Παρασκευή
15 Νοεμβρίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 5171RSS FEED
Ο παράγοντας “ηλικία” της πολιτικής ελίτ για την έξοδο της χώρας από την κρίση
Γράφει η Νίκη
Καλτσόγια-Τουρναβίτη

Όλες οι ανατροπές τις οποίες βιώνουμε σήμερα σαν κοινωνία και σαν πολίτες  σε όλους τους τομείς της ζωής μας, μας οδηγούν κυριολεκτικά σε απόγνωση. Ο μεγαλύτερη αντίδρασή μας στρέφεται κατά της «διεφθαρμένης»,  όπως γενικά  χαρακτηρίζεται πολιτικής ηγεσίας του τόπου, η οποία συμπαρασύρει και την  πίστη μας στο Σύνταγμα, το μέγιστο αυτό θεμέλιο  του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Η όλη αυτή κατάσταση καταλήγει στην αναζήτηση διεξόδων, πολλές φορές εκτός κάθε έννοιας συνταγματικής νομιμότητας.

Όμως από το «πώς» θα επιτευχθεί αυτό το ξεπέρασμα έχουμε περάσει στο «ποιος» μπορεί να το πραγματοποιήσει. Ο ρόλος βέβαια της πολιτικής ηγεσίας όχι μόνο δεν αγνοείται, αλλά αντίθετα και επιστημονικά διαπιστωμένα αποτελεί βασικό παράγοντα στη ζωή των κοινωνιών. Ολόκληρος επιστημονικός κλάδος, διερευνά το φαινόμενο της ηγεσίας και το ρόλο του στη ζωή των κοινωνιών. Ιστορικές έρευνες έχουν συμβάλλει στην ανάδειξη της συμβολής προσωπικοτήτων στη ζωή των κοινωνιών  από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Βέβαια, και οι θεωρίες αυτές, οι οποίες ας σημειωθεί βρίσκουν τις πρώτες θεμελιώσεις τους στην ελληνική αρχαία φιλοσοφία, και κυρίως τον Πλάτωνα, το Αριστοτέλη αλλά και τους σοφιστές, αναπτύσσονται στο γενικότερο κοινωνικό, πνευματικό, πολιτισμικό, πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο κάθε εποχής και δέχονται τις επιδράσεις του. Πάντως, ανεξάρτητα από την όποια κριτική μπορεί ν’  ασκηθεί σ’ αυτές, όπως κατά το πρόσφατο παρελθόν στη χώρα μας η ταύτισή τους με αντιδημοκρατικές  επιδιώξεις ή ακόμα φασιστικές ιδεολογίες, το βέβαιο είναι ότι οι επιστημονικές μελέτες του κλάδου αυτού αποδεικνύουν πράγματι ότι το φαινόμενο της ηγεσίας –των ελίτ- είναι ένα σταθερό κοινωνικό φαινόμενο και ως τέτοιο θα πρέπει να διερευνηθεί κάθε φορά στα συγκεκριμένα εθνικά, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτισμικά πλαίσια κάθε εποχής και κάθε κοινωνίας.

Στην Ελλάδα η  μελέτη του φαινομένου αυτού επιστημονικά είναι περιορισμένη, με ελάχιστες εξαιρέσεις στα εκπαιδευτικά προγράμματα των πολιτικών επιστημών μετά τη δεκαετία του ’80. Υπάρχει βέβαια ερμηνεία γι’  αυτό. Ανταποκρίνεται απόλυτα στο βασικό δημοκρατικό πολιτισμικό χαρακτηριστικό μας, που αποτυπώνεται  στα πρώτα ελληνικά Συντάγματα. Αν και δεν είναι πρόθεσή μου να παρουσιάσω από το μικρό αυτό άρθρο  δική μου μεγάλη έρευνα, η οποία αφορά τις ελληνικές προσωπικότητες του νεότερου ελληνικού κράτους μέχρι τη δεκαετία του ’80, απλά αναφέρω ότι  στην έρευνα αυτή απεικονίζονται βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας στην ιστορική πορεία της και η επίδρασή τους στην ανάδειξη των ελίτ. Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 ο ακραία εξισωτικός πολιτικός πολιτισμός μας εκδηλώθηκε με τον πλέον αφοριστικό τρόπο, με την πολύ γνωστή δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου: «Εμείς δεν θέλουμε ελίτες». Αυτός ο ακραίος λαϊκισμός  καθόρισε ιδεολογικά αλλά και ουσιαστικά, το στίγμα μιας εποχής, που βρήκε απήχηση, σε πολύ μεγάλο βαθμό,  στη στελέχωση του κράτους στην ευρεία έννοια του. 

