Σαββατοκύριακo
23-24  Νοεμβρίου 2024
Ημερήσια ηλεκτρονική εφημερίδα, Αρ. φύλλου 5179RSS FEED
Επιτήρηση: Το χρονικό της ντροπής
Στις 22 Οκτωβρίου, όπως είχε προαναγγελθεί, η Eurostat, δημοσιοποίησε τα στοιχεία για τα ελλείμματα των ευρωπαϊκών χωρών – όλων πλην Ελλάδας.


Σύμφωνα με το ανακοινωθέν Τύπου, η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία δεν δημοσιεύει τα στοιχεία για την Ελλάδα επειδή βρίσκεται σε εξέλιξη μια διαδικασία διασφάλισης της ποιότητας των στατιστικών στοιχείων της Ελλάδας, σε συνεργασία με την ελληνική στατιστική υπηρεσία.


Η Eurostat παραπέμπει στο ανακοινωθέν Τύπου 55/2010 της 22ας Απριλίου 2010, όταν είχε εκφράσει τις επιφυλάξεις της για τα ελληνικά στοιχεία.


Κατόπιν τούτου ανακοινώθηκε ότι τα ελληνικά στοιχεία θα δοθούν στην δημοσιότητα στα μέσα Νοεμβρίου.


Το γεγονός προκαλεί κατάπληξη, καθώς η ημερομηνία δημοσιοποίησης των στοιχείων συμπίπτει με την ολοκλήρωση της εκλογικής διαδικασίας στην Ελλάδα.


Ποιος θα εβλάπτετο περισσότερο από την ανακοίνωση της αναθεώρησης προς τα πάνω του ελληνικού ελλείμματος; Η αξιωματική αντιπολίτευση είναι επί του θέματος «καμένη». Ουδείς έχει αμφιβολία ότι υπήρξε πρόβλημα επί της διακυβέρνησης της χώρας από τη Ν.Δ.


Αυτό σημαίνει πως υπό αυτήν την έννοια ενδεχομένως το ΠΑΣΟΚ να έβγαινε κερδισμένο. Στην πράξη, όμως, μια αναθεώρηση του ελλείμματος θα σήμαινε (και θα σημάνει όταν θα ανακοινωθεί) νέα μέτρα. Και αυτό ήθελε να αποφύγει η κυβέρνηση μέσα στην προεκλογική περίοδο.


Αυτή είναι άλλη μια χάρη της Κομισιόν και της Eurostat προς ελληνική κυβέρνηση. Πάντοτε φροντίζουν να διατηρούν καλές σχέσεις με τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις και να μην διατυμπανίζουν όλα όσα βλέπουν και γνωρίζουν την κρίσιμη ώρα. Ακόμη και όταν δεν επιβεβαιώνουν στοιχεία, το κάνουν σχεδόν σιωπηρά, με αποτέλεσμα να μην το μαθαίνει κανείς.


Όλα αυτά αποκαλύπτονται εκ των υστέρων.  Και όταν πλέον είναι αργά. Τα στοιχεία που δημοσιεύουμε σήμερα, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές: Η χώρα μας βρίσκεται υπό επιτήρηση από το 1997, αλλά δεν έχει ποτέ πληρώσει κανείς γι’ αυτό. Τώρα, καταβάλλεται προσπάθεια για επιλεκτική απόδοση ευθυνών.


Στις 21 Οκτωβρίου 2004, δόθηκε στην δημοσιότητα το κείμενο των συμπερασμάτων του Εκοφίν σχετικά με την αναθεώρηση των δημοσιονομικών στοιχείων της Ελλάδας.  Σύμφωνα με αυτό, το Εκοφίν ανέμενε λεπτομερή έκθεση σχετικά με τα στοιχεία για το έλλειμμα και το χρέος της Ελλάδας από το 1997. Όπως αναφέρθηκε σε εκείνο το κείμενο, «αναθεωρήσεις των στοιχείων του προϋπολογισμού, όμοιες με αυτές που έχουν τώρα παρατηρηθεί στην περίπτωση της Ελλάδας, δεν πρέπει να σημειωθούν πάλι στην Κοινότητα».


