Αναλύοντας το Δεύτερο Μνημόνιο Γράφει ο
Νίκος Τσάφος
Το μνημόνιο περιλαμβάνει πολλά θετικά στοιχεία, αλλά η υπερβολική έμφαση στην εσωτερική υποτίμηση (μείωση μισθών) ως μοχλός ανάπτυξης καθιστά το πρόγραμμα πολιτικά και οικονομικά δύσκολο να επιτύχει.
Τα βασικά του μνημονίου. Το ΔΝΤ θα δανείσει στην Ελλάδα €28 δισ. σε 17 δόσεις των €1,65 δισ. με την τελευταία δόση να αποταμιεύεται στις 29 Φεβρουαρίου 2016. Η Ελλάδα θα αποπληρώσει αυτό το δάνειο ως το 2026 (το πρώτο δάνειο αποπληρώνεται πλήρως το 2016). Τα κράτη μέλη της Ευρωζώνης θα παρέχουν €144,7 δισ., εκ των οποίων €112,6 δισ. το 2012, €17,2 δισ. το 2013 και €14,9 δισ. το 2014. Αυτά τα χρήματα θα επιστραφούν μετά το 2016. Με τα νέα δάνεια, ο επίσημος τομέας θα κατέχει το 69% του δημοσίου χρέους της Ελλάδας, ενώ υπάρχει ελάχιστη ανάγκη για προσφυγή στις αγορές πριν από το 2016.
Μακροοικονομικά μεγέθη. Το ΑΕΠ προβλέπεται να μειωθεί κατά 4,8% το 2012 πριν αρχίσει να ανακάμπτει το 2013 (0% ανάπτυξη για το έτος). Η κυβέρνηση θα εξακολουθεί να έχει πρωτογενές έλλειμμα το 2012 και ένα μικρό πλεόνασμα το 2013. Το χρέος θα πέσει από το 163% του ΑΕΠ το 2012 στο 116,5% του ΑΕΠ το 2020. Για τις ιδιωτικοποιήσεις, το πρόγραμμα έχει πιο μετριασμένους στόχους: €12 δις. μέχρι το 2014, € 46 δισ. μέχρι το 2020 και € 50 δισ. μέχρι το 2022.
Στρατηγική του προγράμματος. Το πρόγραμμα στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: «(α) την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης▪ (β) την αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας▪ και (γ) τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας». Το νέο πρόγραμμα τονίζει την εσωτερική υποτίμηση γιατί, όπως σημειώνει το ΔΝΤ: «για να επιλυθεί η ανισορροπία στο ισοζύγιο πληρωμών απαιτείτε μια αλλαγή στρατηγικής ώστε να δοθεί προτεραιότητα στην άμεση εσωτερική υποτίμηση». Το ΔΝΤ αναφέρει επίσης ότι, «η [αναθεωρημένη] δημοσιονομική πορεία αντικατοπτρίζει την αποπληθωριστική πραγματικότητα στην αγοράς εργασίας το 2012 και επιτρέπει ένα πρωτογενές έλλειμμα στο 1% του ΑΕΠ (το οποίο είναι 1¼% του ΑΕΠ κάτω από το στόχο που τέθηκε στην τελευταία αναθεώρηση του πρώτου μνημονίου).» Το ΔΝΤ επισημαίνει, ωστόσο, ότι είχε πρότεινε μια βραδύτερη δημοσιονομική εξυγίανση από αυτή που τελικά συμφωνήθηκε.
Πώς να κρίνουμε αυτό το πρόγραμμα; Πρώτον, το νέο μνημόνιο είναι πολύ πιο ρεαλιστικό καθώς φαίνεται ότι το ΔΝΤ κατανοεί καλύτερα την ελληνική πραγματικότητα. Δίνει έτσι περισσότερη έμφαση στη εκτέλεση παρά στις υποσχέσεις. Δεύτερον, το πρόγραμμα είναι πιο γενναιόδωρο, δίνοντας στην Ελλάδα πάνω από 4 χρόνια μέχρι να χρειαστεί να επιστρέψει στις αγορές (και, μάλλον, θα υπάρχει παράταση αν χρειαστεί). Το δάνειο προς το ΔΝΤ θα αποπληρωθεί σε μια δεκαετία, ενώ το δάνειο προς την Ευρωζώνη μάλλον θα κρατήσει περισσότερο. Τρίτον, ο επίσημος τομέας θα κατέχει το 69% του ελληνικού χρέος το 2014, μετατρέποντας την αποκλιμάκωση του χρέους σε ένα πολιτικό παρά καθαρά οικονομικό θέμα.
