθεται ξανά η ερώτηση «για ποια συγκεκριμένα έπρεπε να παραμείνει ανοιχτή η Βουλή και να μην υπάρξουν θερινά τμήματα», η απάντηση είναι αποστομωτική:
Για «πράγματα που γνωρίζουμε και πράγματα που δεν γνωρίζουμε»!
Διότι, όπως αναφέρθηκε σε επίσημη ανακοίνωση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο κ. Σαμαράς «φοβάται την ανοιχτή Βουλή, εχθρεύεται τον κοινοβουλευτικό έλεγχο και επιλέγει τις "ασφαλείς" συνθέσεις των θερινών τμημάτων για να ολοκληρώσει τις μνημονιακές του υποχρεώσεις με τον πιο ανώδυνο για την κυβέρνηση τρόπο, αλλά και για να μεταφερθούν τον Οκτώβριο οι συζητήσεις άρσης ασυλίας».
Από κοντά και οι (φυλλοροούντες) ΑΝ.ΕΛ, μερικά στελέχη των οποίων εξέμεσαν πραγματική χολή και μίλησαν περί «στημένων συνθέσεων», αλλά και η ευρισκόμενη σε πολύ δύσκολη θέση ΔΗΜΑΡ, που μίλησε για «θυσία θεσμικών κεκτημένων στο βωμό των μικροκομματικών σχεδιασμών».
Οπότε, όταν ήλθε η ανακοίνωση της Χρυσής Αυγής και πάλι δεν καταφέραμε να διακρίνουμε σε τι αυτή διαφοροποιήθηκε από τον υπόλοιπο οχετό.
Διότι και η Χ.Α. ακριβώς περί «στημένων συνθέσεων» στα θερινά τμήματα μίλησε, περί «αθλίων του μνημονίου» και περί «ύστατης απόπειρας συγκάλυψης σκανδάλων μίλησε και περί «νέας μεθόδευσης σε βάρος του Συντάγματος και της λαϊκής κυριαρχίας» μίλησε.
Οπότε, για άλλη μια φορά η «κυρίαρχη άποψη» (στην οποία συμβάλλουν σταθερά οι χορηγοί της Χ.Α.) ήταν «τι Δημοκρατία, τι χούντα»!