Ακολούθησαν τα δημοσιεύματα της 22ας Οκτωβρίου. «Βήμα»: Υπό αυστηρή επιτήρηση η Ελλάδα. «Καθημερινή»: Δεύτερος γύρος εξέτασης των ελληνικών στοιχείων. Στο μικροσκόπιο η περίοδος 1997-1999 και τα αίτια απόκλισης.


Στις 20 Οκτωβρίου, ο Χοακίν Αλμούνια, επίτροπος για τα οικονομικά, απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με τυχόν ευθύνες της Eurostat που δεχόταν τα στοιχεία της προηγούμενης κυβέρνησης, είπε: «Η  Eurostat έχει κατ’ επανάληψη τα τελευταία 7 χρόνια εκφράσει τις αμφιβολίες της με υποσημειώσεις στις ανακοινώσεις της για τα δημοσιονομικά στοιχεία της Ελλάδας. Το ίδιο έχει κάνει και στα πρακτικά αποστολών της στην Ελλάδα. Αλλά δεν έχει την απαραίτητη νομική βάση να ελέγξει την ακρίβεια των στοιχείων που κοινοποιούν τα κράτη-μέλη και κατά συνέπεια δεν φέρει ευθύνη για το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στην Ελλάδα».


Νωρίτερα, στις 23 Σεπτεμβρίου, ο Αλμούνια, μετά τη δημοσίευση των νέων στοιχείων για το έλλειμμα και το χρέος της Ελλάδας από τη Eurostat, είχε πει: «Η Eurostat είχε επανειλημμένως αναρωτηθεί σχετικά με την ποιότητα των ελληνικών στοιχείων στο παρελθόν και οι νέες πληροφορίες δικαιολογούν αυτήν την επιμονή». Και στην προγραμματισμένη ακρόαση (7 Οκτωβρίου) ενώπιον της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του ευρωκοινοβουλίου: «Τα τελευταία στοιχεία που λάβαμε από τις ελληνικές αρχές φαίνεται ότι ανταποκρίνονται περισσότερο στην πραγματική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας».


Στις 5 Οκτωβρίου ο Μισέλ Βαν Άμπελε, γενικός διευθυντής τότε της Eurostat, καταθέτοντας στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, είπε ότι το 2002 η Eurostat είχε επικυρώσει την επιλογή της Αθήνας να καταγράφει τις εξοπλιστικές δαπάνες στο έλλειμμα μετά την παραλαβή του στρατιωτικού υλικού και όχι με την καταβολή κάθε δόσης χωριστά «γιατί ήταν συμβατή με το ενοποιημένο ευρωπαϊκό σύστημα οικονομικής λογιστικής και γιατί οι ελληνικές αρχές είχαν δηλώσει ότι δεν γνώριζαν τις ημερομηνίες παραλαβής του εν λόγω υλικού». Πρόσθεσε μάλιστα ότι η μέθοδος αυτή είναι «πρώτη επιλογή» και ότι χρησιμοποιείται από αρκετά κράτη-μέλη, όπως η Ολλανδία. Είχε, όμως, πει και άλλα ο Άμπελε: Ότι δηλαδή ούτως ή άλλως συνολικώς τα ελλείμματα δεν θα άλλαζαν. Είπε συγκεκριμένα: «Εάν προσθέσουμε τα στοιχεία στα προηγούμενα χρόνια, το σύνολο των δαπανών για στρατιωτικό εξοπλισμό είναι το ίδιο όποια και αν είναι η μέθοδος καταγραφής».


Το κείμενο των δηλώσεων του Άμπελε, που έγινε αντικείμενο αποσπασματικής αναφοράς και διαστρέβλωσης, αναφερόταν επίσης: Το ελληνικό έλλειμμα ανέβηκε σε σχέση με τα προηγούμενα στοιχεία που είχαν δημοσιοποιηθεί από το -2% στο -4,1% για το 2000, από το -1,4% στο -3,7% για τα έτη 2001 και 2002 και από το -1,7% στο -4,6% για το 2003.