Σήμερα με την κρίση που μαστίζει τον τόπο η  αναζήτηση υπεύθυνων ηγεσιών – ελίτ  έρχεται στο προσκήνιο. Η κρίση συμπαρασύρει τους ύψιστους θεσμούς της δημοκρατίας μας. Το Σύνταγμα, πού όχι μόνο θεσμίζει δημοκρατικά την κοινωνία μας, αλλά ως ανοικτό Σύνταγμα θα μπορούσε  να δώσει διεξόδους, αν πολιτικές ηγεσίες  και πολίτες το είχαν σεβαστεί.   Και όμως με έναν άφρονα λαϊκισμό ακούγονται ακόμη και εξέχοντες πολιτικοί και  μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες του τόπου να προτείνουν λύσεις, που αντικειμενικά μπορούν να οδηγήσουν στο χάος:

«Ελπίδα για τον Ελληνισμό θα γεννηθεί, μόνο αν ξεμυτίσει και επιβιώσει κόμμα που θα επαγγελθεί καινούργιο Σύνταγμα, από Συντακτική Εθνοσυνέλευση. Με αποκλεισμό από τη σύνταξη του των κομματικών συντεχνιών, των υπόλογων για τον υπερδανεισμό της χώρας και την καταλήστευση τόσο της ευρωπαϊκής βοήθειας όσο και των δανείων.» (Χρ. Γιανναράς, Καθημερινή, 9.2.2014)

Ας σταθούμε όμως σε ένα πιο συγκεκριμένο θέμα, το οποίο σχετίζεται άμεσα με την επιζητούμενη απεγνωσμένα αναζήτηση ικανής πολιτικής ηγεσίας. Είναι η πρώτη φορά που στην πρόσφατη ιστορία του τόπου που, με μορφή πλέον αγγελίας:

Ζητείται νέος ή νέα για ν’  αναλάβει πολιτικό αξίωμα

Εναποθέτουμε δηλαδή όλες τις ελπίδες μας στο νεαρό της πολιτικής ηλικίας. Αιτιολογικό βέβαια είναι ότι αυτή μπορεί να αντικαταστήσει τη διεφθαρμένη, αμαρτωλή μέχρι τώρα πολιτική ηγεσία του τόπου. Δηλαδή, από το πώς θα επιτευχθεί το ξεπέρασμα της πρωτόγνωρης αυτής κρίσης, περάσαμε στο ποιος μπορεί να το πραγματοποιήσει και μάλιστα με συγκεκριμένο χαρακτηριστικό το νεαρό της ηλικίας! Το είχαμε ξανακούσει σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις και μάλιστα με συγκεκριμένο όριο ηλικίας: Οι σαραντάρηδες.  Τώρα πάμε σε πιο νέους: τριαντάρηδες ή  άντε τριανταπεντάρηδες! Ίσως γιατί οι σαραντάρηδες που πραγματικά υπερτερούσαν μεταξύ των υποψηφίων βουλευτών, αλλά και των εκλεγμένων βουλευτών στις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις, δεν πέτυχαν το σκοπό του εκδημοκρατισμού, της διαφάνειας  και του εκσυγχρονισμού της χώρας.  Αιτιολογικό αυτής της αναζήτησης: Είναι νέοι γι’  αυτό άφθαρτοι,  με νέες ιδέες.

