Την επιτομή της «σύγκρουσης συμφερόντων» αποτελεί η περίπτωση του υπουργού Κατρούγκαλου, ο οποίος επιμένει – έχοντας την απόλυτη κάλυψη της κυβέρνησης και προσωπικά του πρωθυπουργού – ότι η εκ μέρους του δικηγορικού του γραφείου ανάληψη υποθέσεων απολυμένων ή διαθεσίμων υπαλλήλων επ’ αμοιβή, αποτελούσε… προσφορά στον αντιμνημονιακό αγώνα.
Πρόκειται για παγκόσμιο φαινόμενο το (εντελώς ακατανόητο) γεγονός ότι παρά τις αποκαλύψεις, ο συγκεκριμένος υπουργός όχι μόνο παραμένει στη θέση του, αλλά και εισηγείται από την περασμένη εβδομάδα ακριβώς το νομοσχέδιο με το οποίο επαναπροσλαμβάνονται 3.900 άτομα.
Βέβαια, ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί τη σύγκρουση συμφερόντων αλά καρτ. Όλοι θυμούνται πως όταν, το περασμένο Νοέμβριο, ξέσπασε ο θόρυβος γύρω από τις φορολογικές πρακτικές που ακολουθεί το Λουξεμβούργο, το θέμα χρησιμοποιήθηκε για να καταγγελθεί για σύγκρουση συμφερόντων ο πρώην πρωθυπουργός της χώρας, Γιουνκέρ, που μόλις είχε αναλάβει πρόεδρος της Επιτροπής.
Τότε, ο Γιουνκέρ, είχε αναλάβει δημόσια την πολιτική ευθύνη, δηλώνοντας ότι το νόμιμο δεν είναι και ηθικό και προσθέτοντας πάντως ότι δεν υπήρξε ο αρχιτέκτονας του φορολογικού συστήματος στη χώρα του.
Τότε ήταν, όμως, που ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δ. Παπαδημούλης είχε μέσα στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου είχε καταγγείλει τον κ. Γιουνκέρ για σύγκρουση συμφερόντων, ζητώντας μάλιστα τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής.
Το αντιευρωπαϊκό Κόμμα της Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP), καθώς και οι ευρωβουλευτές του Εθνικού Μετώπου της Μαρί Λεπέν ζήτησαν την παραίτηση του Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, ενώ η Ευρωπαϊκή Ενωτική Αριστερά (GUE) που κατέχει 52 έδρες στην ευρωβουλή - και στην ομάδα της οποίας ανήκει ο ΣΥΡΙΖΑ - ξεκίνησε εκστρατεία για την συγκέντρωση 76 υπογραφών ευρωβουλευτών που απαιτούνται προκειμένου να κατατεθεί πρόταση μομφής εναντίον του Προέδρου της Επιτροπής.
Η σύγκρουση συμφερόντων είναι μια διεθνώς παραδεδεγμένη (και σε πολλές περιπτώσεις νομοθετημένη) έννοια – και πάντως γίνεται παντού (πλην ΣΥΡΙΖΑ) αποδεκτή, καθώς συνδέει το νόμιμο και το ηθικό, κάτι που είναι αναγκαίο, στη ζωή και στην πολιτική.
Ειδικά για την Ελλάδα, ήδη από τον Ιούνιο του 2006, η Έκθεση Γκρέκο, της επιτροπής καταπολέμησης διαφθοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης, έκανε ειδική αναφορά στα ζητήματα της σύγκρουσης συμφερόντων στη χώρα μας.
Οι πιο σημαντικές υποθέσεις
Στην Ιταλία, τα ζητήματα ελέγχου της σύγκρουσης συμφερόντων έχουν ανατεθεί σε μια Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή εδώ και πάνω από δέκα χρόνια – κυρίως με αφορμή την περίπτωση Μπερλουσκόνι και το προβάδισμα που είχε λόγω της ιδιοκτησίας μέσων ενημέρωσης.
Μάλιστα, τη νομοθέτησε ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι, ο οποίος, αν και κατηγορήθηκε ότι έφτιαξε ένα νόμο στα μέτρα του, τελικά ελέγχθηκε μια χαρά.
