Βιολογικές Καλλιέργειες και διαχρονικά λάθη σχεδιασμού Γράφει ο
Βασίλης Κωστόπουλος
Οι ρυθμίσεις που αφορούν τις βιολογικές καλλιέργειες συνέπεσαν με τα πρώτα βήματα της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η μεθοδολογία πιστοποίησης που έχει υιοθετηθεί και εφαρμόζεται αγνοεί κατά την άποψη μου δύο σημαντικές και παντού εφαρμόσιμες παραμέτρους που θα ωφελούσαν τη χώρα μας:
α. Βιομηχανική ρύπανση (Industrial contamination)
Όπως είναι γνωστό η βιομηχανική ρύπανση όταν δεν υπάρχει σωστή διαχείριση των αποβλήτων καταλήγει συνήθως με τη βοήθεια των βροχών στις φυσικές υδρορροές (επιφανειακές και υδροφόρο ορίζοντα) όπως συμβαίνει στον Ασωπό. Είναι επιστημονικά αποδεκτό ότι οι γεωργικές εκτάσεις που είναι στη διαδρομή-κατάληξη τέτοιων ρυπογόνων φυσικών υδρορροών (για παράδειγμα η περιοχή του Μαραθώνα) θα παράγουν υποβαθμισμένα γεωργικά προϊόντα σε σχέση με άλλες που δεν έχουν παρόμοιο πρόβλημα.
Μια οριζόντια ρύθμιση που υπερβαίνει όλες τις διαδικασίες πιστοποίησης για τις βιολογικές καλλιέργειες θα ήταν προφανώς η κατηγοριοποίηση των γεωργικών εδαφών σε σχέση με τη βιομηχανική ρύπανση της περιοχής τους και τις συνθήκες διαχείρισης των επικίνδυνων αποβλήτων. Εάν μια γεωργική περιοχή είναι στη κοιλάδα απορροής μιας περιοχής που έχει βιομηχανίες χωρίς τη σωστή διαχείριση, πρέπει κανονικά να υποβαθμίζεται μαζί με τα προϊόντα της. Με την υιοθέτηση μιας τεκμηριωμένης μεθοδολογίας η χώρα μας θα ήταν σε πλεονεκτική θέση σε ότι αφορά τη πλειονότητα των αγροτικών της εκτάσεων. Οι περιοχές με έντονη βιομηχανική δραστηριότητα είναι λίγες τον αριθμό και εντοπίζονται στην Αττική, στη δυτική Θεσσαλονίκη, στη Κοζάνη, στη Μεγαλόπολη (ΔΕΗ), στη Πάτρα και στο Βόλο και είναι κατά πολύ μικρότερες από τα περισσότερα Ευρωπαϊκά Κράτη. Μια τέτοια ρύθμιση θα μας έδινε άμεσο γεωργικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στη ποιότητα των προϊόντων μας.
β. Όξινη βροχή
Ο καπνός και τα αέρια από την καύση των ορυκτών καυσίμων που ανέρχονται στην ατμόσφαιρα από τις ενεργειακές και τις λοιπές βιομηχανικές εγκαταστάσεις περιέχουν μεταξύ άλλων μεγάλες ποσότητες διοξειδίων του θείου και αζώτου που είναι όξινες χημικές ουσίες. Ο ατμοσφαιρικός αέρας μεταφέρει αυτά τα όξινα μόρια των χημικών ουσιών επάνω στα κτίρια, στα αυτοκίνητα, στα δέντρα, στα χωράφια και στο έδαφος. Τα όξινα αυτά μόρια διαβρώνουν τις «βασικές» χημικές ουσίες των αντικειμένων και των περιοχών που επικάθονται. Πολλές φορές όμως τα αέρια αυτά όξινα μόρια ενώνονται με την υγρασία του ατμοσφαιρικού αέρα και με τη διαδικασία της συμπύκνωσης δημιουργούν όξινα υδροσταγονίδια τα οποία με τη σειρά τους συμμετέχουν στο σχηματισμό των νεφών. Όταν τα νέφη αυτά δημιουργούν βροχή ή άλλα υδρομετέωρα όπως το χιόνι τότε αυτά (τα υδρομετέωρα) έχουν όξινα χαρακτηριστικά και τότε μιλάμε για «όξινη βροχή».
