Ως υποκινούμενη από το ΔΝΤ κρίνεται η εξαιρετικά αρνητική στάση της τρόικας έναντι της ελληνικής κυβέρνησης, ήδη από την έναρξη των διαπραγματεύσεων, καθώς θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως η Αθήνα πιέζεται προκειμένου να αποδεχθεί ένα νέο μνημόνιο και παράταση της επιτροπείας από την τρόικα.
Οι εκπρόσωποι των δανειστών απορρίπτουν όλες τις αντιπροτάσεις της κυβέρνησης όσον αφορά στις προτάσεις του ΟΟΣΑ για το γάλα, το ψωμί, τα βιβλία και τα μη συνταγογραφούμενα φάρμακα, με το ΔΝΤ να διαμηνύει πως η απελευθέρωση όλων αυτών των αγαθών κρίνεται απαραίτητη ως μέρος της προσπάθειας για περισσότερη ανταγωνιστικότητα, πτώση των τιμών και διαρθρωτικές αλλαγές.
Στο μόνο επί του οποίου φαίνεται να έχει μέχρι στιγμής υπάρξει συμφωνία με την τρόικα είναι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,9%, εφάπαξ από το καλοκαίρι.
Απομένει προς διευκρίνιση το εάν η συνολική μείωση θα αφορά μόνον τις εργοδοτικές εισφορές ή εάν οι εργοδότες θα «συνεισφέρουν» με 2,9% και οι εργαζόμενοι με 1%.
Η τρόικα φαίνεται ότι διαφωνεί με τη μείωση των εισφορών των εργαζομένων, με τον κορυφαίο παράγοντα του υπουργείου Οικονομικών να δηλώνει σε σχετική ερώτηση ότι «η τρόικα κλοτσάει ακόμη σε αυτό».
Το οικονομικό επιτελείο θεωρεί ότι το καθαρό κενό που δημιουργείται στα ασφαλιστικά ταμεία από τη μείωση των εισφορών είναι τελικά πολύ μικρότερο από τον αρχικό υπολογισμό (περίπου 700 εκατ. ευρώ), καθώς προκύπτουν οφέλη τόσο από την αύξηση της απασχόλησης, όσο και από την κερδοφορία των επιχειρήσεων. Το συγκεκριμένο τελικό κενό θα καλυφθεί και με μέτρα από το υπουργείο Οικονομικών, με τον κορυφαίο παράγοντα του υπουργείου να δηλώνει «εξετάζονται διάφοροι τρόποι».
Όλα αυτά, την ώρα που, μετά την Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, και η Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων έστελνε χθες ένα ηχηρό ράπισμα, καλώντας με ψήφισμά της τους υπουργούς Οικονομικών των κρατών-μελών να αναλάβουν τις ευθύνες τους για την αποδοχή των εντολών της τρόικας.
Αν και στο ψήφισμά της η Επιτροπή αναγνωρίζει την παρέμβαση της τρόικας, ως αναγκαία λύση για τη διάσωση των υπερχρεωμένων ευρωπαϊκών κρατών, με 31 ψήφους υπέρ, 10 κατά και 2 αποχές ζητεί να υπάρξουν αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της.
Στο ψήφισμα επισημαίνεται ότι, η τρόικα (Ευρωπαϊκή Επιτροπή / Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα / Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) βοήθησε τέσσερις χώρες της ΕΕ να εξέλθουν από την κρίση και να αποφύγουν τα χειρότερα.
Ο τρόπος, όμως, λειτουργίας της εμπόδισε την εθνική «οικειοποίηση» των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, και έθεσε σε κίνδυνο τη διαφάνεια και τη λογοδοσία.
Με λίγα λόγια, οι ευρωβουλευτές υποστηρίζουν ότι η τρόικα έκοψε το ίδιο «κοστούμι» για όλες τις χώρες που τέθηκαν σε πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, αδιαφορώντας για τις ιδιαιτερότητες της καθεμιάς.
Στη σχετική έκθεση για τις δραστηριότητες της τρόικας, που συνέταξαν οι ευρωβουλευτές Ότμαρ Κάρας (Αυστριακός, Χριστιανοδημοκράτης) και Λιέμ Χοάνγκ Νγκος (Γάλλος, Σοσιαλιστής), παρέχονται πολλές ενδείξεις για τους τομείς που παρουσιάζουν αδυναμίες και γι' αυτούς που χρήζουν άμεσων βελτιώσεων.
Οι δυο ευρωβουλευτές αναγνωρίζουν ότι οι προκλήσεις που αντιμετώπισε η τρόικα ήταν «τεράστιες» και ότι επιτεύχθηκε ο άμεσος στόχος της αποφυγής της άτακτης χρεοκοπίας.