Η Αρχή, τα μέλη της οποίας διορίζονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων της ιταλικής Bουλής, αναλαμβάνει δράση ακόμη και κατόπιν καταγγελιών των πολιτών, ασχέτως αν έχουν έννομο συμφέρον ή όχι, λειτουργώντας ως ανακριτική αρχή με αρμοδιότητες στην πάταξη της διαπλοκής. Μετά τη διερεύνηση μιας υπόθεσης την παραπέμπει στη Δικαιοσύνη, μαζί με έκφραση γνώμης.
Έκτοτε, ο νόμος έχει εφαρμοστεί αρκετές φορές, όπως στην περίπτωση του Γκουίντο Μπερτολάζο, επικεφαλής πολιτικής προστασίας της Ιταλίας, εμβληματική προσωπικότητα που έφερνε σε πέρας όλες τις δύσκολες αποστολές, όπως ο σεισμός στην Άκουιλα, ο οποίος παραιτήθηκε τον Φεβρουάριο του 2010. Η έρευνα ξεκίνησε μετά τη σύλληψη του Αντζελο Μπαλντούτσι, στενού συνεργάτη του Μπερτολάζο, που είχε αναλάβει τον συντονισμό για τη διεξαγωγή της Συνόδου του G8, που αρχικά επρόκειτο να γίνει στη Σαρδηνία και τελικά μεταφέρθηκε στην Άκουιλα. Αργότερα, εντοπίστηκαν διασυνδέσεις μεταξύ του Μπαλντούτσι και κατασκευαστικών εταιριών, που είχαν αναλάβει να μετατρέψουν πρώην βάση του ΝΑΤΟ στη Σαρδηνία σε πολυτελή ξενοδοχεία, για να φιλοξενηθούν οι ηγέτες των χωρών που θα συμμετείχαν στη Σύνοδο.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Απρίλιο του 2008, η Χίλαρι Κλίντον, υπουργός των Εξωτερικών τότε, υποχρεώθηκε να στερηθεί τις υπηρεσίες του «γκουρού» της επικοινωνίας της: Ο σύμβουλός της Μάρκ Πεν παραιτήθηκε λόγω σύγκρουσης συμφερόντων, επειδή απλά και μόνο συναντήθηκε με Κολομβιανό διπλωμάτη για να συζητήσουν σχετικά με μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου, για την οποία η αμερικανική διπλωματία είχε εκφράσει τη διαφωνία της.
Ο Μαρκ Πεν συναντήθηκε με τον Κολομβιανό πρέσβη όχι με την ιδιότητα του συμβούλου επικοινωνίας της υπουργού, αλλά με αυτήν του βασικού μετόχου και επικεφαλής εταιρίας δημοσίων σχέσεων, η οποία και είχε αναλάβει την προώθηση της συμφωνίας. Αποκαλύφθηκε όμως ότι ο σύμβουλος της Κλίντον στην ουσία υπηρετούσε δυο αφεντάδες με συγκρουόμενα συμφέροντα και απόψεις. Όταν η υπόθεση έγινε γνωστή, ο Μαρκ Πεν ανέλαβε τις ευθύνες του, με αποτέλεσμα να χάσει και τις δυο δουλειές: Και οι Κολομβιανοί ακύρωσαν τη συμφωνία με την εταιρία του και η Χίλαρι διέκοψε τη συνεργασία μαζί του.
Τον Ιούλιο του 2011, έντονη κριτική δέχθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επειδή απέτυχε να ελέγξει τη σύγκρουση συμφερόντων που προέκυψε από την πρόσληψη του πρώην προέδρου του ευρωκοινοβουλίου και πρώην υποψήφιου για την ιρλανδική προεδρία Πατ Κοξ, ως συμβούλου της.
Η κριτική προήλθε από τον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή Νικηφόρο Διαμαντούρο από τον οποίο το Παρατηρητήριο της Ευρώπης των Πολυεθνικών (CEO), μία ομάδα για τη διαφάνεια στα ινστιτούτα της ΕΕ, ζήτησε να διερευνήσει την υπόθεση.