Και ακολουθούσε αναφορά στο ιστορικό των επιφυλάξεων: Στην ανακοίνωση Τύπου της Eurostat με ημερομηνία 16 Σεπτεμβρίου 2002, αναφέρεται ότι «η Eurostat δεν μπορεί να επιβεβαιώσει τα νούμερα που γνωστοποίησε η Ελλάδα, καθώς ορισμένες πληροφορίες για τις δημόσιες συναλλαγές δεν είχαν ακόμη μεταδοθεί ούτε είχαν ολοκληρωθεί. Οι δημόσιοι υπολογισμοί που γνωστοποιήθηκαν πρέπει να θεωρηθούν, κατά συνέπειαν, προσωρινοί και υπό αίρεσιν και ενδέχεται να αναθεωρηθούν».


Κατόπιν των επιφυλάξεων αυτών, προσκομίστηκε μια διόρθωση των ελληνικών στοιχείων και δημοσιοποιήθηκε στην ανακοίνωση Τύπου της Eurostat της 13ης Νοεμβρίου του 2002. Την εποχή εκείνη η διόρθωση οδήγησε σε μια επιδείνωση του προϋπολογισμού του ελληνικού χρέους κατά -1% για το 2000 και κατά -1,3% για το 2001.


Εκ νέου από τη γνωστοποίηση του Μαρτίου 2004 η δημοσιοποίηση των στοιχείων για το έλλειμμα και το χρέος των κρατών-μελών οδήγησε την Eurostat να διευκρινίσει στην ανακοίνωση Τύπου της 16ης Μαρτίου 2004 ότι «λόγω των συζητήσεων που διεξάγονται αυτήν την εποχή με τις ελληνικές στατιστικές υπηρεσίες τα δεδομένα που γνωστοποιήθηκαν για το έλλειμμα και το χρέος έπρεπε να θεωρηθούν προσωρινά και θα μπορούσαν να αναθεωρηθούν».


Εκ νέου το έλλειμμα διορθώθηκε για το έτος 2003 από -1,7% σε -3,2%. Σημειωνόταν επίσης ότι η Eurostat δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσει το σύνολο των στοιχείων, εξαιτίας της υποεκτίμησης των δημοσίων δαπανών για στρατιωτικούς εξοπλισμούς και την έλλειψη αξιόπιστης πληροφόρησης για τα τελευταία χρόνια, αναφορικά προς την υπέρβαση που γνωστοποιήθηκε για τον υποτομέα του Ταμείου Κοινωνικής Ασφάλισης. Τα τελευταία στοιχεία επέτρεψαν την άρση των επιφυλάξεων. Εδώ σημειώνει ότι η απογραφή έγινε με κλιμάκιο της Eurostat που έστειλε ο ίδιος.


Στις 22 Σεπτεμβρίου 2004, ο Άμπελε είχε πει ότι το πρόβλημα με τα στοιχεία απασχολεί την υπηρεσία του από τον Σεπτέμβριο του 2002. Και ότι τον Μάρτιο του 2004 η Eurostat έβαλε υποσημείωση στα στοιχεία.