Θεωρούν, ωστόσο, λυπηρό το γεγονός ότι τα θεσμικά όργανα της ΕΕ αποτελούν τον «αποδιοπομπαίο τράγο» των δυσμενών επιπτώσεων της τρόικας, παρόλο που οι υπουργοί Οικονομικών των κρατών-μελών είναι αυτοί που φέρουν την πολιτική ευθύνη για την αποδοχή των ενεργειών της τρόικας.
Τα πορίσματα της έκθεσης επικεντρώνονται, κυρίως, στα εσωτερικά προβλήματα της τρόικας, όπου υπογραμμίζεται:
«Τα τρία ανεξάρτητα θεσμικά όργανα της τρόικας είχαν μια άνιση κατανομή των ευθυνών μεταξύ τους, διαφορετικές εντολές, καθώς και δομές διαπραγμάτευσης και λήψης αποφάσεων με διαφορετικά επίπεδα ευθύνης. Όλοι αυτοί οι παράγοντες συντέλεσαν στην απουσία του κατάλληλου ελέγχου και της απαραίτητης δημοκρατικής λογοδοσίας στο σύνολό της».
Διαπιστώνεται, επίσης, ότι τα εθνικά Κοινοβούλια ήταν πολύ συχνά ανίσχυρα και «όταν ζητήθηκε η γνώμη τους, βρέθηκαν αντιμέτωπα με την επιλογή μεταξύ του χρέους τους και της αποδοχής μνημονίων, που ήταν προϊόντα διαπραγμάτευσης μεταξύ της τρόικας και των εθνικών αρχών».
Πρέπει, να θεσπιστούν ευρωπαϊκές κατευθυντήριες γραμμές για την εξασφάλιση του κατάλληλου δημοκρατικού ελέγχου των εκάστοτε μέτρων, συμπεραίνει η έκθεση.
Ασκείται ακόμη κριτική στους υπουργούς Οικονομικών της ΕΕ, ιδίως στο πλαίσιο του Eurogroup, καθώς απέτυχαν να δώσουν σαφείς και συνεκτικές πολιτικές κατευθύνσεις στην Επιτροπή όσον αφορά τους στόχους που ζητήθηκε από τις τέσσερις χώρες να πετύχουν σε αντάλλαγμα της οικονομικής βοήθειας.
Το Eurogroup καλείται να αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τα προγράμματα διάσωσης, καθώς αυτό λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις σχετικά με τη χρηματοδοτική συνδρομή και τους όρους παροχής της βοήθειας.
Η έκθεση τάσσεται υπέρ της θέσπισης σαφών, διαφανών και δεσμευτικών κανόνων που θα διέπουν τις διαδικασίες αλληλεπίδρασης των θεσμικών οργάνων της τρόικας, καθώς και την κατανομή των καθηκόντων τους. Μια βελτιωμένη στρατηγική επικοινωνίας αποτελεί, επίσης, σημαντική προτεραιότητα.
Τα προγράμματα προσαρμογής θα πρέπει να περιλαμβάνουν ένα «σχέδιο Β», σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι βασίστηκαν σε λανθασμένες υποθέσεις.
Τα μνημόνια συμφωνίας που στηρίζουν όλα τα προγράμματα θα πρέπει να αντανακλούν καλύτερα την απασχόληση και τις κοινωνικές πτυχές και όχι να θυσιάζονται, όπως συμβαίνει συχνά.
Επιπλέον, η κάθε χώρα που υπάγεται σε πρόγραμμα θα πρέπει να επωφελείται από μια «ομάδα δράσης για την ανάπτυξη», προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι περικοπές του προϋπολογισμού θα συνοδεύονται από μέτρα ευνοϊκά για την ανάπτυξη.
Τέλος, αναφέρεται ότι είναι απαραίτητη η μεγαλύτερη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων, των εθνικών Κοινοβουλίων και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, για να διασφαλίζεται η απαραίτητη λογοδοσία και υπευθυνότητα.
Οι όροι για το τρίτο πακέτο
Περισσότερη ελευθερία στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, χωρίς αυστηρή περιγραφή των προβλεπόμενων μεταρρυθμίσεων, θα προσφέρει στην Ελλάδα ενδεχόμενο τρίτο πακέτο βοήθειας, σύμφωνα με σχέδιο της γερμανικής κυβέρνησης το οποίο επικαλείται η εφημερίδα «Die Welt», σε αποκλειστικό δημοσίευμά της.
«Αντί να προσδιορίζονται οι 100 στόχοι μέχρι και την τελευταία λεπτομέρεια, θα μπορούν να δοθούν στους Έλληνες 20 μεγάλοι στόχοι. Με ποια μέτρα θα τους υλοποιήσουν είναι κάτι που θα μπορούσαν να αποφασίσουν μόνοι τους» αναφέρεται στο δημοσίευμα. «Θέλουμε να ξεφύγουμε από την πρακτική που προέρχεται κυρίως από την εμπειρία του ΔΝΤ σε αναπτυσσόμενες χώρες» επισημαίνει στην εφημερίδα γερμανική κυβερνητική πηγή.