Ο Κοξ ήταν ειδικός σύμβουλος της Επιτρόπου για την Προστασία των Καταναλωτών Μεγκλένα Κούνεβα κατά την περίοδο 2007- 2009. Την ίδια ώρα, σύμφωνα με το CEO ο Πατ Κοξ ήταν λομπίστας για την Microsoft, την Michelin και την Pfizer, εργαζόταν για την συμβουλευτική εταιρία APCΟ, ενώ είχε και τη δική του εταιρία λόμπι την European Integration Solutions.
Δεν ήταν αυτή η πρώτη φορά. Από το 2004 ακούγονται στην ΕΕ φωνές όσον αφορά στις προηγούμενες επαγγελματικές δραστηριότητες των Επιτρόπων.
Ακόμη και κατά τον διορισμό της νέας Επιτροπής, τον περασμένο Σεπτέμβριο, τέθηκαν θέματα από περιβαλλοντικές οργανώσεις, για τον Ισπανό Μιγκέλ Άριας Κανιέτε, πρώην υπουργό Γεωργίας της Ισπανίας, στον οποίο ανατέθηκε το χαρτοφυλάκιο Κλίματος και Ενέργειας.
Όπως είπαν, ο Κανιέτε, που δήλωσε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ότι διακρατεί μετοχές δύο πετρελαϊκών εταιρειών, «θα πρέπει να επιλύσει τις συγκρούσεις συμφερόντων».
Στην Κύπρο, από τον Σεπτέμβριο του 2014 διαρκεί η κρίση γύρω από το ζήτημα σύγκρουσης συμφερόντων που έχει εγερθεί σχετικά με τη διοικήτρια της Κεντρικής Τράπεζας, Χρυστάλλα Γιωρκάτζη.
Όπως αποκαλύφθηκε, το δικηγορικό γραφείο του Ανδρέα Γιωρκάτζη, εν διαστάσει συζύγου της κ. Γιωρκάτζη, στο οποίο εργάζεται και η κόρη της, εκπροσωπεί στα κυπριακά δικαστήρια τη MIG και τον Ανδρέα Βγενόπουλο.
Η σύγκρουση συμφερόντων εντοπίζεται από τα κυπριακά κόμματα στο γεγονός ότι με την ιδιότητα της διοικήτριας της Κεντρικής Τράπεζας εποπτεύει τις έρευνες που γίνονται για την κατάρρευση της Λαϊκής Τράπεζας.
Για σύγκρουση συμφερόντων είχε παραιτηθεί, τον Απρίλιο του 2013, από την ερευνητική επιτροπή για την οικονομική κρίση στην Κύπρο, ο δικαστής Παναγιώτης Καλλής, λόγω σύγκρουσης συμφερόντων με υποθέσεις του δικηγορικού γραφείου των παιδιών του.
Στη Γαλλία, πριν από έναν χρόνο, παραιτήθηκε ο στενός πολιτικός σύμβουλος του προέδρου Φρανσουά Ολάντ, Ακιλίνο Μορέγ, αφού κατηγορήθηκε για σύγκρουση συμφερόντων και πολυτελή βίο.
Σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύτηκε στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα Mediapart, ο Ακιλίνο Μορέγ εισέπραξε το 2007 12.500 ευρώ για εργασίες συμβούλου στο εργαστήριο της Δανίας Lundbeck, την ίδια στιγμή που εργαζόταν στο πλαίσιο ενός διυπουργικού οργανισμού επιφορτισμένου κυρίως να ελέγχει τη φαρμακευτική βιομηχανία.
Η Mediapart αναφέρθηκε επίσης στον τρόπο ζωής του πολιτικού συμβούλου του Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος είχε… 30 ζευγάρια ακριβά παπούτσια κατά παραγγελία, που… λούστραρε κάθε δύο μήνες στο προεδρικό μέγαρο, καθώς και δύο οδηγούς στη διάθεση του ιδίου και των οικείων του.
Αν και επρόκειτο για υπόθεση του 2007, ο Μορέγ δήλωσε πως παραιτείται «προκειμένου να μην παρεμποδίσει το έργο του Προέδρου της Δημοκρατίας, της κυβέρνησης και της πλειοψηφίας, σε μια ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή στη ζωή της χώρας».
