Ζήμενς και γερμανικές οφειλές: Η μισή αλήθεια της προπαγάνδας26/04/2013
Γράφει η Σοφία Βούλτεψη
Είναι απολύτως βέβαιο πως αν η κυβέρνηση δήλωνε πως ο σωστός δρόμος για τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών είναι η πολιτική διαπραγμάτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός του θα τινάζονταν σα να τους είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα:
«Τι δουλειά έχει η πολιτική διαπραγμάτευση;», θα φώναζαν. «Το θέμα είναι νομικό. Η Γερμανία είναι αρνητική, σιγά μην διαπραγματευτεί με σας τους μνημονιακούς μερκελιστές που της λέτε συνέχεια ναι σε όλα».
Τώρα που η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η πολιτική βάση του θέματος είναι αδιαμφισβήτητη (και χάρη στην απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης του Φεβρουαρίου 2012, που αναγνωρίζει τα ναζιστικά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας – τα οποία δεν παραγράφονται, εκδίδοντας απόφαση μόνο για την ασυλία της Γερμανίας), ο ΣΥΡΙΖΑ και ο αρχηγός του το άλλαξαν το τροπάρι.
Όπως και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας – και από κοντά τα στελέχη του - υποστήριξε στη συζήτηση της Τετάρτης στη Βουλή, «από εδώ και στο εξής χρειάζονται πολιτικοί χειρισμοί σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο», ενώ παράλληλα εμφάνισε και μια επικίνδυνη άποψη περί συμψηφισμού, βάζοντας από τη μια πλευρά της ζυγαριάς το ελληνικό χρέος και από την άλλη το χρέος της Γερμανίας προς την Ελλάδα.
«Διότι, επαναλαμβάνω, το θέμα φυσικά έχει τις νομικές του διαστάσεις, που πρέπει να τις ερευνήσουμε, είναι, όμως, κυρίως ζήτημα πολιτικής διαπραγμάτευσης. Πολιτικής διαπραγμάτευσης μέσα στους διεθνείς και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς», επέμεινε στην ομιλία του, υποστηρίζοντας πως πρέπει να καταφύγουμε «σε ένα ευρύ λαϊκό διεθνές κίνημα συμπαράστασης προς το ελληνικό αίτημα».
Συγγνώμη, αλλά πόσοι είναι αυτοί που μέσα στην κρίση και ενώ όλοι σχεδόν βρίσκονται στο κόκκινο, θα δέχονταν να δοθούν τα χρήματα στην Ελλάδα, ώστε να ξελασπώσει – ενώ οι ίδιοι θα συνεχίσουν να κυλιούνται στη λάσπη;
Και παρακάτω, στην ομιλία του:
«Πρέπει να οργανώσουμε τα επιχειρήματά μας, να οργανώσουμε την νομική μας υποστήριξη, κυρίως όμως το θέμα πρέπει να τεθεί σε πολιτικό επίπεδο».
Αλλά το πλέον ενοχλητικό είναι ότι σε μια συζήτηση που έπρεπε να στέλνει μήνυμα ενότητας για ένα τόσο σοβαρό εθνικό θέμα, ετέθη και πάλι θέμα «Ζήμενς».
Όχι επειδή δεν υπήρξε σκάνδαλο Ζήμενς, όχι βέβαια.
Αλλά με τον τρόπο που ετέθη από τον κ. Τσίπρα, το θέμα εμφανίστηκε ως συμβιβασμός – συμψηφισμός εκ μέρους της Ελλάδας σε σχέση με τις γερμανικές αποζημιώσεις.
Για να υποστηριχθεί αυτό το επιχείρημα, το καταφύγιο ήταν για άλλη μια φορά το ψεύδος, η απόκρυψη της αλήθειας, η μισή αλήθεια, δηλαδή η προπαγάνδα.
Είπε ο κ. Τσίπρας, που δεν μπόρεσε να αποφύγει τον διχαστικό λόγο:
«Ο Έλληνας πρωθυπουργός μόλις εξελέγη έκανε δύο πράγματα:
Το πρώτο ήταν να φέρει η κυβέρνησή του στη Βουλή προς ψήφιση την υπόθεση του κουκουλώματος της Siemens, να αποσυρθεί δηλαδή το ελληνικό δημόσιο από τις απαιτήσεις του απέναντι σε μια γερμανική εταιρεία η οποία διέφθειρε με την παρουσία της στη χώρα τις προηγούμενες δεκαετίες τα κόμματα εξουσίας, κυβερνήσεις προκειμένου να παίρνει έργα.
Και το δεύτερο που έκανε ήταν να μεταβεί στο Βερολίνο, να συναντήσει την κα Μέρκελ και φυσικά ούτε λόγος για θέμα διεκδικήσεων από τη δική μας πλευρά αλλά να της πει το περιβόητο ουδείς αναμάρτητος. Διότι, κάποτε είχε την άποψη ότι είναι εγκληματική αυτή η πολιτική του μνημονίου».
Γι’ αυτό και, όπως είπε απευθυνόμενος στον παριστάμενο υπουργό των Εξωτερικών Δ. Αβραμόπουλο, «οφείλω να πω ότι μ’ αυτά και μ’ αυτά δεν μπορούμε να σας εμπιστευθούμε».
Κοιτάξτε τώρα πού βρίσκεται η προπαγάνδα.