Στο δημοσίευμα επισημαίνεται πάντως ότι ως το τέλος της περασμένης εβδομάδας οι Ευρωπαίοι δεν είχαν καταγράψει ικανοποιητικό αποτέλεσμα, καθώς η Αθήνα δεν είχε υλοποιήσει πολύ περισσότερες από τις μισές μεταρρυθμίσεις. «Για εμάς αυτό σε καμιά περίπτωση δεν είναι αρκετό προκειμένου να πληρώσουμε την επόμενη δόση βοήθειας» δηλώνει στην εφημερίδα κυβερνητική πηγή του Βερολίνου, ενώ σύμφωνα με παρατηρητή που επικαλείται η εφημερίδα, «υπάρχει η εντύπωση ότι οι Έλληνες δεν στηρίζουν τις συμφωνηθείσες μεταρρυθμίσεις και ακόμη και εάν ο πρωθυπουργός εκεί παλεύει με απόλυτη πεποίθηση για τα μέτρα, βρίσκεται συχνά έναντι μιας διοίκησης, η οποία σαμποτάρει με όλη της την δύναμη την πολιτική του, όπου μπορεί».
Στο δημοσίευμα σημειώνεται, ακόμη, ότι οι δυνατότητες των Ευρωπαίων να ασκήσουν πίεση στους Έλληνες είναι περιορισμένες, καθώς υπάρχουν οι ευρωεκλογές και ενδεχομένως να ενισχυθούν η ριζοσπαστική Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και η δεξιά της Χρυσής Αυγής.
Ανάκαμψη «βλέπει» η Κομισιόν
Τα «πρώτα σημάδια ανάκαμψης» της ελληνικής οικονομίας «βλέπει» η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που αναμένει ανάπτυξη 0,6% το 2014 στην Ελλάδα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση που παρουσίασε σήμερα στο πλαίσιο των ενδιάμεσων οικονομικών προβλέψεών της για τις χώρες της ΕΕ.
Υπό τον τίτλο «Πρώτα σημάδια ανάκαμψης», η έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ελλάδα τονίζει ότι η χώρα θα επιστρέψει σε ρυθμούς ανάπτυξης το 2014, καθώς οι δείκτες εμπιστοσύνης συνεχίζουν να βελτιώνονται και οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και προϊόντων βελτιώνουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, δημιουργώντας προσδοκίες για ενίσχυση των εξαγωγών και των επενδύσεων.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η δημοσιονομική σταθεροποίηση και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας στην Ελλάδα, βελτιώνουν το κλίμα εμπιστοσύνης και την οικονομική ανάκαμψη.
Επισημαίνεται ότι το δεύτερο εξάμηνο του 2013 η ύφεση συνέχισε να ρηχαίνει, καθώς το τέταρτο τρίμηνο του 2013 περιορίστηκε στο (-2,6%), από (-5,5%) το πρώτο τρίμηνο του 2013. Σημειώνεται, επίσης, ότι η ισχυρή ανάκαμψη του τουρισμού, από την περασμένη άνοιξη, είχε θετικό αντίκτυπο στην οικονομία.
Συνολικά, η ύφεση το 2013 αναμένεται να συρρικνωθεί στο (-3,7%), δηλαδή χαμηλότερα σε σχέση με τις προβλέψεις της Επιτροπής το περασμένο φθινόπωρο (-4%).
Εξάλλου, επισημαίνεται ότι ο δείκτης οικονομικής εμπιστοσύνης συνέχισε την ανοδική του πορεία τον Ιανουάριο του 2014, χάρη στις υπηρεσίες και το λιανικό εμπόριο, ενώ ο δείκτης αγοραστικής δύναμης ξεπέρασε «το επίπεδο 50», για πρώτη φορά από τον Αύγουστο του 2009. Παράλληλα, η αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου και η ταχύτερη απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων και της ΕΤΕπ, με την επανέναρξη μεγάλων προγραμμάτων υποδομής (π.χ. αυτοκινητόδρομοι), αναμένεται πως θα περιορίσουν τα προβλήματα ρευστότητας και θα ενισχύσουν τις επενδύσεις το 2014. Υποστηρικτικό ρόλο θα έχουν επίσης η διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και η δημοσιονομική σταθεροποίηση. Μέσω των εξαγωγών και των επενδύσεων, αναμένεται ότι ο ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης το 2014 θα είναι 0,6%.
Ωστόσο, η Επιτροπή προβλέπει πως η ιδιωτική κατανάλωση θα συνεχίσει την πτωτική της πορεία, παράλληλα με το διαθέσιμο εισόδημα, αν και σημειώνεται ότι «η μείωση των τιμών αντιστάθμισε μερικώς τις πρόσφατες μισθολογικές προσαρμογές».