Επίσης τον Απρίλιο του 2013, η Γαλλία συγκλονίστηκε από την απαγγελία κατηγορίας σε βάρος του πρώην υπουργού Προϋπολογισμού Ζερόμ Καϊζάκ, ο οποίος διατηρούσε λογαριασμό στην Ελβετία και μετά στη Σιγκαπούρη – και ο οποίος φυσικά παραιτήθηκε.
Αμέσως, ο πρόεδρος Ολάντ ανακοίνωσε τη δημιουργία μιας Ανεξάρτητης Αρχής για τον έλεγχο των περιουσιακών στοιχείων και τις ενδεχόμενες συγκρούσεις συμφερόντων υπουργών, βουλευτών και υψηλόβαθμων αιρετών.
Και βέβαια, πάντα στη Γαλλία, η υπόθεση Μπετανκούρ, σοβεί από το 2012 και οδήγησε ακόμη και στην φυλακή, το προηγούμενο καλοκαίρι, τον πρώην Πρόεδρο Σαρκοζί, με την κατηγορία της πιθανής παράνομης χρηματοδότησης, το 2007, της προεκλογικής του εκστρατείας από τη Λιλιάν Μπετανκούρ, κληρονόμο του ομίλου L'Oréal, με αντάλλαγμα φορολογικές ελαφρύνσεις.
Η υπόθεση Μπετανκούρ είχε οδηγήσει στην αποχώρηση του πρώην υπουργού Εργασίας του Σαρκοζί, Ερίκ Βερτ, με την υποψία της σύγκρουσης συμφερόντων και της παράνομης χρηματοδότησης εκλογικής εκστρατείας.
Ήδη από τον Μάρτιο του 2011, οι Γάλλοι υπουργοί και τα μέλη των γραφείων τους υποχρεώνονται να συμπληρώνουν «μία δήλωση συμφερόντων», απαντώντας σε ένα ερωτηματολόγιο, από όπου πρέπει να προκύπτει σαφώς αν κάποια από τις επαγγελματικές δραστηριότητές τους εμπίπτει σε σύγκρουση συμφερόντων.
Για σύγκρουση συμφερόντων κατηγορήθηκε και ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος δημοσίως διαφώνησε πέρσι για τη στάση της Δύσης έναντι της Ρωσίας, υπερασπιζόμενος τις ενέργειες της Μόσχας στην Κριμαία και καταδικάζοντας τις κυρώσεις.
Κι’ αυτό, διότι, όπως αναφέρθηκε, ο πρώην καγκελάριος λαμβάνει ετησίως 250.000 ευρώ ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου μιας κοινοπραξίας με την Gazprom για τον αγωγό μεταφοράς φυσικού αερίου Nord Stream.
Τον Νοέμβριο του 2013, από το προεδρείο του γερμανικού Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος (CDU) αποσύρθηκε ο πρώην υφυπουργός στην Καγκελαρία Έκαρτ Φον Κλέντεν, ο οποίος προκάλεσε έντονη κριτική με την απόφασή του να εργαστεί στην αυτοκινητοβιομηχανία Daimler ως υπεύθυνος των διεθνών σχέσεων.
Όπως ο ίδιος δήλωσε, αποφάσισε να εγκαταλείψει τη θέση του στο προεδρείο του κόμματος, προκειμένου να σταματήσει περαιτέρω εικασίες σχετικώς με μια πιθανή σύγκρουση συμφερόντων.
Τον Μάρτιο του 2013, η Ομάδα Κρατών κατά της Διαφθοράς του Συμβουλίου της Ευρώπης (GRECO) παρότρυνε την Φινλανδία να εντείνει περισσότερο τους ελέγχους για την καταπολέμηση της διαφθοράς στο επίπεδο της «σύγκρουσης συμφερόντων» στην δραστηριότητα των βουλευτών της χώρας. Και μιλάμε για μια χώρα που διαθέτει ένα από τα αποτελεσματικότερα συστήματα για την πρόληψη της διαφθοράς μεταξύ των μελών του κοινοβουλίου, των δικαστών και των εισαγγελέων.
