Σάββατο
23 Νοεμβρίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 5178RSS FEED
Όταν η συνείδηση των εθνικών κινδύνων οδηγεί στην εθνική συμφιλίωση
16/06/2014
Γράφει η Σοφία Βούλτεψη

Όπως όλοι έχουμε καταλάβει, η μνημονιακή περιπέτεια της Κύπρου θα ολοκληρωθεί σε συντομότερο από τον προβλεπόμενο χρόνο (και οπωσδήποτε πολύ νωρίτερα από ότι η ελληνική μνημονιακή περιπέτεια).

Η Κύπρος βγαίνει στις αγορές σε λιγότερο από 15 μήνες από τον αλησμόνητο Μάρτιο του 2013 και την είσοδό της στο μνημόνιο, ενώ πέτυχε ήδη την ανάσχεση της ύφεσης, κάτι που η Ελλάδα επιτυγχάνει μόλις τώρα, μετά από τουλάχιστον έξι χρόνια συνεχούς υποχώρησης του ΑΕΠ.

Πώς τα κατάφεραν;

Η απάντηση πρέπει να αναζητηθεί στον τρόπο με τον οποίο συμπεριφέρονται τα κυπριακά κόμματα.

Τα οποία βεβαίως και διαφωνούν και ανταλλάσσουν σκληρές εκφράσεις και συγκρούονται.

Έχουν, όμως, τα κυπριακά κόμματα συνείδηση των εθνικών κινδύνων που διατρέχει η χώρα τους.

Στην Ελλάδα, τέτοια συνείδηση περί εθνικών κινδύνων δεν υπάρχει.

Θα πει, βέβαια, κανείς πως στην Κύπρο η απόκτηση αυτής της συνείδησης είναι εύκολη υπόθεση, αφού όλοι και δια γυμνού οφθαλμού βλέπουν στα Κατεχόμενα τις τουρκικές λόγχες, οπότε αναγκαστικά… συμμαζεύονται.

Συγγνώμη, αλλά μπορεί ο ελληνικός λαός να μην βλέπει τέτοιες λόγχες, πληροφορείται όμως για τις παραβιάσεις στο Αιγαίο και γνωρίζει – ή τουλάχιστον όφειλε να γνωρίζει – ότι δεν ζει στο Λουξεμβούργο.

Πολύ περισσότερο όλα αυτά όφειλαν να τα γνωρίζουν κάποια κόμματα και οι αρχηγοί τους, εκ των οποίων άλλοι υποδύονται τους υπερπατριώτες και άλλοι σφυρίζουν αδιάφορα, επιτιθέμενοι σε όποιον βρουν μπροστά τους.

Πριν από μια εβδομάδα, στις 6 Ιουνίου, είχαμε την δεύτερη συνάντηση των αρχηγών των δύο μεγαλυτέρων κυπριακών κομμάτων – του προέδρου του ΔΗΣΥ, Αβέρωφ Νεοφύτου και του γ.γ. του ΑΚΕΛ, Άντρου Κυπριανού.

Η συνάντηση έγινε με πρωτοβουλία του Νεοφύτου και πραγματοποιήθηκε στα γραφεία του ΑΚΕΛ, προκειμένου οι δύο πολιτικοί να συζητήσουν τρόπους για να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη του λαού και για να επιστρέψει η αξιοπιστία στην πολιτική, που, όπως φάνηκε από την μεγάλη αποχή στις ευρωεκλογές, έχει τρωθεί και στη μεγαλόνησο.

Οι δυο τους είχαν ξανασυναντηθεί τον Ιούλιο του 2013 – και πάλι με πρωτοβουλία του ΔΗΣΥ και πάλι στα γραφεία του ΑΚΕΛ – σε χρόνο δηλαδή που η οδυνηρή εμπειρία της εισόδου το μνημόνιο ήταν νωπή, ξεκαθαρίζοντας πως στόχος τους είναι η εθνική συμφιλίωση – έννοια εντελώς άγνωστη στην Ελλάδα.

