Οι προτάσεις μου για τις συνταγματικές αλλαγέςΓράφει ο
Αντώνης Φούσας
Η Ελληνική Κοινωνία αξιώνει βαθιές και ριζικές τομές στη Δημόσια Διοίκηση και στο Πολιτικό Σύστημα, ενώ, έχει πλήρως ωριμάσει η ιδέα και οι πολιτικές συνθήκες επιβάλλουν την άμεση Αναθεώρηση του ισχύοντος Συντάγματος.
Ύστερα από μελέτη εκ μέρους μου του θέματος αυτού και με βάση και την εμπειρία μου, διότι συμμετείχα στις αρμόδιες Επιτροπές, τόσο του Κόμματος της Ν.Δ., όσο και της Βουλής, για τις Αναθεωρήσεις του 2000/2001 και του 2007/2008, κρίνω, ότι είναι απολύτως αναγκαία η Αναθεώρηση σειράς συνταγματικών διατάξεων, που θα παραθέσω σε σειρά άρθρων μου:
Α). ΒΑΣΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΑΜΕΣΗ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΡΙΖΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΜΑΣ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ:
1) Άρθρ. 29 Σ (Διαφάνεια Πολιτικών Κομμάτων και Υποψηφίων Βουλευτών)
Η διάταξη αυτή ρυθμίζει τα της ίδρυσης, λειτουργίας και οικονομικής ενίσχυσης των πολιτικών κομμάτων της Χώρας μας. Άλλες διατάξεις του Συντάγματος, που αναφέρονται στα Κόμματα είναι τα άρθρα 37, 68, 53, 71, 73 §4, 76 §4 και 113.
Το μείζον θέμα σήμερα στην Ελληνική Κοινωνία, και ιδίως μετά το γνωστό σκάνδαλο της Siemens, είναι η κατοχύρωση της αρχής της διαφάνειας, τόσο των Κομμάτων, όσο και των υποψηφίων Βουλευτών. Έτσι μόνο, είναι δυνατόν να αποκατασταθεί η για πολλούς λόγους τρωθείσα τιμή του πολιτικού κόσμου και να εξασφαλισθεί η ισότητα της διεξαγωγής του πολιτικού αγώνα των Κομμάτων και των υποψηφίων Βουλευτών.
Πρέπει, ειδικότερα, να υπάρξει συνταγματική ρύθμιση, βάσει της οποίας θα θεσπισθούν και θα εξασφαλισθούν εγγυήσεις πλήρους διαφάνειας, ως προς τα οικονομικά των Πολιτικών Κομμάτων και των υποψηφίων Βουλευτών.
Σήμερα, και ιδίως τα τελευταία χρόνια έχουν υπάρξει πλανώμενες βαριές σκιές ή και σε ορισμένες περιπτώσεις και αποδείξεις και προκλητικές ομολογίες, που δηλητηριάζουν το δημόσιο βίο και κλονίζουν το πολιτικό σύστημα και την ίδια τη Δημοκρατία.
Η μόνη λύση είναι ο συνεχής και αντικειμενικός έλεγχος των οικονομικών των Κομμάτων και των υποψηφίων Βουλευτών και οι αυστηρές κυρώσεις στους παραβάτες. Έτσι μόνο υπάρχει κάποια ελπίδα να αποκαταστήσουμε και να διασφαλίσουμε την αξιοπιστία της πολιτικής και των Κομμάτων.
Για τους λόγους αυτούς, προτείνεται να συμπληρωθεί στο άρθρ. 29 του Συντάγματος σχετική διάταξη, βάσει της οποίας τα πολιτικά Κόμματα να τηρούν επίσημα λογιστικά βιβλία, να δημοσιεύονται κάθε χρόνο στο διαδίκτυο οι ισολογισμοί τους και να γίνεται συνεχής έλεγχος από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Επίσης, από το Ελεγκτικό Συνέδριο να ελέγχονται και τα έσοδα και οι δαπάνες των υποψηφίων Βουλευτών, οι δε παραβάτες να εκπίπτουν από το βουλευτικό τους αξίωμα. Στο διαδίκτυο, επίσης, πρέπει ν΄ ανακοινώνονται οι πάσης φύσεως χορηγίες, τόσο των Κομμάτων, όσο και των υποψηφίων Βουλευτών.
2) Αρθρ. 32 του Συντάγματος (εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας).