Ας συζητήσουμε όμως κάπως σοβαρά, έστω στα πλαίσια αυτού του μικρού κειμένου, το συγκεκριμένο θέμα: Θα πρέπει ασφαλώς να τονίσουμε ότι στη μεγάλη προβολή της νεότητας, ως κριτηρίου επιλογής αντικατοπτρίζεται και η φυσιολογική αντίθεση μεταξύ των γενεών και οι αντιλήψεις, που συνδέονται με τις βιολογικές ικανότητες κατά ηλικιακή κατηγορία. Οι «νέοι» είναι οι τολμηροί, οι δυνατοί, οι ανανεωτές, οι ριζοσπαστικοί, με τα οράματα και το πάθος για ζωή και δημιουργία. Οι «γέροι», δηλαδή οι πάνω από τα πενήντα είναι συντηρητικοί, αρτιοσκληρωτικοί, άτολμοι και αδύναμοι, προσκολλημένοι στους τύπους. Πόσο όμως οι κρατούσες αυτές αντιλήψεις αποτελούν πραγματικότητα ή μύθο; Η απάντηση σ’  αυτά τα ερωτήματα πρέπει ν’  αναζητηθεί στα πορίσματα σχετικών μελετών της πολιτικής ψυχολογίας και της ιστορικής έρευνας. Μια πρώτη βασική διαπίστωση είναι ότι δεν μπορούμε  να είμαστε δογματικοί  για το θέμα της ηλικίας, ως κριτήριο επιλογής της πολιτικής ηγεσίας.  Κι’ αυτό γιατί η μυική δύναμη και η φυσική ορμή δεν είναι κατ’  ανάγκη συνδεδεμένες με την κοινωνική δύναμη ή τις ηγετικές ικανότητες. Στην πραγματικότητα, η ηγετική ικανότητα εμφανίζεται σχετικά αργά στη ζωή, με τη μορφή μιας ισχυρής προσωπικότητας και ενός ισχυρού εγώ.  Παραδοξολογικά λοιπόν, το ηγετικό χάρισμα είναι περισσότερο εμφανές στην προχωρημένη ηλικία, όπου εμφανίζεται ως ίδιο δικαίωμα και δεν συγχέεται με τη μυική δύναμη ή το νεανικό κορμί.

Αλλά και πάλι τα κριτήρια είναι ρευστά. Εξαρτάται από τα γενικά χαρακτηριστικά μιας κοινωνίας, γιατί σ’  αυτά κατά κανόνα ανταποκρίνεται και ο τύπος της ηγεσίας. Παραδοσιακές κοινωνίες στις οποίες εμφανίζεται στασιμότητα η γεροντοκρατία  είναι ο κανόνας. Τους «γέρους» διακρίνει το γνωστό και δοκιμασμένο, το σίγουρο και το θεμελιωμένο, ο νόμος και η τάξη, η λογική και ο υπολογισμός, η συνέχεια και η παράδοση. Αντίθετα σε περιόδους έντονων ανακατατάξεων και επαναστάσεων το στοιχείο της νεότητας είναι πολύ εμφανές στην πολιτική ηγεσία τους. Αλλά γενικότερα, όσο  οι κοινωνίες εκσυγχρονίζονται τεχνολογικά και διασυνδέονται με τον έξω κόσμο, τα νέα άτομα βαθμιαία αποκτούν οικονομική και κοινωνική αυτονομία. Οι νέοι είναι αυτοί που φέρνουν τη «μοντέρνα» δύναμη, με τη μορφή του πλούτου και της τεχνολογίας στην κοινωνία και γίνονται οι σύγχρονοι «Προμηθείς».  Από την άλλη θεωρούνται ότι τους διακρίνει η προχειρότητα, το υπερφίαλο και η έλλειψη του αναγκαίου σεβασμού στους θεσμούς. Γενικά πάντως, από όλες τις σχετικές έρευνες σαφώς προκύπτει ότι οι ηγετικές ικανότητες, με το γνώρισμα της δυνατότητας ανανέωσης και εκσυγχρονισμού,  δεν εξαρτώνται κατ’  ανάγκην από την ηλικία. Και αυτό αποδεικνύεται από πλήθος παραδειγμάτων ιστορικών προσωπικοτήτων. Ένα όμως είναι βέβαιο: Ότι και στις κοινωνίες που  στοιχείο του πολιτικού τους πολιτισμού είναι η «νεοκρατία», το νεαρό της ηλικίας δεν είναι αυτό καθ’  εαυτό κριτήριο επιλογής της πολιτικής τους ηγεσίας, αλλά η ηλικία συν το επίτευγμα. 