Κατά την πρόσφατη συνάντησή τους, Νεοφύτου και Κυπριανού συμφώνησαν στην ανάγκη τερματισμού φαινομένων ατιμωρησίας και ρουσφετιού, με τον ηγέτη του ΑΚΕΛ να δηλώνει πως το κόμμα του είναι έτοιμο να επιδιώξει συνεννόηση σε θέματα εκσυγχρονισμού του κράτους και των θεσμών, καθώς και ενίσχυσης της διαφάνειας και της αξιοκρατίας που θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για να οδηγηθεί ο τόπος και η κοινωνία μπροστά.

Είπαν επίσης ότι ο διάλογος μεταξύ των πολιτικών κομμάτων επιβάλλεται, με τον κ. Κυπριανού να υπενθυμίζει τις διαφορές ανάμεσα στο ΑΚΕΛ και στο κυβερνών κόμμα – δίνοντας με τον τρόπο αυτό μεγαλύτερη έμφαση στη συνάντηση και στην ανάγκη συνεννόησης.

Όπως είπε «είναι πολύ καλά γνωστό πως με τον ΔΗΣΥ και την Κυβέρνηση έχουμε εκ διαμέτρου αντίθετη φιλοσοφία και προσέγγιση, καθώς και διαφορά απόψεων σε πολλά ζητήματα. Δεν μας βρίσκει για παράδειγμα σύμφωνους ο αντιφατικός χειρισμός του Κυπριακού, που επιτρέπει στον κ. Έρογλου να παίζει ανενόχλητος τα επικοινωνιακά του παιχνίδια. Δεν μας βρίσκουν σύμφωνους ούτε οι αντιλαϊκές πολιτικές της Κυβέρνησης που χαρακτηρίζονται από τυφλή υποταγή στην Τρόικα και εξυπηρετούν μονάχα τους λίγους που δήθεν θα επανεκκινήσουν την οικονομία, ενώ φορτώνουν τα βάρη στους πολλούς. Διαφωνούμε, επίσης, με τον αλαζονικό, αυταρχικό και με πλήρη περιφρόνηση στους θεσμούς τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η Κυβέρνηση σε θέματα αξιοκρατίας και διαφάνειας».

Εδώ αξίζει να σημειωθεί πως την ίδια ημέρα της συνάντησης, το ΑΚΕΛ είχε κατηγορήσει την κυβέρνηση με σκληρές εκφράσεις, μιλώντας για «ετσιθελική, αλαζονική και αναξιοκρατική συμπεριφορά των κυβερνώντων», καταγγέλλοντας  πως «για άλλη μια φορά η Κυβέρνηση Αναστασιάδη έγραψε το Κοινοβούλιο στα παλαιότερα των υποδημάτων της, στην προσπάθεια της να εξυπηρετήσει σκοπιμότητες και να βολέψει ημετέρους» και υποστηρίζοντας πως η κυβέρνηση «επιχειρεί συνειδητά να ξηλώσει τους θεσμούς και να αλώσει το κράτος, βολεύοντας μαζικά ημέτερους σε διάφορα πόστα».

Μάλιστα, οι καταγγελίες ήσαν βαριές:

«Μετά την επιβολή της κυρίας Ειρένας Γεωργιάδου ως Προέδρου της Ελληνικής Τράπεζας και τον έλεγχο της Τράπεζας Κύπρου από τον Συναγερμό, η Κυβέρνηση Αναστασιάδη αυθαίρετα και ετσιθελικά προχώρησε στο διορισμό του κ. Δημήτρη Γεωργιάδη ως Προέδρου του Δημοσιονομικού Συμβουλίου. Και αυτό παρά τις περί του αντιθέτου άποψης των πολιτικών δυνάμεων στη Βουλή, με τις οποίες η Κυβέρνηση όφειλε να διαβουλευτεί όπως προνοεί η νομοθεσία.  Το βόλεμα και οι αναξιοκρατικές πρακτικές δεν σταματούν εδώ. Ξεκινώντας από την τοποθέτηση Κενεβέζου στην Ελληνική Πρεσβεία και με την ίδρυση Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας με στόχο να βολέψουν επίσης συγκεκριμένο άτομο, έφτασαν σήμερα στην απόφαση για ενοποίηση των φορολογικών τμημάτων με ξεκάθαρο και πάλιν στόχο να τοποθετήσουν ημέτερους στις θέσεις Εφόρου και Βοηθών Εφόρων».