Κάποιοι παραιτούνται…
Επίσης τον Μάρτιο του 2013 παραιτήθηκε ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης συνασπισμού και υπουργός Οικονομικών του Βελγίου, ο Φλαμανδός Χριστιανοδημοκράτης Στέφεν Βανάκερε, καθώς κατηγορήθηκε για πιθανή σύγκρουση συμφερόντων σε σχέση με την τράπεζα Belfius (πρώην Dexia).
Σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε ο 49χρονος Βανάκερε απέρριψε ότι διέπραξε οποιοδήποτε σφάλμα στην υπόθεση που συνδέεται με την εξαγορά στοιχείων που διακρατούσε το Φλαμανδικό Χριστιανικό Εργατικό Κίνημα (ACW), από την κρατικοποιημένη τράπεζα Belfius.
Ωστόσο, όπως είπε, οι υπαινιγμοί για το πρόσωπό του δεν του επιτρέπουν να παραμείνει στην κυβέρνηση, την ώρα που το Βέλγιο ετοιμάζεται για νέα μέτρα λιτότητας ώστε να μειώσει το δημοσιονομικό του έλλειμμα.
«Το κλίμα δυσπιστίας που δημιουργήθηκε από αυτήν την υπόθεση με εμποδίζει στην δουλειά μου και καταφέρει πλήγμα στο συμφέρον της χώρας. Αυτό είναι υπεράνω αυτού που θα μπορούσα σε προσωπικό επίπεδο να δεχτώ», εξήγησε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η θέση του Βανάκερε επιβαρύνθηκε μετά την αποκάλυψη του φλαμανδικού Τύπου ότι ένας διευθυντής της Belfius κατείχε θέση εξωτερικού συμβούλου στο υπουργικό του γραφείο.
Πρόσφατα, στις αρχές Φεβρουαρίου, παραιτήθηκε ο Καναδός ακαδημαϊκός Ουίλιαμ Σάμπας, επικεφαλής της επιτροπής έρευνας του ΟΗΕ για τον πόλεμο μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων το καλοκαίρι του 2014, μετά τους ισχυρισμούς του Ισραήλ για σύγκρουση συμφερόντων, καθώς στο παρελθόν έχει εργαστεί για την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης.
Η παραίτηση του Σάμπας ανακοινώθηκε μετά από μια επιστολή του πρεσβευτή του Ισραήλ στον ΟΗΕ, Εβιάταρ Μάνορ, προς τον πρόεδρο του Συμβουλίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Γιοάχιμ Ρούκερ με την οποία καταγγέλλει «την κατάφωρη σύγκρουση συμφερόντων» και την προηγούμενη σχέση του Σάμπας με τους Παλαιστίνιους.
Από την πλευρά του, ο Σάμπας ανέφερε σε επιστολή του προς τον Ρούκερ ότι τον Οκτώβριο του 2012 έλαβε 1.300 δολάρια για να προσφέρει νομικές συμβουλές στην ΟΑΠ, ωστόσο υπογράμμισε ότι ως πρόεδρος της επιτροπής έρευνας του ΟΗΕ έδρασε με πλήρη «ανεξαρτησία και αμεροληψία».
Στη Σλοβακία, τον Οκτώβριο του 2014, παραιτήθηκαν ομαδικά οι δημοσιογράφοι της μεγαλύτερης πολιτικής εφημερίδας, της SME, για να διαμαρτυρηθεί εναντίον της πώλησης της εφημερίδας στον τσεχοσλοβακικό χρηματοοικονομικό όμιλο Penta, για τον οποίο υπάρχουν υποψίες ότι είναι αναμιγμένος σε μια υπόθεση διαφθοράς.
Ο όμιλος Penta, ο οποίος δραστηριοποιείται στην αγορά ακινήτων, την υγεία, τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, το εμπόριο και τα μέσα ενημέρωσης, εξαγόρασε τις μισές από τις μετοχές του εκδοτικού οίκου Petit Press, ιδιοκτήτη της SME, από τον γερμανικό όμιλο Ράινισε Ποστ Μέντιενγκρούπε.