Με τα παραπάνω δεδομένα, που τελείως σχηματικά αναφέρθηκαν, τίθεται το ερώτημα: Ποια είναι τα επιτεύγματα των νέων ανθρώπων που ακούγονται στο πολιτικό μας στερέωμα και προβάλλονται ως σωτήρες για την έξοδο της χώρας από την κρίση –οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική, την  πάταξη της διαφθοράς, του σεβασμού των αρχών του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας, μέσα στο σημερινό περιβάλλον; Μέσα από ποιες  διαδικασίες αναδείχθηκαν; Αυτές του νεποτισμού, δηλ. της οικογενειοκρατίας,  για να το πούμε πιο απλά; Είναι τόσο εύγλωττο το σκίτσο του Ανδρέα Πετρουλάκη στην Καθημερινή της 17.7.2013, όπου παρουσιάζεται στον υπουργό Οικονομικών της Γερμανίας Σόιμπλε η ανώτατη ελληνική πολιτική ηγεσία: «Σόι Μητσοτάκη, σόι Καραμανλή, σόι Παπανδρέου και άλλων, μόνον όσων χωρούσε σ’  αυτό. Μήπως είναι «παιδιά του κομματικού σωλήνα» ή των ΜΜΕ και του star system; Πόσο ζυμώθηκαν με τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα του τόπου; Πόσες ρίξεις έκαμαν με το γηρασμένο διαφθαρμένο πολιτικό κατεστημένο; Ποιες ανανεωτικές και κοινωνικά αποδεκτές και ορθολογικές λύσεις σε κοινωνικά θέματα πρόβαλαν και δικαιώθηκαν; Όταν μιλάμε σήμερα για πολιτική ηγεσία έχουμε κατά νου τη λειτουργική αποστολή  που της αναγνωρίζεται ότι έχει στα δημοκρατικά πολιτεύματα. Να υπηρετεί το λαό, την κοινωνική πρόοδο και δικαιοσύνη με μια και μοναδική δέσμευση:  το σεβασμό των δημοκρατικών θεσμών και αξιών.

Το πρόβλημα για μια θεωρία για την αξιολόγηση των πολιτικών δεν είναι να ανακαλύψουμε την ορθή πολιτική, αλλά να υιοθετήσουμε τις ορθές βάσεις για τη λήψη των αποφάσεων. Η αποτελεσματικότητα πρέπει να μετριέται με το κατά πόσον τα μέσα που χρησιμοποιούνται είναι αυτά που αρμόζουν για τους σκοπούς που επιλέγονται και ανταποκρίνονται στις θεμελιώδεις αρχές της δημοκρατίας. Φθάσαμε δηλαδή στην αναστροφή του αξιώματος «οι σκοποί αγιάζουν τα μέσα». Ας μη λησμονούμε ότι  στη δική μας κλασική φιλοσοφική παράδοση  η ηθική των μέσων προσδιορίζει την ηθική των σκοπών. Τα μέσα καταξιώνουν και νομιμοποιούν το Κράτος και προσδιορίζουν τη δράση του.