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδος αναμένεται να κερδίσει έδαφος το 2015, χάρη στις επενδύσεις και στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Παράλληλα, σημειώνεται ότι η ανάκαμψη στις χώρες της ευρωζώνης αναμένεται να τονώσει τις ελληνικές εξαγωγές, τη ναυτιλία και τον τουρισμό.
Σε ό,τι αφορά την ανεργία η Επιτροπή εκτιμά ότι θα φτάσει στο 27,3% το 2013. Η Επιτροπή εκτιμά ότι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, μέσω των μισθολογικών μεταρρυθμίσεων, τα προγράμματα για την ενίσχυση της απασχόλησης που έχουν ανακοινωθεί, καθώς και η αναμενόμενη αύξηση των επενδύσεων, θα μειώσουν τα ποσοστά ανεργίας από το 26% το 2014 στο 24% το 2015.
Σχετικά με τις τιμές καταναλωτών, η Επιτροπή σημειώνει ότι μειώθηκαν οριακά κατά 0,9% το 2013 και προβλέπει περαιτέρω μείωση κατά 0,6% το 2014, γεγονός που «αντανακλά την αδύναμη εγχώρια ζήτηση, τη μείωση του μοναδιαίου κόστους εργασίας και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στις αγορές προϊόντων». Σύμφωνα με την Επιτροπή, «καθώς η οικονομική ανάκαμψη θα κερδίζει έδαφος, αναμένεται ελαφριά αύξηση των τιμών, κατά 0,2% το 2015».
Σε ό,τι αφορά το δημοσιονομικό έλλειμμα της Ελλάδος, η Επιτροπή εκτιμά ότι θα κλείσει στο (-2,3%) του ΑΕΠ το 2013 και θα μειωθεί στο (-1,8%) το 2014 και στο (-1,6%) το 2015. Όπως σημειώνεται, οι εξαγωγές και οι εισαγωγές αναμένεται να τονωθούν, παράλληλα με την οικονομική ανάκαμψη, και λόγω των μεταρρυθμίσεων σχετικά με την απλοποίηση των εμπορικών δραστηριοτήτων.
Σύμφωνα με την Επιτροπή, θετικό αντίκτυπο στην οικονομία θα μπορούσε να αναμένεται μέσω της ενίσχυσης των εξαγωγών και του τουρισμού, καθώς και μέσω της βελτίωσης της ρευστότητας που θα προκύψει από τις ληξιπρόθεσμες οφειλές.
Ωστόσο, η Επιτροπή επισημαίνει ότι υπάρχουν κάποιοι κίνδυνοι που σχετίζονται με το ενδεχόμενο αποκλίσεων στην εφαρμογή των πολιτικών, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές. Η Επιτροπή τονίζει ότι οι κίνδυνοι αυτοί θα πρέπει να επανεκτιμηθούν, βάσει των στοιχείων που θα δημοσιεύσει η ΕΛΣΤΑΤ στις 11 Μαρτίου του 2014, σχετικά με την πορεία του ΑΕΠ το τέταρτο τρίμηνο του 2013.
Σε ό,τι αφορά τις δημοσιονομικές εξελίξεις, η Επιτροπή τονίζει ότι «η κατάσταση βελτιώνεται».
Συγκεκριμένα, τονίζει ότι το διαρθρωτικό ισοζύγιο προβλέπεται να παρουσιάσει πλεόνασμα 1,7% του ΑΕΠ, δηλαδή 1,8% υψηλότερο σε σχέση με το 2012. Σύμφωνα με την Επιτροπή, αρνητικές επιπτώσεις στη δημοσιονομική κατάσταση έχει το κόστος για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών (11% του ΑΕΠ), καθώς και «οι υψηλές μεταβιβάσεις που προήλθαν από τα κράτη-μέλη και οι οποίες αναλογούν στα κέρδη επί των ελληνικών ομολόγων που διακρατούνται από τις ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες».
Σημειώνεται, τέλος ότι οι προβλέψεις της Επιτροπής εκπονούνται υπό την προϋπόθεση ότι θα ικανοποιηθούν όλοι οι στόχοι που περιλαμβάνονται στο ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής για το 2014 και το 2015, «μέσα από τα μέτρα τα οποία βρίσκονται υπό συζήτηση στην τρέχουσα αξιολόγηση». Το δημοσιονομικό χρέος εκτιμάται ότι θα φτάσει στο ανώτατο επίπεδο το 2013 (177,3% του ΑΕΠ), ενώ το 2014 θα μειωθεί στο (177% του ΑΕΠ), το 2015 στο 171,9% του ΑΕΠ και μετά το 2015 θα μειώνεται με πιο αυξημένους ρυθμούς.