Έγραψε η Ελευθεροτυπία, στις 23 Σεπτεμβρίου: «Από το 2002 άρχισε ξήλωμα από τη Eurostat. «Η χρονιά αυτή», έγραψε η εφημερίδα, «σηματοδοτεί το τέλος της ευφορίας που είχε καλλιεργηθεί μετά την ένταξη της χώρας μας στην ευρωζώνη, αλλά και του μύθου της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Αίφνης, το υπουργικό δίδυμο Χριστοδουλάκη – Φλωρίδη, υποχρεώθηκε από τους γραφειοκράτες της Κομισιόν να «τερματίσει» την ηρωική εποχή των πλεονασματικών προϋπολογισμών και ανθηρών δημοσίων οικονομικών καθώς εν μια νυκτί το χρέος αυξήθηκε κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ το πλεόνασμα μετατράπηκε σε έλλειμμα. Όσον αφορά στο πλεόνασμα του Ταμείου Κοινωνικής Ασφάλισης, η Eurostat έχει εδώ και πολλά χρόνια εκφράσει επιφυλάξεις για τα ποσά του πλεονάσματος που γνωστοποιούσαν οι ελληνικές αρχές, για τους ελληνικούς υπολογισμούς, που βασίζονται σε πληροφορίες κατά βάσιν παλαιές και για τις εύθραυστες υποθέσεις υπολογισμού. Τέλος, σχετικά με τις φορολογικές εισπράξεις (ΦΠΑ) αυτές είχαν  υπερεκτιμηθεί για το έτος 2003 στην γνωστοποίηση του Μαρτίου 2004 και επίσης αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω στην γνωστοποίηση του Σεπτεμβρίου 2004.


Στις 26 Οκτωβρίου 2004, δημοσιεύθηκε η Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Για την Ελλάδα έβλεπε μείωση του ελλείμματος στο 3,6% το 2005 και στο 3% το 2006. Υπήρχε επίσης η επισήμανση ότι «συνεχίζεται από το 2000 η αύξηση των δημοσίων ελλειμμάτων, οφειλόμενη κυρίως στις αποτυχημένες προσπάθειες μείωσης των δημοσίων δαπανών».


Νωρίτερα, την 1η Οκτωβρίου 2004 είχαμε τις δηλώσεις της Αντιπροέδρου του διεθνούς οίκου αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας Μούντι’ς, Σάρα Μπέρτιν: «Οι αναθεωρήσεις των στοιχείων της ελληνικής οικονομίας δεν αποτελούν έκπληξη. Στην περίπτωση της Ελλάδας δεν είναι η πρώτη φορά που σημειώνεται αναπροσαρμογή των δημοσιονομικών στοιχείων, καθώς αυτό συνέβη και το 2001».


Στις 30 Νοεμβρίου 2004 είχαμε την επίσημη ανακοίνωση της Κομισιόν, με την οποία επιρρίπτονταν μοιρασμένες οι ευθύνες σε Αθήνα, Eurostat και τον εαυτό της. Υπήρχε η επισήμανση ότι από το 1997, λόγω απόστασης στοιχείων και πραγματικότητας, η ελληνική οικονομία βρέθηκε υπό επιτήρηση αυστηρότερη από εκείνη που ίσχυε για οποιοδήποτε άλλο κράτος-μέλος.


Άλλες επισημάνσεις της έκθεσης: Το 2002 έγινε σημαντική αναθεώρηση των δημοσιονομικών στοιχείων της Ελλάδας κατόπιν απαίτησης της Eurostat. Έτσι, επιδεινώθηκε το έλλειμμα κατά 1% του ΑΕΠ το 2000 και κατά 1,3% το 2001. Αντίστοιχα, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 1,5% και 2,9%.


Βασικοί λόγοι αναθεώρησης: Ελλιπής καταγραφή των αμυντικών δαπανών, υπερεκτίμηση πλεονάσματος ασφαλιστικών οργανισμών, αναθεώρηση προς τα κάτω των εκτιμήσεων για τα φορολογικά έσοδα. Οι διαφορές από την καταγραφή των αμυντικών δαπανών ερμηνεύουν το 25% των συνολικών αναθεωρήσεων το 2003, το 75% το 2002, το 50% το 2001 και το 90% το 2000.


Τον Απρίλιο του 2005, κατά την συνεδρίαση της Δημοσιονομικής και Οικονομικής Επιτροπής της ΕΕ, η Ελλάδα πήρε εύσημα από Κομισιόν, Eurostat και Δημοσιονομική Επιτροπή για την αυστηρή εφαρμογή του προϋπολογισμού.