Θα πετύχει το νέο μνημόνιο; Η νέα συμφωνία περιέχει πολλές αξιόλογες μεταρρυθμίσεις, όπως περιείχε άλλωστε και το πρώτο μνημόνιο. Αλλά η υπερβολική έμφαση στην εσωτερική υποτίμηση μου φαίνεται ότι είναι λανθασμένη. Ας δούμε πρώτα την πορεία για την ελληνική οικονομία που προβλέπει το ΔΝΤ.
Το ΔΝΤ προβλέπει ότι η ιδιωτική κατανάλωση θα συνεχίσει να μειώνεται το 2012 (-5,7%) και το 2013 (-1,1%), πριν αρχίσει μια μικρή ανάπτυξη το 2014. Δεύτερον, υποθέτει ότι μετά από πέντε χρόνια διαδοχικής συρρίκνωσης, οι επενδύσεις θα αυξηθούν ετησίως κατά 7.7% την περίοδο 2013-2016. Τρίτον, προβλέπει ότι οι εξαγωγές θα αυξηθούν κατά 6% ετησίως μεταξύ του 2012 και του 2016. Η βασική υπόθεση του σεναρίου είναι ότι η εσωτερική υποτίμηση (μείωση μισθών) θα συνεχίζει να συρρικνώνεται το εισόδημα των νοικοκυριών, αλλά θα οδηγήσει τελικά σε αύξηση της ανταγωνιστικότητας που με τη σειρά της θα δημιουργήσει ανάπτυξη μέσω των επενδύσεων και των εξαγωγών.
Το πρόβλημα είναι, όπως παραδέχεται το ΔΝΤ, ότι «η αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας μέσω της εσωτερικής υποτίμησης έχει αποδειχθεί ένα δύσκολο εγχείρημα με πολύ λίγες επιτυχημένες περιπτώσεις.» Μάλιστα, στο κείμενο του ΔΝΤ, υπάρχει ένα δισέλιδο αφιέρωμα στην «Διεθνή εμπειρία με την εσωτερική υποτίμηση» το οποίο ουσιαστικά διαψεύδει τις όποιες ελπίδες για εσωτερική υποτίμηση. Και όμως αυτός είναι ο πυλώνας του νέου προγράμματος. Το πρόγραμμα παρατείνει τη συρρίκνωση της ιδιωτικής κατανάλωσης, καθιστώντας το πολιτικά πιο δύσκολο. Δίνει επίσης μια πενιχρή έμφαση στη συρρίκνωση του κράτους: το 2016, οι πρωτογενείς δαπάνες της κυβέρνησης προβλέπεται να είναι 14% χαμηλότερες σε σχέση με το 2011 – αλλά ουσιαστικά, η μείωση μέσα σε τέσσερα χρόνια θα είναι η ίδια με την μείωση που επιτεύχθηκε το 2010 από μόνο του. Άρα το κράτος δε μειώνεται αρκετά γρήγορα. Χωρίς τη συρρίκνωση του κράτους, η οικονομία δεν μπορεί να αντέξει καμία μείωση στη φορολογία για την ώθηση της κατανάλωσης, και άρα βασίζεται αποκλειστικά στις επενδύσεις και τις εξαγωγές να την ανάπτυξη. Μπορούν όντως οι επενδύσεις και οι εξαγωγές να δημιουργήσουν την απαιτούμενη ανάπτυξη;
Η πρόβλεψη για την αύξηση των επενδύσεων είναι φιλόδοξη αλλά δυνατή. Σε σταθερές τιμές, οι επενδύσεις το 2016 θα είναι μόλις πάνω από τα επίπεδα του 2010, και θα εξακολουθούν να είναι 40% κάτω από το ζενίθ του 2007. Το ΔΝΤ θεωρεί ότι το φθηνό εργατικό δυναμικό (μέσω της εσωτερικής υποτίμησης) θα τροφοδοτήσει τις επενδύσεις: «Οι μεταρρυθμίσεις για τη διευκόλυνση των επενδύσεων θα επιταχυνθούν ώστε οι επιχειρήσεις να επωφεληθούν από το χαμηλότερο κόστος εργασίας όταν οι συνθήκες χρηματοδότησης σταθεροποιηθούν». Αλλά για να αυξηθούν οι επενδύσεις κατά 7% ετησίως, οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να είναι ταχείς και το επιχειρηματικό περιβάλλον θα πρέπει να βελτιωθεί δραματικά (και όχι μόνο στα χαρτιά).