Το 2012, από υποκλοπές των Σλοβακικών Υπηρεσιών Πληροφοριών (SIS), είχαν αποκαλυφθεί στενές σχέσεις ανάμεσα στον Penta και πολιτικούς αξιωματούχους κατά την περίοδο 2005-2006.
«Αν τα ντοκουμέντα που περιέχονται στον φάκελο της υπόθεσης είναι αυθεντικά, ο Penta είναι αναμιγμένος στη διαφθορά πολιτικών προσώπων, στην παράνομη χρηματοδότηση πολιτικών κομμάτων, στη διαίρεση του κράτους ανάμεσα σε διάφορες ομάδες επιρροής», κάτι που συνιστά σε τελική ανάλυση μια απειλή εναντίον της Δημοκρατίας, έγραψαν οι παραιτηθέντες δημοσιογράφοι στον ιστότοπο opentat.sk.
Και πρόσθεσαν: «Αγοράζοντας έναν εκδοτικό όμιλο, ο Penta αποκτά ένα νέο εργαλείο για να επηρεάζει το νομοθετικό περιβάλλον (...). Δημιουργείται λοιπόν μια ανοικτή σύγκρουση συμφερόντων στη μέση της οποίας βρίσκονται όλοι οι συντάκτες».
Στην Αυστραλία, ο ομογενής Μάικλ Φώτιος, πρώην βουλευτής του Φιλελεύθερου κόμματος της Νέας Νότιας Ουαλίας, υπήρξε τον Σεπτέμβριο του 2013, ένα από τα πρώτα «θύματα» της νέας πολιτικής που αποφάσισε να εφαρμόσει ο πρωθυπουργός Τόνι Άμποτ.
Σύμφωνα με αυτήν, οι αξιωματούχοι του κόμματος δεν μπορούν να διατηρούν επαγγελματική δραστηριότητα, κάνοντας λόμπι στην κυβέρνηση για λογαριασμό πελατών τους. Έτσι, ο Μ. Φώτιος, από τους πιο ισχυρούς συντηρητικούς λομπίστες της Νέας Νότιας Ουαλίας, υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από την Εκτελεστική Επιτροπή του Φιλελεύθερου κόμματος, μετά από 30 χρόνια υπηρεσίας, «για να μην υπάρχει σύγκρουση συμφερόντων».
Μερικά χρόνια νωρίτερα, τον Ιούνιο του 2009, στην Αυστραλία είχε παραιτηθεί ο υπουργός Άμυνας Τζόελ Φιτζγκίμπον, εξ αιτίας αποκαλύψεων για ταξιδιωτικά του έξοδα που κάλυψε το κράτος και τη σύγκρουση συμφερόντων εξ αιτίας σύμβασης που συνήψε η κυβέρνηση με επιχείρηση η οποία ανήκει στον αδελφό του.
Τον Οκτώβριο του 2012, στη Ρουμανία παραιτήθηκε ο υπουργός Υγείας Βασίλε Τσεπόι, όταν η Εθνική Υπηρεσία Ακεραιότητας (ANI) ενημέρωσε τη Διεύθυνση για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς (DNA) ότι ζήτησε τη διεξαγωγή έρευνας για τις καταγγελίες, σύμφωνα με τις οποίες ο Τσεπόι εμπλεκόταν σε σύγκρουση συμφερόντων, σε εγκλήματα σε βάρος οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, καθώς και σε αδικήματα διαφθοράς.
Η έρευνα αφορούσε έργο που χρηματοδοτήθηκε μέσω προγραμμάτων ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού (SOP-HRD), όταν ο Βασίλε Τσεπόι ήταν διευθυντής του Τμήματος Δημόσιας Υγείας στο Ιάσιο και η Εθνική Υπηρεσία Ακεραιότητας υποστήριξε ότι ο Τσεπόι συμμετείχε στη λήψη αποφάσεων υπογράφοντας συμφωνία για τη συμμετοχή του οργανισμού που διαχειριζόταν σε πρόγραμμα για την ποιότητα και την αποδοτικότητα στη δημόσια υγεία, καθώς και ότι ο ίδιος και η σύζυγός προσλήφθηκαν για την υλοποίηση του προγράμματος και έλαβαν το ποσό των 42.400 ευρώ.