Επομένως, οι συνθήκες μέσα στις οποίες έγινε η συνάντηση των ηγετών των δύο κομμάτων κάθε άλλο παρά ειδυλλιακές ήσαν.

Αλλά ο κ. Κυπριανού ξεκαθάρισε πως το κόμμα του θέλει να συμβάλει ώστε να σταθεί όρθια η κοινωνία και ότι θα παλέψει για το αύριο, προκειμένου η κυπριακή κοινωνία να μην ζει στην αβεβαιότητα ακόμα και όταν θα απαλλαγεί από το Μνημόνιο.

Δηλαδή, παρά τις διαφωνίες, ο Κυπριανού ούτε εκλογές ζήτησε, ούτε υποσχέσεις μοίρασε, ούτε λεφτά είπε πως θα βρει το ΑΚΕΛ, ούτε ότι θα σχίσει το μνημόνιο εξήγγειλε, ούτε ανατροπή για να έλθει στην εξουσία το κόμμα του και να καταργήσει μονομερώς συμφωνία που έχει υπογράψει η χώρα.

Αντίθετα, από τη δήλωσή του προκύπτει η πεποίθησή του ότι η Κύπρος θα απαλλαγεί από το μνημόνιο με την παρούσα κυβέρνηση και με την βοήθεια μιας εποικοδομητικής αντιπολίτευσης.

Από την πλευρά του, ο Νεοφύτου είπε:

«Την εποχή της μεγάλης κρίσης, όπου οι απαιτήσεις των πολιτών από μας τους πολιτικούς μεγαλώνουν, δεν είναι σωστό να συνεχίσουμε με πολιτικές πρακτικές και συμπεριφορές του παρελθόντος. Χρειάζεται να αντικαταστήσουμε τους οποιουσδήποτε δογματισμούς, και δεν εξαιρώ κανέναν και καμία παράταξη, και αντί τους δογματισμούς να περιοριστούμε σε αυτό που έχει ανάγκη ο τόπος, τον πραγματισμό. Αντί των αντιπαραθέσεων, να συμβάλουμε όλοι στη σύνεση και τη συνεννόηση. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να εξασκείται η κριτική που δεν πρέπει να δαιμονοποιείται. Τουναντίον, να είναι ευπρόσδεκτη, γιατί είναι μέσα από διαφορετικές απόψεις και μέσα από τη σύνθεση που μπορούμε να επιλύσουμε τα μεγάλα προβλήματα του τόπου μας».

Άλλωστε, ήδη από την πρώτη συνάντησή τους πριν από έναν χρόνο, οι ηγέτες των δύο μεγαλυτέρων κυπριακών κομμάτων είχαν συμφωνήσει ότι παρά τις πολλές διαφορετικές τους προσεγγίσεις θα συνεχίσουν το διάλογο, ανταποκρινόμενοι στα μηνύματα που λαμβάνουν από την κοινωνία.

Προφανώς, αυτοί είχαν λάβει το μήνυμα ένα χρόνο πριν από τις ευρωεκλογές.

Σε αντίθεση με την εδώ αντιπολίτευση, η οποία – αν και το μήνυμα των πρόσφατων εκλογών ήταν ακριβώς η συνεννόηση – επιμένει πως δόθηκε μήνυμα… ανατροπής!