Η εκρηκτική αύξηση των εξαγωγών είναι λιγότερο βάσιμη. Σε σχέση με μια μικρή μείωση το 2012, το πρόγραμμα προβλέπει ετήσια αύξηση των εξαγωγών κατά 6% έως το 2016. Ως μέτρο σύγκρισης, η μεγάλη «άνθηση» των εξαγωγών το 2010 οδήγησε σε αύξηση 4,2%, ενώ οι εξαγωγές αυξήθηκαν ετησίως κατά 3,5% μεταξύ του 2001 και του 2007. Άρα, η επίτευξη μιας ετήσια αύξησης 6% αποτελεί ένα υπερβολικά αισιόδοξο στόχο, σύμφωνα με τον οποίο οι εξαγωγές το 2016 θα είναι 12% πάνω από το υψηλότερο τους σημείο το 2008. Βέβαια το πρόγραμμα προβλέπει μέτρα για την ενίσχυση των εξαγωγών όπως την «εξάλειψη της υποχρέωσης για εγγραφή στο μητρώο των εξαγωγέων και τη θέσπιση του πλαισίου για ένα σύστημα ηλεκτρονικών τελωνείων».
Άρα, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να μην επιτύχει η Ελλάδα αυτούς τους οικονομικούς στόχους. Για παράδειγμα, αν οι επενδύσεις και οι εξαγωγές αυξηθούν κατά το ήμισυ σε σχέση με τις προβλέψεις του ΔΝΤ στην περίοδο από το 2013 έως το 2016, ο μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ για τα έτη αυτά θα είναι 1% έναντι 2,8% που προβλέπει το ΔΝΤ. Έτσι τόσα πολλά θα κριθούν από την ταχεία αύξηση των εξαγωγών και των επενδύσεων.
Συμπεράσματα. Το πρόγραμμα δίνει μεγάλη έμφαση στην εσωτερική υποτίμηση. Εν μέρει το καταλαβαίνω το ΔΝΤ: Σε σχέση με τα άλλα Ευρωπαϊκά κράτη, το επίπεδο κατανάλωσης είναι πολύ υψηλό και των επίπεδο επενδύσεων πολύ χαμηλό – η οικονομία απαιτεί λιγότερη κατανάλωση και περισσότερες επενδύσεις. Επιπλέον, όπως γράφει το ΔΝΤ, «ο αρχικός κατώτατος μισθός είναι υψηλότερος από ό,τι είναι στην Πορτογαλία (κατά 50%), την Ισπανία (17%), και 5-7 φορές υψηλότερος από ό,τι είναι στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία».
Αλλά γνωρίζω επίσης νέους που απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα που μόλις τα βγάζουν πέρα και που βασίζονται στη γονική υποστήριξη είτε άμεσα (μετρητά) είτε έμμεσα (στέγαση, αυτοκίνητο, κλπ.). Γνωρίζω επίσης ότι ο Έλληνας καταναλωτής δε θα ανεχθεί άλλα τέσσερα χρόνια δυστυχίας χωρίς αύξηση στην κατανάλωση και χωρίς καμία φορολογική ελάφρυνση. Το πρόγραμμα αυτό στηρίζεται σε υπερβολικά φιλόδοξους στόχους για τις επενδύσεις και για τις εξαγωγές, ενώ παράλληλα δε προσφέρει καμία ανακούφιση στον Έλληνα καταναλωτή ο οποίος βαρύνεται με την υπερβολική φορολογία προκειμένου να πληρώσει για ένα κράτος που δεν συρρικνώνεται. Και αυτό είναι πολύ δύσκολο να το χωνέψει κανείς.
http://www.greekdefaultwatch.com/search/label/Greek