Επιτροπή Πρόληψης και Εντοπισμού Σύγκρουσης Συμφερόντων υπάρχει και στη Βουλγαρία, η οποία έχει δραστηριοποιηθεί σε αρκετές περιπτώσεις, η Ολομέλεια της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης έχει από τον Οκτώβριο του 2012 υιοθετήσει ένα νέο Κώδικα Δεοντολογίας για τους βουλευτές μέλη της, που περιλαμβάνει και τα θέματα σύγκρουσης συμφερόντων,
Τον Νοέμβριο του 2009, ο τότε πρόεδρος της Ρωσίας Ντμίτρι Μεντβέντεφ είχε απολύσει τον κορυφαίο σύμβουλό του σε θέματα επικοινωνίας και ΜΜΕ Μιχαήλ Λεζίν και υπουργό Τύπου από το 1999 ως το 2004, για παραβίαση κυβερνητικών κανονισμών, μεταδίδουν σήμερα τα ρωσικά μέσα ενημέρωσης.
Ο Λεζίν είχε ιδρύσει το 1990 τη μεγαλύτερη εταιρία τηλεοπτικής διαφήμισης της Ρωσίας και, όπως έγραψε ο Τύπος, ο Λεζίν απολύθηκε επειδή «χρησιμοποίησε τη θέση του για να διευθετήσει ζητήματα που δε συνδέονται με τα επίσημα καθήκοντά του».
Τον Οκτώβριο του 2008, ο πρωθυπουργός της Ταϊλάνδης Τακσίν Σιναουάτρα καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο χρόνων για σύγκρουση συμφερόντων και μετά την αποφυλάκισή του καταδικάστηκε σε υπερορία.
Τον Δεκέμβριο του 2008, όταν ο Μπαράκ Ομπάμα διόρισε υπουργό των Εξωτερικών τη Χίλαρι Κλίντον, ο σύζυγός της και πρώην Πρόεδρος Μπιλ Κλίντον, δέχτηκε να αποκαλύψει τα ονόματα περισσοτέρων από 200.000 δωρητών του Ιδρύματός του για να αποφύγει τη σύγκρουση συμφερόντων και να επιτρέψει στη σύζυγο του να τεθεί επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας.
Για σύγκρουση συμφερόντων είχε κατηγορηθεί – και βρεθεί ένοχος – το 2007 από την Επιτροπή Ηθικής της Παγκόσμιας Τράπεζας και ο τότε πρόεδρός της Πολ Γούλφοβιτς, επειδή ζήτησε την προαγωγή και αύξηση του μισθού της συντρόφου του Σάχα Ριζά.
Το 2005, όταν στον ΟΗΕ ξέσπασε το σκάνδαλο γύρω από το πρόγραμμα «Πετρέλαιο έναντι Τροφίμων», στο Ιράκ, ο τότε γ.γ. Κόφι Ανάν κατηγορήθηκε για σύγκρουση συμφερόντων, λόγω της δραστηριότητας του γιου του, ο οποίος εργαζόταν σε εταιρία που σχετιζόταν με το πρόγραμμα.
Για σύγκρουση συμφερόντων είχε κριθεί «ένοχος» το 2003, επί Πρόντι, ο τότε διευθυντής της Eurostat, Ιβ Φρανσέ, καθώς εργαζόταν παράλληλα και σε δύο εταιρείες συμβούλων, τις Εurocost και Cesd.
Στο πλαίσιο σειράς ερευνών είχε διαπιστωθεί σωρεία παρατυπιών και σε άλλες περιπτώσεις σχετιζόμενες με την ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία, ήδη από το 1998.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Μάρτιο του 1999 είχε παραιτηθεί το σύνολο της Επιτροπής Σαντέρ.
Το 2003, ο Ρίτσαρντ Περλ, αρχιτέκτονας της πολιτικής που ακολουθήθηκε από τις ΗΠΑ στον πόλεμο κατά του Ιράκ, υπέβαλε την παραίτησή του από ένα συμβουλευτικό όργανο του Πενταγώνου, μετά από καταγγελίες για πιθανή σύγκρουση συμφερόντων όσον αφορά την θέση του ως επιχειρηματικού συμβούλου και συμβούλου του υπουργείου Αμύνης.
