Εκεί που καταντήσαμε δεν υπάρχει δικαιολογία για την βουλευτική ασυλία19/01/2011
Γράφει η
Σοφία Βούλτεψη
Πολλές αντιδράσεις – και την δική μου – προκάλεσε η τελευταία ψηφοφορία στη Βουλή, κατά την οποία για άλλη μια φορά με συντριπτική πλειοψηφία οι εκπρόσωποι του Έθνους αρνήθηκαν την άρση ασυλίας τεσσάρων συναδέλφων τους.
Η βουλευτής Επικρατείας κ. Ευγενία Σπέντζα – Τσουμάνη (Ν.Δ.) αισθάνθηκε την ανάγκη να απαντήσει, εκθέτοντας τα πραγματικά περιστατικά της προσωπικής της περιπέτειας.
Αν και όφειλε να αντιληφθεί ότι το πρόβλημα δεν είναι η ουσία (γελοία πράγματι) της υπόθεσης, αλλά το αίσθημα ότι σ’ αυτήν την χώρα όλοι οδηγούνται ενώπιον του φυσικού τους δικαστή πλην των βουλευτών, εξηγεί πως η εναντίον της κατηγορία για συκοφαντική δυσφήμηση δια του Τύπου αναφέρεται στην προηγούμενη δράση της ως γ. γ. Ισότητας.
Επρόκειτο, όπως γράφει στην επιστολή της, για απάντησή της σε κατηγορίες του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι, σύμφωνα με τις οποίες η Έκθεση της Γραμματείας Ισότητας προς τον ΟΗΕ για την κατάσταση των γυναικών Ρομά και των γυναικών της μειονότητας ήταν ψευδής.
Η απάντηση που είχε δώσει τότε η κ. Τσουμάνη (και για την οποία ζητήθηκε η άρση της ασυλίας της ώστε να δικαστεί για συκοφαντική δυσφήμηση) ήταν πως «είναι εξαιρετικά άδικο αυτό που ισχυρίζονται. Και, μάλιστα, εκθέτουν και τη χώρα – γιατί αυτά που ισχυρίζονται είναι ψεύδη. Και καμία άλλη ΜΚΟ δεν τοποθετείται όπως το Παρατηρητήριο».
Πρόκειται προφανώς για πολιτική δήλωση, δεν ήταν διαφορά ιδιωτικής φύσης και επιπλέον το αδίκημα έχει πλέον παραγραφεί.
Εντάξει, αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημά μας. Και όσο το πραγματικό πρόβλημα δεν γίνεται αντιληπτό, καμιά απάντηση ή διευκρινιστική δήλωση δεν θα αποτελέσει ποτέ την λύση του.
Πρέπει επιτέλους να γίνει κατανοητό ότι δεν μας ενδιαφέρει η ουσία της διένεξης. Και πως η Βουλή δεν είναι δικαστήριο για να κρίνει αν μια ενέργεια αποτελεί ή όχι συκοφαντική δυσφήμηση.
Μόνο τα δικαστήρια είναι αρμόδια να διαπιστώσουν αν υπάρχει αδίκημα ή όχι και να απονείμουν Δικαιοσύνη. Και είναι βέβαιο ότι οι δικαστές γνωρίζουν πως η ελευθερία του λόγου πρέπει να προστατεύεται – είναι υποτιμητικό να ακυρώνονται προληπτικά από την Βουλή, μήπως και δεν πράξουν το καθήκον τους.
Είναι δυνατόν να ισχυριζόμαστε ότι η ελευθερία του λόγου κινδυνεύει από την Δικαιοσύνη, οπότε χρειάζεται να παρέμβει η Βουλή για να την προστατέψει;
Και επιτέλους, κάθε Πέμπτη στα δικαστήρια παρατηρείται συνωστισμός, καθώς έχει λάβει εργολαβικές διαστάσεις η εφαρμογή του τυποκτόνου νόμου, που «ρυθμίζει» της δια του Τύπου συκοφαντικής δυσφήμησης.
