Για την Ημέρα κατά των ΝαρκωτικώνΓράφει ο
Γιώργος Πιπερόπουλος
Ηταν ένα λεπτό, χλωμό, λιγομίλητο παλικάρι που μόλις είχε διαβεί το κατώφλι της τρίτης δεκαετίας της βιογραφικής του οντότητας...
Εκεί, κάπου ανάμεσα στο λύκειο και το πανεπιστήμιο, η μικροαστική του ανία βρήκε διέξοδο… Στην πολυπρόσωπη, απρόσωπη παρέα των «δήθεν» επαναστατημένων νέων φίλων του.
Κοινός παρονομαστής της "φιλίας" τους η διάχυτη, ανεξακρίβωτη αλλά πραγματική αίσθηση της "καταπίεσης"... Σκοπός τους η διερεύνηση όχι του ΠΩΣ και του ΓΙΑΤΙ αλλά του κάθε τι που θάδιωχνε, χωρίς κόπο την "ανία" που θα προσπόριζε νοήματα, έστω εφήμερα, όμως ευδιάκριτα και οπωσδήποτε… αισθησιακά...
Ναρκωτικά !...
Σε άλλες εποχές, σε αυτήν εδώ την πόλη – σε ολάκερη τούτη την επικράτεια της «φαιδρής πορτοκαλιάς» καταπίεση σήμαινε φτώχεια, υποχρέωση για μεροδούλι έλλειψη όχι της ελευθερίας να χαρείς τη ζωή αλλά των πόρων που θα βοηθούσαν να πραγματώσεις το δικαίωμα της κάθε ελεύθερης από υποχρέωση δουλείας ή δουλειάς ώρας για να χαρείς την εφήμερη ζωή!
Αλλά ο κόσμος άλλαξε, άλλαξαν οι καιροί...
Σωστά!
Τώρα υπάρχουν οι πόροι στριμωγμένοι σε κάποιο ασφυκτικό τεσσάρι μιάς κάποιας κακόγουστης πολυκατοικίας σε αυτήν την τόσο αλλαγμένη, πολύβουη, ξάγρυπνη, αεικίνητη πολυάνθρωπη και συνάμα τόσο απίστευτα και οδυνηρά απάνθρωπη πόλη...
Η ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ φαίνεται να ξεκίνησε νωρίς...Τότε ήταν αθέλητη αδιαφορία...
Ξεκίνησε καθώς ο γονιός πάσχιζε να εξασφαλίσει τους πόρους και η μάνα πρόσφερε με την εκτός εστίας απασχόλησή της στην απαραίτητη αύξησή τους...Το λεπτοκαμωμένο, χλωμό παιδάκι δεν καταλάβαινε από πόρους ούτε από μάρμαρα Πεντέλης και κρύσταλλα ΒΟΗΜΙΑΣ...
Καταλάβαινε, όμως, οπόταν την έβρισκε τη γλυκιά ζεστασιά της μητρικής αγκαλιάς... εκείνο το χάϊδεμα σtο κεφάλι από το χέρι του πατέρα...
Καταλάβαινε με όλο του το ΕΙΝΑΙ την ανείπωτη χαρά μιας βόλτας στην παραλία καθώς κρεμότανε από τα χέρια του μπαμπά και της μαμάς και...ΕΝΑ, ΔΥΟ,ΤΡΙΑ...ΧΟΠ!
Έκαμνε το γιγάντιο βήμα... Και γέμιζε γέλια και χαρές παιδιάστικες η ατμόσφαιρα, και γέμιζε ανείπωτη ευτυχία η καρδούλα του, πλημμύριζαν στο φως τα μάτια της μαμάς, φούσκωνε με περηφάνια το στήθος του πατέρα…
Του έλειπαν, του έλειπαν αφήνοντας χαοτικό κενός, γίνονταν τόσο επιθυμητά καθώς παρέμεναν απρόσιτα όλα αυτά τα απλά πράγματα που δεν αγοράζει το χρήμα...
Κάπου ανάμεσα στον αγώνα για τα κρύσταλλα, τα μάρμαρα και τις πορσελάνες λιγόστεψαν οι αγκαλιές, τα χάδια, οι βόλτες τα γιγάντια βήματα... Έδωσαν όλα αυτά τη θέση τους στην αδιαφορία..
Αδιαφορία; Ο αγώνας του πατέρα και της μάνας, το αγχωτικό κυνηγητό των πόρων που εξασφαλίζουν το πολυπόθητο βιοτικό επίπεδο;
Έτσι τουλάχιστον το έβλεπε αυτός!
Όταν κοιτάς από χαμηλά, ο κόσμος των μεγάλων είναι σίγουρα συναρπαστικός, τόσο απρόσιτος, σχεδόν μαγικός... Θέλεις, κάθε παιδί θέλει, να μακρύνουν ξαφνικά τα πόδια σου, να μακρύνουν τα χέρια σου να τους αγκαλιάσεις και να τους φτάσεις... Να ψιθυρίσεις στο αυτί τους... "Ε, μανούλα, πατερούλη, τί γίνεται; Εμένα με... ξεχάσατε;"
Ο αγώνας μεταφράζεται σε σύμβολα της επιτυχίας μέσα στα σύγχρονα αστικοβιομηχανικά μας πλέγματα και καθώς απομυζά την ικμάδα, τη ζωντάνια, τα συναισθήματα την αγάπη μας πολλαπλασιάζονται τα κρύσταλλα, οι πορσελάνες, τα μάρμαρα... Τα άψυχα ακριβοπληρωμένα κομψοτεχνήματα της επιτυχίας μας, της ποθητής... ευπορίας μας!
Η αθέλητη κόπωση των γονιών που δουλεύουν ώρες ατέλειωτες στην ψυχή του παιδιού γεννά την ανάγκη για ΦΥΓΗ από την οδυνηρή πραγματικότητα που παίρνει πολλές σύγχρονες μορφές: Αντικοινωνικές πράξεις, επιδερμικό σεξ, ναρκωτικά...
Το εικοσάχρονο, ευαίσθητο, χλωμό, λιγομίλητο παλικάρι, φοιτητής πανεπιστημίου τώρα, ήθελε από πολύ καιρό να ΦΥΓΕΙ!…
Και τούτη η καταραμένη σημερινή δόση της άσπρης σκόνης το βοήθησε να φύγει... ΟΡΙΣΤΙΚΑ!…