Την ίδια ώρα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υιοθετούσε δύο προτάσεις που θα καθιστούσαν  πιο ευέλικτο και χαλαρό το Σύμφωνο Σταθερότητας, το οποίο, σύμφωνα με εκείνη την απόφαση,  δεν θα ενεργοποιείτο αυτόματα εναντίον κράτους-μέλους με υπερβολικό έλλειμμα, αλλά θα λαμβάνονται υπ’ όψη μια σειρά παράγοντες, όπως οι απρόβλεπτες οικονομικές εξελίξεις. Φυσικά, κάτι τέτοιο δεν εφαρμόστηκε ποτέ.


Τον Σεπτέμβριο του 2006, είχαμε την αναθεώρηση του ΑΕΠ, με αντίστοιχη υποχώρηση στο 86% του δημοσίου χρέους. Προκλήθηκε σάλος, αν και αποκαλύφθηκε ότι ανάλογες κινήσεις είχαν γίνει και το 1995, με αύξηση του ΑΕΠ κατά 23%, καθώς και το 1998, όταν η αναθεώρηση ήταν στο 20%


Φθάσαμε έτσι στον Μάιο του 2007, όταν ανακοινώθηκε ότι μπαίνει τέλος στην επιτήρηση, με πρόταση του Αλμούνια προς το Εκοφίν για τερματισμό της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος. Είχε καταγραφεί υψηλή ανάπτυξη, μείωση ανεργίας και πτώση του πληθωρισμού. Η Επιτροπή αποφαινόταν μάλιστα ότι η μείωση του ελλείμματος σε επίπεδα κάτω του 3% έγινε χωρίς τεχνάσματα και δημιουργική λογιστική.


Και τον Ιούνιο του 2007, η επιτήρηση έλαβε και επίσημα τέλος, με νέα εύσημα για την Ελλάδα, την οποία σήμερα όλοι κατακεραυνώνουν.


Πριν περάσουν δυο χρόνια από την έξοδο από την επιτήρηση, τον Φεβρουάριο του 2009, ο κ. Αλμούνια κάλεσε την τότε κυβέρνηση να λάβει μέτρα «εδώ και τώρα» για να μειώσει το έλλειμμα και να δώσει θετικά μηνύματα στους δανειστές της. Όπως είχε τότε πει ξεκάθαρα, «είστε σε επιτήρηση από την ίδια την αγορά»!


Είχε προηγηθεί σειρά απογοητευτικών εκθέσεων για τα οικονομικά της Ελλάδας.


Όταν δε κατά την προεκλογική περίοδο του 2009, ο κ. Παπανδρέου δεν κουραζόταν να επαναλαμβάνει ότι μετά την άνοδό του στην εξουσία θα διαπραγματευόταν σκληρά με την Ε.Ε., τρομοκρατημένος ο κ. Αλμούνια δήλωσε: «Ξέρω ότι υπάρχουν εκλογές στην Ελλάδα. Όλοι οι αρχηγοί και τα κόμματα, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, όλοι όσοι θα μπορούσαν να κερδίσουν, γνωρίζουν πολύ καλά την κατάσταση: Η κυβέρνηση, όποια και αν είναι, πρέπει να αναφέρει τις ενέργειες της Ελλάδας σε συνέχεια συστάσεων Επιτροπής, Συμβουλίου και ευρωζώνης και στο τέλος Οκτωβρίου θα κρίνουμε τα μέτρα, να δούμε αν ελήφθησαν αποτελεσματικά μέτρα για έλλειμμα κάτω του 3,7% το 2009».


Συμπέρασμα (που προκύπτει και από την σειρά ερευνών που δημοσιεύουμε σ’ αυτήν την στήλη): Όλοι ήξεραν, εντός και εκτός Ελλάδας, όλοι απέκρυπταν στοιχεία και η Ε.Ε. παρεμβαίνει πάντα μόνο όταν έχουμε πλέον πέσει στον γκρεμό.