Η συμφωνία με τη Ζήμενς (ώστε να ολοκληρωθούν τα έργα που είχαν σχεδόν ρημάξει, και να λειτουργήσουν οι σταθμοί του μετρό) αφορούσε την εταιρία και μόνο και προβλέπει πως αυτή «δεν επηρεάζει άλλες εκκρεμείς διαφορές, που υπάρχουν ή θα προκύψουν, εμπορικής, αστικής ή ποινικής φύσης οι οποίες δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο της συμφωνίας αυτής. Επίσης, αποδέχονται ότι η συμφωνία συμβιβασμού δεν έχει ούτε μπορεί να ερμηνευτεί ότι έχει οποιαδήποτε επιρροή με οποιονδήποτε τρόπο σε ζητήματα ποινικής φύσης κατά προσώπων».
Τι σημαίνει αυτό;
Προφανώς ότι δεν σταματούν οι ποινικές υποθέσεις που σχετίζονται με τις μίζες.
Και μόλις πρόσφατα, στις 12 Απριλίου, στην Ελλάδα, οι εφέτες ανακριτές κάλεσαν σε απολογία 13 πρώην στελέχη της μητρικής εταιρίας, προκειμένου να δώσουν εξηγήσεις για τα «μαύρα ταμεία», ενώ έγινε γνωστό πως αν δεν παρουσιαστούν, θα εκδοθεί εις βάρος τους διεθνές ένταλμα.
Πόσοι το γνωρίζουν αυτό;
Ποιος το επισήμανε;
Κανείς!
Οπότε ο κ. Τσίπρας μπορεί να μιλά με την άνεσή του για «κουκούλωμα».
Όπως επίσης, ουδείς ενημερώθηκε πως στη Γερμανία αυτές οι κλήσεις σε απολογία προκάλεσαν τόσο μεγάλη ταραχή, ώστε, στις 16 Απριλίου, μόλις πριν από δέκα μέρες δηλαδή, ο γερμανικός Τύπος («Handelsblatt» και «Frankfurter Allgemeine Zeitung», με εκτενή δημοσιεύματά τους, υποστήριξαν πως η κλήτευση των πρώην στελεχών της Ζήμενς από τις ελληνικές δικαστικές αρχές είναι «πολιτικώς υποκινούμενη» και «εκδικητική κίνηση των ελληνικών αρχών, για την συμπεριφορά των σήμερα ελάχιστα δημοφιλών Γερμανών πολιτικών».
«Η Ελλάδα αποτέλεσε αναμφίβολα το επίκεντρο του συστήματος των ‘μαύρων ταμείων' της Siemens. Κατά τις μακροχρόνιες, ωστόσο, ανακριτικές διαδικασίες στην Ελλάδα και στην Γερμανία, δεν υπάρχουν ενδείξεις για προσωπική εμπλοκή του Χάινριχ Φον Πίρερ (Προέδρου τότε του ΔΣ της εταιρείας) σε περιστατικά διαφθοράς», ανέφερε ο αρθρογράφος της Handelsblatt, που υποστήριξε στο άρθρο του ότι η κατηγορία περί δωροδοκίας δεν οφείλεται σε νέα στοιχεία τα οποία προέκυψαν κατά την ανακριτική διαδικασία, αλλά «στην αντιγερμανική διάθεση που επικρατεί στην Ελλάδα».
Προσθέτει μάλιστα ότι στα ελληνικά ΜΜΕ αναφέρεται συχνά ότι ο Φον Πίρερ είναι στενός φίλος της Καγκελαρίου Μέρκελ.
Αλήθεια; Και πώς οι «μερκελιστές» δεν ήξεραν πως ο Φον Πίρερ είναι προσωπικός φίλος της Μέρκελ, ώστε να ενημερώσουν και τους Έλληνες δικαστές, προκειμένου να μην την κακοκαρδίσουν;
Στο δημοσίευμα της FAZ πάλι, επισημαίνεται ότι τόσο ο Φον Πίρερ, όσο και ο τότε οικονομικός διευθυντής της εταιρείας Χάιντς-Γιοάχιμ Νοϊμπούργκερ και ο διευθύνων σύμβουλος Τόμας Γκάσβιντ, θα πρέπει να προσέξουν να μην ξανανοίξει η παλιά ιστορία που θεωρούν ότι έχουν ξεπεράσει.
Διευκρινίζεται μάλιστα ότι τον Αύγουστο του 2012 επετεύχθη συμβιβασμός μεταξύ της Ελλάδας και της εταιρείας, ωστόσο η συμφωνία αφορούσε μόνο την επιχείρηση και όχι τα πιθανώς εμπλεκόμενα στελέχη της.
Δηλαδή, στη Γερμανία τα γνωρίζουν όλα αυτά, αλλά στην Ελλάδα αποσιωπούνται σκόπιμα – για να μπορεί ο κ. Τσίπρας να κάνει ασκήσεις προπαγάνδας.
Όσο για το δεύτερο επιχείρημα του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήταν άλλο από την «κατηγορία» ότι ο Α. Σαμαράς πήγε στο Βερολίνο «να συναντήσει την κα Μέρκελ και φυσικά ούτε λόγος για θέμα διεκδικήσεων από τη δική μας πλευρά, αλλά να της πει το περιβόητο ουδείς αναμάρτητος».
Απέφυγε, όμως, στην ομιλία του να πει – σε αντιδιαστολή – πως ο ίδιος επισκέφθηκε τον κ. Σόιμπλε και του έθεσε το θέμα των γερμανικών οφειλών – αν και τελευταίως έχει αναφερθεί αρκετές φορές σ’ αυτό.
Γιατί άραγε;
Τι λόγο είχε να το «ξεχάσει»;
Μα προφανώς επειδή κάποτε πρέπει να μας πει τι ακριβώς είπε επί του θέματος στον κ. Σόιμπλε και τι ακριβώς του απάντησε εκείνος.
Συγκεκριμένο διάλογο και όχι γενικολογίες του τύπου «έθεσα το θέμα στον κ. Σόιμπλε»…