Είναι δυνατόν ο νόμος να ισχύει (με αγωγές και με εξοντωτικό τρόπο) μόνο για τους δημοσιογράφους – και μάλιστα όχι στα ποινικά δικαστήρια, όπου έπρεπε να οδηγούνται αυτές οι υποθέσεις – αλλά να εξαιρούνται οι βουλευτές;
Ας αφήσουμε που αν πήγαιναν και αυτοί μερικές φορές κατηγορούμενοι για ανόητη αφορμή, θα ένιωθαν στο πετσί τους τι ακριβώς συμβαίνει και ίσως αποφάσιζαν να αλλάξουν τον νόμο!
Δεν είναι αλήθεια, λοιπόν, αυτό που ισχυρίζεται η βουλευτής, ότι δηλαδή «όχι μόνο τα πολιτικά πρόσωπα, αλλά κάθε Έλληνας πολίτης δικαιούται να εκφράζει ελεύθερα και χωρίς τον φόβο της δίωξης την πολιτική του άποψη».
Αυτό το «προνόμιο» (διότι περί προνομίου πρόκειται πλέον) ισχύει μόνο για τους βουλευτές. Όλοι οι άλλοι σύρονται μια χαρά στα δικαστήρια και χάνουν σπίτια και περιουσίες, την ώρα που οι βουλευτές, ελέω ασυλίας, παραμένουν στο απυρόβλητο.
Το δε επιχείρημα ότι αν δεν υπήρχε η ασυλία οι βουλευτές δεν θα έκαναν άλλη δουλειά από το να τρέχουν στα δικαστήρια για ασήμαντες αφορμές ή επειδή είπαν την γνώμη τους μέσα στη Βουλή, είναι μεν σωστό, αλλά πλέον δεν γίνεται ανεκτό.
Το πρόβλημα μπορούσε να λυθεί με ειδική ρύθμιση που να επιτρέπει στην Δικαιοσύνη να εξετάζει αν υπάρχει πραγματικός λόγος να οδηγηθεί κάποιος στην Δικαιοσύνη, στέλνοντας άλλες υποθέσεις στο αρχείο και άλλες στο ακροατήριο.
Στις μέρες μας (και στην κατάντια μας) είναι ενοχλητικό και το επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο αν οι βουλευτές έτρεχαν στα δικαστήρια θα έχαναν πολύτιμο χρόνο από τις εργώδεις υπέρ του λαού δραστηριότητές τους. Αυτό θα ίσχυε αν πράγματι εργάζονταν για το συμφέρον της χώρας – κάτι, όμως, που διαψεύδεται από την σημερινή οικτρή κατάσταση στην οποία αυτή έχει περιέλθει.
Επιπλέον, ο χρόνος όλων (και των «κοινών θνητών») είναι πολύτιμος. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι αυτοί διαθέτουν τον χρόνο τους για λιγότερο βλαβερά έργα.
Μεγαλύτερη τέλος ανωμαλία και από όλα τα παραπάνω, είναι ότι στην χώρα έχει καταργηθεί η αρχή της διάκρισης των εξουσιών: Η δικαστική εξουσία δεν μπορεί να κάνει το καθήκον της όποτε οι έρευνές της προσκρούουν σε εκπροσώπους της νομοθετικής εξουσίας, ενώ η νομοθετική εξουσία δεν ασκεί το καθήκον της να νομοθετεί, καθώς τα μέλη της απλώς ψηφίζουν ή καταψηφίζουν κατ’ επιταγήν των κομμάτων τους.
Όσο για την εκτελεστική εξουσία, αυτή έχει εντελώς καταργηθεί, διότι δεν εφαρμόζει το πρόγραμμα του κόμματος το οποίο ψηφίστηκε από τον λαό, αλλά λειτουργεί με βάση τις επιταγές των δανειστών του κράτους. Στα νύχια των οποίων μας οδήγησαν οι απολαμβάνοντες σήμερα την ντροπιαστική ασυλία.