«Μέσα στον χαμηλόσκεπο ιερό χώρο, ανάμεσα σε υποβλητικές σκιές και φωτισμούς είχαν μπει αργά, ευλαβικά, μια τριανταριά αντρικές μορφές. Τα πρόσωπά τους κουρασμένα και ταλαιπωρημένα, ίδια με τα λιπόσαρκα των αγίων στα εικονίσματα. Τα καλπάκια τους βγαλμένα, τα μαλλιά τους μπλεγμένα κουβάρια, σκισμένα τα τσαρούχια στα πόδια τους, λερές οι κάπες και σκονισμένοι οι ντουλαμάδες τους. Όμως, πάνω από αυτούς, άστραφταν τα σταυρωτά φυσεκλίκια στο στήθος τους. Άστραφταν και τα όπλα στα χέρια τους μαζί με τα μάτια τους που λαμπύριζαν στο φως των κεριών.
Μπροστά τους βάδιζε αργά ένας άντρας ψηλός, ευθυτενής, με μουστάκι και πυκνά μαύρα μαλλιά. Πήρε ένα κερί, το άναψε κι’ έπειτα γονάτισε, προσευχήθηκε και φίλησε την εικόνα του Αγίου Νικολάου και της Παναγίας, Κατόπιν, έβγαλε από τον ταλαιπωρημένο, πέτσινο γυλιό του και φίλησε συγκινημένος μια σημαία. Γαλανόλευκα τα χρώματά της, φώτισαν όλο το εσωτερικό του ναού και τα δακρυσμένα από χαρά μάτια των δεκαπέντε καλογέρων.
Έχοντας σφιχτά κλεισμένη στην αγκάλη του τη γαλανόλευκη, προχώρησε στην Ιερή Πύλη κι έφτασε μπροστά στον ηγούμενο. Γονάτισε και τον ασπάστηκε ζητώντας την ευχή του.
Ο γέροντας πήρε με κατάνυξη τη σημαία από τον άντρα, την ευλόγησε και τη φίλησε συγκινημένος. Κατόπιν ευλόγησε κι’ εκείνον με τρεμάμενη φωνή, προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα στα μάτια του.
«Καλώς ήλθατε τέκνο μου… Η χάρις του Θεού μαζί σας…» του είπε. «Σας περιμέναμε σαν το μάννα εξ ουρανού. Να βοηθήσετε τον λαό μας, να λευτερώσετε τα άγια χώματά μας…»
«Κι αυτό θα το κάνουμε, πάτερ. Δεν έχουμε τίποτε άλλο στη σκέψη μας».
«Είσαι αξιωματικός, παιδί μου;» ρώτησε ο ηγούμενος βλέποντας το εθνόσημο στο καλπάκι του άντρα.
«Είμαι ανθυπολοχαγός του Ελληνικού Στρατού. Το όνομά μου είναι Παύλος Μελάς. Αλλά αυτή είναι η τελευταία φορά που ακούς αυτό το όνομα, άγιε ηγούμενε. Εδώ, στη Μακεδονία, θα με φωνάζουν Μίκη Ζέζα…».
Δανείζομαι τη συγκλονιστική περιγραφή από την είσοδο του Παύλου Μελά στο μοναστήρι του Αγίου Νικολάου στο Τσιρίλοβο, εκεί που έσπευσε να τους συναντήσει ο ηρωικός δεσπότης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης για να τους μεταλάβει και να ευλογήσει τα όπλα τους, από ένα συγκλονιστικό ιστορικό μυθιστόρημα: Τα «Λιανοκέρια της μικρής Πατρίδας» του Θοδωρή Παπαθεοδώρου, που μαζί με τον πρώτο τόμο «Γυναίκες της μικρής Πατρίδας», κυκλοφορούν από τις εκδόσεις «Ψυχογιός».
Αρκεί, νομίζω, ως απάντηση σε όσους αυτές τις μέρες ετοιμάζονται να ακυρώσουν εκείνους τους αγώνες, εκείνες τις θυσίες, αυτό που έναν αιώνα τώρα ο λαός μας με δέος αποκαλεί Μακεδονικό Αγώνα, έναν άγριο πόλεμο, τον μοναδικό πόλεμο που δεν κηρύχτηκε από την κυβέρνηση, αλλά από τον ελληνικό λαό που αυτοεπιστρατεύτηκε.
Αφιερωμένο το απόσπασμα και σ’ αυτούς που επιμένουν να αποκόψουν τον λαό από την ορθόδοξη θρησκεία του και εκείνους τους ιερωμένους που έδιναν κι’ αυτοί τη μάχη στην πρώτη γραμμή, εκεί, στη Μακεδονία μας, στο Ίλιντεν, που στον κ. Τσίπρα δεν λέει τίποτε, αλλά στη διάρκειά του οι κομιτατζήδες άρπαζαν τις νεαρές δασκάλες και τους έκοβαν τις γλώσσες και κρεμούσαν τους παπάδες από τα δέντρα.
Γι’ αυτό οι μνήμες είναι τόσο ανεξίτηλα γραμμένες στη μνήμη του λαού μας.
Και γι’ αυτό θα πάρουν την απάντησή τους όσοι διέγραψαν αυτούς τους αγώνες – αλλά κι’ εκείνοι που όψιμα έβγαλαν τη στολή παραλλαγής, φόρεσαν το ντουλαμά του Μακεδονομάχου…