Η συνεχής έκθεση σε όξινη βροχή μπορεί να βλάψει τη γεωργική παραγωγή, τα φυτά, τα ζώα, τα ψάρια και τους ανθρώπους αλλά και να αλλοιώσει οικοδομικά υλικά και να μεταβάλλει τη σύσταση του εδάφους και των νερών. Η ενεργειακή και βιομηχανική ένταση του 20ου αιώνα που συνεχίζεται έχει αυξήσει σημαντικά τις περιοχές έντασης του φαινομένου. Η ξηρά απόθεση και η όξινη βροχή από βιομηχανικές περιοχές είναι παγκόσμιο και μεταφερόμενο περιβαλλοντικό πρόβλημα η ένταση του οποίου αυξήθηκε σημαντικά διεθνώς όταν οι κυβερνήσεις των βιομηχανικών κυρίως χωρών νομοθέτησαν την απαγόρευση κατασκευής χαμηλού ύψους καπνοδόχων στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Η προσέγγιση να περιορίσουν την τοπική ρύπανση που δημιουργείτο από τις χαμηλές σε ύψος καπνοδόχους στους οικισμούς που γειτνίαζαν με βιομηχανικές περιοχές και να χρησιμοποιήσουν υψηλές κατασκευές, βελτίωσε τις συνθήκες τοπικά αλλά αποδείχθηκε ανεπαρκής σε μια μεγαλύτερη κλίμακα. Όσο μεγαλύτερο είναι το ύψος των καπνοδόχων τόσο υψηλότερα στην ατμόσφαιρα απελευθερώνονται οι διάφορες ρυπαντικές ουσίες και αυτό αυξάνει το χρόνο παραμονής τους στην ατμόσφαιρα. Όσο περισσότερο μένει η ρύπανση στον αέρα, τόσο περισσότερες είναι οι πιθανότητες οι ρύποι να δημιουργήσουν όξινη βροχή. Επιπλέον, ο αέρας μπορεί να μεταφέρει αυτούς τους ρύπους για εκατοντάδες χιλιόμετρα προτού αυτοί ενσωματωθούν στις διαδικασίες του υδρολογικού κύκλου (σχηματισμό νεφών).
Τα αποτελέσματα της όξινης βροχής στα δάση της Ευρώπης φαίνονται στο χάρτη.
Όπως είναι φυσικό οι περιοχές με κατεστραμμένα δάση δεν είναι δυνατό να έχουν άθικτα γεωργικά προϊόντα και οι μετρήσεις της όξινης βροχής αλλά και της ξηράς εναπόθεσης σε μια περιοχή προσδιορίζουν αντικειμενικά την υποβάθμιση των γεωργικών καλλιεργειών από τον ποιοτικά ζημιογόνο αυτό παράγοντα. Μια τέτοια ρύθμιση δεν υπάρχει και θα ευνοούσε τη χώρα μας για δύο λόγους:
• Έχουμε περιορισμένες σε έκταση βιομηχανικές ζώνες σε σχέση με άλλα ευρωπαϊκά κράτη και επομένως μικρότερη παραγωγή όξινων- τοξικών ουσιών από τη βιομηχανία μας.
• Οι περισσότερες βιομηχανικές ζώνες είναι στις ανατολικές περιοχές της χώρας. Τα aerosols που εκλύουν ανέρχονται στην ατμόσφαιρα και ταυτόχρονα μεταφέρονται με το καθημερινό καιρό που κινείται από δυσμάς προς ανατολάς πάνω από το Αιγαίο και δεν επηρεάζουν σημαντικά τις γεωργικές μας εκτάσεις.
Όμως η όξινη βροχή και η ξηρά εναπόθεση είναι και διασυνοριακό πρόβλημα όπως φαίνεται και στη περίπτωση της Νορβηγίας, όπου μόνο το 7% της όξινης εναπόθεσης προέρχεται από την ίδια τη χώρα.
Για αντίστοιχους κλιματολογικούς λόγους οι βιομηχανικές ζώνες από τα κράτη των βορείων συνόρων μας, μεταφέρουν τις όξινες εκλύσεις τους στις γεωργικές εκτάσεις της Μακεδονίας και της Θράκης.
Είναι βέβαιο ότι υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις «πτωχής» σχεδίασης μέτρων σε σχέση με τι μας παρουσιάζει η επιστήμη με μετρήσεις και δεδομένα. Τα σύγχρονα θέματα δεν επιλύονται μόνο με τη πολιτική και τη διαχειριστική επάρκεια – πιστοποίηση αλλά απαιτούν μεγαλύτερη ενσωμάτωση της αντικειμενικής επιστήμης για να γίνει το κάθε σύστημα που μας αφορά δικαιότερο.
--Ο κ. Βασίλης Κωστόπουλος είναι μετεωρολόγος στην Μονάδα Διαστημικών Προγραμμάτων/Ερευνητικό Κέντρο «Αθηνά», και συντελεστής του
www.perivalon.gr