Η διάταξη αυτή προβλέπει τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας. Σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4 του εν λόγω άρθρου, η εκλογή Προέδρου συνδέεται και με την προσφυγή σε βουλευτικές εκλογές, εάν, και κατά την τρίτη ψηφοφορία, ο προταθείς υποψήφιος Πρόεδρος δεν συγκεντρώσει πλειοψηφία τριών πέμπτων του όλου αριθμού των βουλευτών, οπότε η Βουλή διαλύεται μέσα σε δέκα ημέρες από την τελευταία ψηφοφορία και προκηρύσσεται εκλογή για ανάδειξη νέας Βουλής. Από τη νέα Βουλή μπορεί, να εκλεγεί Πρόεδρος και με την τρίτη και πάλι σ’ αυτή ψηφοφορία, εφόσον συγκεντρώσει την σχετική πλειοψηφία των Βουλευτών.
Όπως, μέχρι τώρα, έχει αποδειχθεί, η διάταξη αυτή λειτούργησε τις περισσότερες φορές πολύ θετικά και πολύ συναινετικά, και αυτό είναι εξαιρετικά καλό, τόσο για την ίδια τη Δημοκρατία, όσο και για τον θεσμό του Προέδρου.
Υπήρξαν, όμως, και περιπτώσεις, που η απειλή των εκλογών λειτούργησε εκβιαστικά, είτε προς την κατεύθυνση εκλογής συγκεκριμένου προσώπου, ως Προέδρου, είτε και για να οδηγηθεί η Χώρα σε πρόωρες εκλογές. Αυτό, ασφαλώς, δεν είναι πολιτικά ορθό, ούτε για τη Δημοκρατία, ούτε και για το κύρος του ίδιου του Προέδρου, και ούτε, πολύ περισσότερο, για το σεβασμό της λαϊκής κυριαρχίας, εφόσον η Βουλή και η απ’ αυτή προερχόμενη Κυβέρνηση εκλέγεται, προκειμένου να εφαρμόσει, για όλο αυτό το διάστημα των 4 ετών, το πρόγραμμά της, βάσει της τελευταίας εντολής του λαού.
Επομένως, είναι απόλυτη ανάγκη, να αποσυνδεθεί η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, λόγω της εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Αυτό δε θα μπορεί να συμβεί, εάν επαναληφθεί η ψηφοφορία, από την ίδια πάντοτε Βουλή, τέσσερις φορές, μέχρι να συμπληρωθεί το ποσοστό των τριών πέμπτων του όλου αριθμού των Βουλευτών, και, εάν και τότε δεν επιτευχθεί αυτό, θα ακολουθήσει και πέμπτη ψηφοφορία, κατά την οποία θα είναι αρκετή η απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Εάν και τη πέμπτη φορά δεν επιτευχθεί η απαιτούμενη αυτή πλειοψηφία, τότε επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία, ακόμη μια φορά (6η), μεταξύ των δύο προσώπων, που πλειοψήφησαν και εκλέγεται Πρόεδρος εκείνος, που συγκέντρωσε τη σχετική πλειοψηφία.
Δια του τρόπου αυτού, και ο πολιτικός εκβιασμός, όπως προαναφέρθηκε, αποφεύγεται, και μεγάλες δαπάνες για τις νέες εκλογές δεν γίνονται, και ιδίως το πρόγραμμα μιας εκλεγμένης Κυβέρνησης δεν ανακόπτεται.
Επομένως, είναι ανάγκη, ν΄ αναθεωρηθεί η διάταξη αυτή του αρθρ.32 του Συντάγματος, προς την ως άνω κατεύθυνση και ν΄ αποσυνδεθεί η διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας με τις ενδεχόμενες βουλευτικές εκλογές.
3) Αρθρ. 41 § 2 του Συντάγματος (Διάλυση της Βουλής).
Η διάταξη αυτή του Συντάγματος ορίζει, ότι «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας διαλύει τη Βουλή με πρόταση της Κυβέρνησης, που έχει λάβει ψήφο εμπιστοσύνης, για ανανέωση της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπισθεί εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας».
Η διάταξη αυτή παραβιάστηκε, κατά τα τελευταία χρόνια, πολλές φορές και οι εκάστοτε Πρωθυπουργοί χαρακτηρίζουν ως «εθνικά θέματα εξαιρετικής σημασίας» τελείως άσχετα θέματα, όπως π.χ. Οικονομικά, Προϋπολογισμός κ.λπ.