Τον Δεκέμβριο του 2002, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, παραιτήθηκε από πρόεδρος μιας ανεξάρτητης επιτροπής που διερευνούσε τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου.
Στην επιστολή παραίτησής του που απέστειλε στον πρόεδρο Μπους, ο Κίσινγκερ είχε αναφέρει πως η απόφασή του οφειλόταν σε σύγκρουση συμφερόντων όσον αφορά την εταιρία συμβούλων του, Kissinger Associates.
Το 2000 παραιτήθηκε ο υπουργός Παιδείας της Νότιας Κορέας, Σονγκ Τζα, όταν κατηγορήθηκε για εκμετάλλευση της θέσης που κατείχε στην εταιρεία Σάμσουνγκ Ελεκτρόνικς προκειμένου να εξαγοράσει μεγάλο αριθμό μετοχών της κερδίζοντας πολλές χιλιάδες δολάρια.
Τον Δεκέμβριο του 1998, ο Βρετανός υπουργός Βιομηχανίας και Εμπορίου Πίτερ Μάντελσον, στενός συνεργάτης του Τόνι Μπλερ, παραιτήθηκε έπειτα από κατηγορίες για ένα δάνειο το οποίο πήρε από τον (πολυεκατομμυριούχο) συνάδελφό του υπουργό και ταμία του κόμματος Τζέφρι Ρόμπινσον, ο οποίος επίσης ελέγχθηκε σχετικά με τον αν συγκρούονται τα πολιτικά με τα επιχειρηματικά συμφέροντά του.
Σύμφωνα με τον βρετανικό Τύπο, υπήρχε πιθανή σύγκρουση συμφερόντων, καθώς οι υπό τον Μάντελσον υπηρεσίες του υπουργείου Βιομηχανίας και Εμπορίου διεξήγαγαν εκείνη την εποχή έρευνα για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Ρόμπινσον.
Τον Οκτώβριο του 1998, παραιτήθηκε η υπουργός Παιδείας της Σουηδίας Ίλβα Γιόχανσον, επειδή… ερωτεύθηκε τον τότε υπουργό Οικονομικών της χώρας.
Ο εκπρόσωπος του Σουηδού πρωθυπουργού είχε δηλώσει ότι η παραίτηση της Γιόχανσον έγινε δεκτή διότι θα μπορούσε να παρουσιαστεί σύγκρουση συμφερόντων.
Τον Νοέμβριο του 1997, ο Βρετανός τότε πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ είχε αναγκαστεί να δώσει σε ένα αντικαρκινικό ίδρυμα τα χρήματα (ένα εκατομμύριο λίρες στερλίνες) που είχε λάβει ως οικονομική επιχορήγηση το Εργατικό
Κόμμα της Βρετανίας, από τον πρόεδρο της ομοσπονδίας της Φόρμουλα 1, Μπέρνι Έκλεστον.
Είχε προηγηθεί σκάνδαλο που προκλήθηκε από την απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης να εξαιρέσει τους αγώνες Φόρμουλα 1 από την απαγόρευση διαφήμισης τσιγάρων, γεγονός που αποδόθηκε σε σύγκρουση συμφερόντων, αφού ο Έκλεστον ήταν χρηματοδότης του κυβερνώντος κόμματος.
Αυτές δεν είναι οι μοναδικές περιπτώσεις. Ίσως είναι οι πιο σημαντικές και οι πιο τρανταχτές.
Και οπωσδήποτε πολύ χρήσιμες για όσους στη χώρα όπου ανθεί η φαιδρά πορτοκαλέα δεν αντιλαμβάνονται τι σημαίνει «σύγκρουση συμφερόντων».
Πολύ περισσότερο που, στις περισσότερες από τις περιπτώσεις, οι παραιτήσεις έρχονται και με μόνη την υπόνοια, τον υπαινιγμό, την πιθανή σύγκρουση συμφερόντων…