Αυτή, όμως, η δυνατότητα της εκάστοτε Κυβέρνησης, που αποτελεί, ασφαλώς, σαφή παραβίαση του Συντάγματος, και καταπάτηση της τελευταίας λαϊκής εντολής (που μπορεί να είναι και πολύ πρόσφατη), θα πρέπει, οπωσδήποτε, να εκλείψει, πολύ δε περισσότερο, διότι, όπως έχει γίνει δεκτό, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δεν φαίνεται, να έχει καν τη δυνατότητα κρίσεως και εκτιμήσεως, ως προς την ύπαρξη ή μη, κάθε φορά, εθνικού θέματος και μάλιστα εξαιρετικής σημασίας.
Για την αντιμετώπιση του πολύ σοβαρού αυτού θέματος, μπορεί να επιλεγεί, ύστερα από πολύ συζήτηση και προβληματισμό, εν όψει της νέας αναθεώρησης, μία από τις τρεις παρακάτω λύσεις:
I) Να γίνει αναδιατύπωση προς το αυστηρότερο της εν λόγω διάταξης και, να διαλαμβάνει «προκειμένου να αντιμετωπισθεί αυστηρώς και μόνο εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας». Να προστεθούν δηλαδή οι λέξεις «αυστηρώς και μόνο», ώστε να μη παρέχεται η δυνατότητα και η ευχέρεια άλλης ερμηνείας, πέραν του αυστηρώς εθνικού θέματος και μάλιστα εξαιρετικής σημασίας.
II) Να απαλειφθεί τελείως αυτή η διάταξη της παρ. 2 του εν λόγω άρθρου 41 και, έτσι, να μη παρέχεται η δυνατότητα, σε καμία περίπτωση, διάλυσης της Βουλής, προτού να παρέλθει η 4ετία, ακόμη και για την αντιμετώπιση εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας. Όσο σπουδαίο και κρίσιμο ή και εξαιρετικής σημασίας και εάν είναι το εθνικό θέμα, θα πρέπει να το αντιμετωπίσει η νομίμως εκλεγείσα κάθε φορά Κυβέρνηση, εφόσον, μάλιστα, συνεχίζει να απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της νόμιμης πλειοψηφίας του Κοινοβουλίου. Και, επιτέλους, τι θ’ αλλάξει με τη νέα Βουλή και τη νέα Κυβέρνηση, για το προς αντιμετώπιση εθνικό θέμα, πέραν του ότι και ο λαός θα μπει σε περιπέτειες, και μεγάλη καθυστέρηση θα υπάρξει για το εν λόγω εθνικό θέμα και, τέλος, μεγάλη δαπάνη θα γίνει με τις νέες εκλογές, ενώ επιβάλλεται, ιδίως από εδώ και πέρα, για τη Χώρα μας μεγάλη οικονομία και περιορισμός των δαπανών σε όλους τους τομείς.
III) Υπάρχει, βεβαίως, και η τρίτη λύση του «πανελλήνιου δημοψηφίσματος», για το ανακύψαν εθνικό θέμα, το αποτέλεσμα του οποίου θα είναι υποχρεωμένη να σεβασθεί και να εφαρμόσει η Κυβέρνηση. Βεβαίως, η διενέργεια δημοψηφίσματος απαιτεί χρόνο και ειδική διαδικασία, όπως και πολλά έξοδα, αλλά το ίδιο θα συμβεί, και πολύ περισσότερο, με τη διάλυση της Βουλής και τη διενέργεια εθνικών εκλογών.
Η συζήτηση, που θα γίνει κατά την προδικασία της Αναθεώρησης, θα καταδείξει ποια από τις τρεις λύσεις – προτάσεις ή και οποιαδήποτε άλλη, μπορεί να επιλεγεί. Προσωπικά, βεβαίως, επιλέγω και προτείνω τη 2η λύση της πλήρους απάλειψης της παραγ. 2 του άρθρ. 41 Σ. Εκείνο, πάντως, που θεωρώ βέβαιο είναι, ότι δεν πρέπει να συνδέεται το οποιοδήποτε εθνικό θέμα, έστω και εξαιρετικής σημασίας, με προσφυγή στις κάλπες για εθνικές εκλογές. Ούτε, επίσης, να «βαπτίζονται» ως εθνικά θέματα και μάλιστα εξαιρετικής σημασίας άλλα σχετικά ζητήματα, βάσει των οποίων να μπορεί να προκηρύσσει εκλογές ο εκάστοτε Πρωθυπουργός. Αυτό το φαινόμενο πρέπει, πλέον, να εκλείψει.
-Ο κ. Αντώνης Φούσας, πρώην υπουργός και βουλευτής Ιωαννίνων είναι δικηγόρος Αθηνών
fousasan@otenet.gr